Η πνιγμένη ελευθερία του «Μαουτχάουζεν», η ελπίδα του «Ρέκβιεμ» και η περηφάνια του «Ζορμπά», η Ελλάδα του χτες και του αύριο, όπως γεννιέται από το έργο του Θεοδωράκη, έγιναν ένα μέσα από τη μουσική σε μια ξεχωριστή βραδιά στη χριστουγεννιάτικη Βιέννη.

«Σπάνια στη ζωή μου έζησα παρόμοιες συγκινητικές στιγμές. Και το γεγονός ότι αυτά συνέβησαν στην αίθουσα – σύμβολο της συμφωνικής μουσικής με συνεκλόνισε» δήλωσε στα «ΝΕΑ» ο Μίκης Θεοδωράκης, λίγη ώρα αφού έσβησαν τα φώτα.

Μόλις το βράδυ της Παρασκευής εμφανίστηκε ο Μίκης στο θεωρείο τού ιστορικού Konzerthaus της Βιέννης, οι δύο χιλιάδες θεατές σηκώθηκαν όρθιοι και τον χειροκροτούσαν επί τρία λεπτά. Εκείνος συγκινημένος, κρατώντας από το μπράτσο την κόρη του Μαργαρίτα και τον αγαπημένο του εγγονό Στέφανο, έβαλε το χέρι στην καρδιά και υποκλίθηκε. «Σας ευχαριστώ» αυτή ήταν η μονή φράση που είπε όλη τη βραδιά.

Υστερα τα φώτα έσβησαν, η Wiener Kammer Orchester, μία από τις πιο γνωστές στην Αυστρία και ολόκληρο τον κόσμο, άρχισε να παίζει τις πρώτες νότες από το «Μαουτχάουζεν» και η Μαρία Φαραντούρη βγήκε στη σκηνή. «Κορίτσια από το Αουσβιτς» τραγούδησε γι’ άλλη μία φορά με την αναλλοίωτη φωνή της και όλα έγιναν όπως πριν από σαράντα, πριν από τριάντα χρόνια, σαν χθες…

Τα εισιτήρια της συναυλίας, που είχε τίτλο «Τα κλασικά του Μίκη Θεοδωράκη», είχαν εξαντληθεί μέρες πριν. Πολλοί Ελληνες που ήταν ανάμεσα στους αυστριακούς θεατές σιγοτραγουδούσαν χωρίς ν’ ακούγονται. Πολλοί απ’ αυτούς έτρεξαν στο διάλειμμα να του σφίξουν το χέρι και να φωτογραφισθούν μαζί του. «Σ’ αγαπάμε, σ’ ευχαριστούμε» του έλεγαν.

Στο δεύτερο μέρος, παρουσιάστηκε το «Ρέκβιεμ», με τις χορωδίες –συμμετείχε και η παιδική –της Singakademie να συνοδεύουν την ορχήστρα (που διηύθυνε ο γνωστός μαέστρος Στέφαν Βλάνταρ), τον τενόρο Ντάνιελ Σέραφιρ, τη μέτζο σοπράνο Λίζα Μαρία Τζανκ και τη σοπράνο Μάρα Μάσταριλ, και τον λόγο του Ιωάννη Δαμασκηνού να ταιριάζει τόσο πολύ στην Ελλάδα του σήμερα.

Επίλογος με τον «Ζορμπά» και τον γνωστό συνθέτη Αλέξανδρο Καρόζα, που ήταν και ο διοργανωτής της συναυλίας, να παίρνει το μπουζούκι και να δίνει ρυθμό στην αίθουσα που με παλαμάκια συνόδεψε την ορχήστρα για ένα φινάλε αποθεωτικό, όπως αξίζει στον Θεοδωράκη.