Μίκης Θεοδωράκης πήγε στο Ωδείο της Πάτρας στα μέσα της δεκαετίας του ’30 και έκανε μαθήματα βιολιού. Το 1938 είχε ήδη γράψει τα πρώτα του τραγούδια, τα οποία αργότερα χρησιμοποίησε σε μεταγενέστερα έργα και προπαντός στις όπερες. «Οταν στα 1942 πρωτοάκουσα συμφωνική μουσική, αρρώστησα! Λέω στον πατέρα μου: «Ελα στον κινηματογράφο να ακούσεις τι θέλω να κάνω». Ηταν ένα κινηματογραφικό έργο στο οποίο μια χορωδία τραγουδούσε τον Υμνο της Χαράς του Μπετόβεν. Εγώ πήγαινα να δω την ταινία κάθε βράδυ» εξομολογείται ο ίδιος ενώ το 1947, εξόριστος στην Ικαρία, ακούει για πρώτη φορά το τραγούδι «Καπετάν Ανδρέα Ζέππο» του Γιάννη Παπαϊωάννου και ανακαλύπτει την κουλτούρα του λαϊκού τραγουδιού.
Πάνω σε αυτήν την παράλληλη γραμμή –συμφωνική και έντεχνη λαϊκή –διαμορφώνει το μετέπειτα έργο του. Και αν το πιο λαϊκότροπο –με αιχμές τον «Επιτάφιο», το «Αξιον Εστί», την «Πολιτεία» και άλλα –διείσδυσε σε ευρύ κοινό και απέκτησε την ακτινοβολία που σφράγισε μια ολόκληρη χώρα, το συμφωνικό έργο του Μίκη Θεοδωράκη παρέμεινε υποφωτισμένο –τουλάχιστον στην Ελλάδα. Γιατί στο εξωτερικό έργα του Μίκη, όπως για παράδειγμα το «Καρναβάλι», έχουν μεγάλη δημοφιλία.
Σήμερα, μια συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών εστιάζει στη συμφωνική του μουσική και ειδικότερα στη «Ραψωδία» για βαρύτονο και ορχήστρα εγχόρδων σε ποίηση Διονύση Καρατζά, στο έργο «Lorca» για φωνή, κιθάρα και συμφωνική ορχήστρα σε ποίηση Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και στη Σουίτα Μπαλέτου «Οι εραστές του Τερουέλ».
«Η συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής έχει ιδιαίτερη σημασία για μένα, γιατί με την πρώτη παγκόσμια εκτέλεση του έργου μου «Ραψωδία για έγχορδα» κλείνει οριστικά η ενασχόλησή μου με τη μουσική σύνθεση. Εάν εκλάβουμε ως σημείο εκκίνησης τη σύνθεση του πρώτου μου τραγουδιού στην Πάτρα (1937), τότε ώς το 2010 που συνέθεσα τη «Ραψωδία» έχουμε 73 χρόνια. Εάν πάλι θεωρήσουμε ως αρχή ένα έργο πιο σύνθετο, για τετράφωνη χορωδία, όπως η «Κασσιανή» που γράφτηκε το 1942 στην Τρίπολη, τότε η διάρκεια της απόλυτης και συνεχούς αφοσίωσής μου στη σύνθεση μουσικής διήρκεσε 68 χρόνια»! σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο ίδιος ο Μίκης και συμπληρώνει με μια δόση απολογισμού: «Γι’ αυτό και θεωρώ τη σύνθεση της «Ραψωδίας» ως το κύκνειο άσμα μου, γιατί διαπίστωσα ότι μετά το 2010, μετά τα 85 μου χρόνια, με εγκατέλειψαν οι δημιουργικές δυνάμεις που ειδικά για τη σύνθεση συμφωνικής μουσικής οφείλουν να είναι ιδιαίτερα ακμαίες… Για τον λόγο αυτό συγκέντρωσα όσες δυνάμεις μού είχαν απομείνει και συνέθεσα ένα έργο που να σφραγίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το τέλος της πορείας μου στον χώρο της μουσικής».
H «ραψωδία». Ο μεγάλος όμως δημιουργός μάς μυεί και στον πυρήνα του συμφωνικού του έργου, τονίζοντας την ικανοποίηση και τη χαρά του για το γεγονός πως τα έργα θα παρουσιαστούν από τη Συμφωνική της ΕΡΤ υπό τον Μίλτο Λογιάδη ενώ δεν ξεχνά να ευχαριστήσει τον ποιητή Διονύση Καρατζά για τη «Ραψωδία». «Επέλεξα ένα μουσικό σύνολο και μια μουσική φόρμα που αποτελούν αληθινή πρόκληση για κάθε συνθέτη, όπως λ.χ. το σχέδιο με μολύβι ή κάρβουνο για τον ζωγράφο, δεδομένου ότι με το Κουιντέτο Εγχόρδων που είναι η Ορχήστρα Εγχόρδων όλα είναι «γυμνά», μουσικές φράσεις, αντιστικτικοί διάλογοι, αρμονικές σχέσεις και βηματισμοί και προπαντός διαρκής και απόλυτη ηχητική ισορροπία ανάμεσα σε πέντε και μόνο φωνές (δηλαδή κατηγορίες οργάνων). Δηλαδή –ας το πω καθαρά –θέλησα να αναδείξω δύο κυρίως στοιχεία από την προσωπική μου εμπειρία: την ποικιλία και τον πλούτο του μελωδικού υλικού και την τεχνική τής σύνθεσης των αντιθέσεων, ώστε το αποτέλεσμα να έχει κάθε στιγμή και από κάθε πλευρά, αρμονική και αντιστικτική, τη σφραγίδα της προσωπικής και αυθεντικής δημιουργίας».
Με ζεστά λόγια μιλάει ο Μίκης Θεοδωράκης και για τη Μαρία Φαραντούρη: «Χαιρετίζω την παρουσία της Μαρίας, που είχα τη μεγάλη χαρά να δω να την αποθεώνει το βιεννέζικο κοινό πριν από λίγες εβδομάδες στην αίθουσα του Konzerthaus, όπου ερμήνευσε το Μάουντχάουζεν».
Πρωτιά στο Μέγαρο
Η «Ραψωδία» για βαρύτονο και ορχήστρα εγχόρδων σε ποίηση Διονύση Καρατζά που θα παρουσιαστεί σήμερα για πρώτη φορά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών είναι αφιερωμένη στον γερμανό φίλο του Μίκη, τον Πέτερ Χάνσερ-Στρέκερ ως ένα είδος φόρου τιμής του συνθέτη στη χώρα που ο ίδιος αποκαλεί «πατρίδα του συμφωνικού του έργου».