Υστερα από τόσα χρόνια στο θέατρο κι από τόσο μόχθο, τι έχει μείνει, είχαν ρωτήσει «ΤΑ ΝΕΑ» τον Λευτέρη Βογιατζή λίγο πριν από την παράσταση του μολιερικού «Αμφιτρύωνα» στην Επίδαυρο. «Μπορεί», απαντούσε, «σε μερικούς κάτι να μετέδωσα. Να έχω καταφέρει κάποιους ηθοποιούς να βγάλουν στην επιφάνεια ανάγκες και προβλήματα. Γιατί το να δημιουργείς είναι συνώνυμο του να λύνεις προβλήματα. Κι αυτό σε ελευθερώνει!».

Οδύνη και ενθουσιασμός. Αυτό ήταν η τέχνη –και το θέατρο –για τον σκηνοθέτη, όπως έλεγε στην τελευταία του συνέντευξη στα «ΝΕΑ». Και προσπαθούσε να τα μεταδώσει με κάθε τρόπο. Με άξονα το «σπίτι του», ήτοι το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, αλλά και το θέατρο γενικότερα.

Εκεί –όπως ήταν και η τελευταία επιθυμία του, εκπεφρασμένη με κάθε τρόπο, όπως λένε οι δικοί του άνθρωποι –θα επιστρέψει αύριο στις 12 το μεσημέρι για τέσσερις ώρες. Στο άλλοτε άσημο θεατράκι της Κυψέλης, όπου το εναρκτήριο λάκτισμα για τη θεατρική θύελλα που έσπειρε τα επόμενα χρόνια έδωσε η «Σπασμένη στάμνα» του Κλάιστ, το 1982.

Η σορός του θα εκτεθεί στη σκηνή, την οποία δεν είχε διστάσει να ξεθεμελιώσει για το «Λαχταρώ» της Σάρα Κέιν, αλλά και για το «Σε σας που με ακούτε» της Λούλας Αναγνωστάκη.

Εκεί όπου πρωτοσυναντήθηκε (προερχόμενος εκείνος από το Αμφι-θέατρο), με τον Βασίλη Παπαβασιλείου, που δούλευε τότε στο Θέατρο Τέχνης, για να ιδρύσουν την εταιρεία Σκηνή, που έκλεισε τριάντα χρόνια.

Για μιαν «επανένωση» που έμεινε στη μέση έγραψε –στα «Λήμματά» του στα «ΝΕΑ» –μόλις έμαθε την είδηση του χαμού του ο Βασίλης Παπαβασιλείου: «Κι όμως, δεν ξαναπαίξαμε μαζί. Λέγαμε πως κάποια στιγμή θα γίνει. Ισως δεν θέλαμε να το πάρουμε απόφαση πως φτάσαμε πια στην ηλικία «να ξανανταμώσουν οι παππούδες». Ισως να θέλαμε να είχαμε μείνει στην ηλικία εκείνη και σ’ εκείνη την εποχή όπου, πεσμένοι στα τέσσερα, στο πάτωμα της Βασιλέως Γεωργίου, ψάχναμε τους χαμένους, υποτίθεται, φακούς επαφής του Τάκη Χορν, που αποδείχτηκε ότι βρισκόντουσαν κανονικά στη θήκη τους, εκεί, στο ράφι του μπάνιου. Ισως αυτό να ήταν τελικά όχι μια σκηνή βγαλμένη από τη ζωή, αλλά μια πρόβα για μια παράσταση που δεν έμελλε ποτέ να γίνει. Εγιναν, όμως, άλλες».

Πίσω του ο Λευτέρης Βογιατζής άφησε: την υπόσχεση για έναν «Οιδίποδα» στην Επίδαυρο, σε απόδοση του ποιητή και μεταφραστή Νίκου Παναγιωτόπουλου. Την παραγγελία μετάφρασης των αριστοφανικών «Βατράχων» στον Ερρίκο Σοφρά, σε απόδοση του οποίου είχε απαγγείλει ποιήματα του Γ.Χ. Οντεν στο θέατρο Σφενδόνη. Και την επανάληψη του πιντερικού «Θερμοκηπίου» του, για το οποίο έκανε πρόβες με ηθοποιούς ακόμη και σε θάλαμο του «Υγεία». «Αν είχε περισσότερο χρόνο», όπως επέμενε να λέει…

Τελευταία του εμφάνιση ήταν στο ντοκιμαντέρ του Γιώργου Σκεύα «Γυμνά χέρια», για τον μεγάλο μαέστρο Δημήτρη Μητρόπουλο –παρουσιάστηκε το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Αθηνών, τον Φεβρουάριο στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών.

Ομως θα τον δούμε και στην ταινία «Λιμουζίνα: κωμωδία παρεξηγήσεων» του σκηνοθέτη Νίκου Παναγιωτόπουλου με τον οποίο συνεργάστηκε σε αρκετές ταινίες («Τα οπωροφόρα της Αθήνας», «Αθήνα – Κωνσταντινούπολη», «Το μελόδραμα;», «Ονειρεύομαι τους φίλους μου»). Δεν είναι λίγες οι φορές που έχει εκφράσει την αγάπη του για τον Βογιατζή «γιατί είναι εναντίον κάθε ευκολίας». Οπως είπε μάλιστα, «ο Βογιατζής δεν θεωρεί τίποτα αυτονόητο –κάτι το οποίο είναι πολύ δημιουργικό. Και δεν υποκύπτει σε καμιά αληθοφάνεια»…

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η κακή χωριατιά

Οι σκέψεις του γιατην Ελλάδα είχαν αποτυπωθεί στη συνέντευξη στα «ΝΕΑ»: «Η χώραπηγαίνει σε έναν περίεργο χαμό, μια μιζέρια, μια αθλιότητα. Υπάρχει μια πονηριά, μια χωριατιά –με την κακή την έννοια, γιατίμε την καλή είναι υπέροχη -, μια εκμετάλλευση αυτόματη. Κάθε στιγμή υπάρχουν άνθρωποι που κλέβουν. Γιατί να μην αποκτήσει εμπιστοσύνη μια κυβέρνηση που θα ξεκινήσει απότην αποκάλυψη αυτών που έχουν κλέψει; Καιπου συσσωρεύουν πράγματα που δεν χρειάζονταιδιότι θα πεθάνουν –και κάποιοι δίπλα τους πεινάνε».