Ενα βλέμμα καθαρό, σχεδόν παιδικό, ήταν το πρώτο που εντυπωσίαζε. Και μετά ο λόγος του Λευτέρη Βογιατζή. Χωρίς καμιά επιτήδευση, χωρίς καμιά πολυπλοκότητα. Απλώς ξεδίπλωνε μια σκέψη που δεν εννοεί να ησυχάσει στα αυτονόητα, ούτε επιδιώκει να θωρακιστεί με την «αυθεντία» που οι θεράποντες επί μακρόν ενός συγκεκριμένου τομέα του δημόσιου βίου, και δη της τέχνης, επιδεικνύουν ειδικώς κατά τις τηλεοπτικές τους εμφανίσεις, θεωρώντας ίσως ότι έτσι θέτουν στον δικό τους έλεγχο την εξουσία της τηλεόρασης.

Αργά μετά τα μεσάνυχτα της περασμένης Δευτέρας, η συνέντευξη του ανθρώπου που επί 40 χρόνια υπηρετεί το θέατρο με άσβεστο πάθος για διαρκή δημιουργία στο NETWEEK της Ελλης Στάη δικαίωνε τον νυχτερινό εξερευνητή μιας διαφορετικής τηλεόρασης. Αλλωστε για τη σύγχρονη τηλεόραση λένε πλέον ότι έχει εξελιχθεί σε μέσο που δείχνει «τι σημαίνει σήμερα να ζεις» και τα 45 λεπτά που της παραχώρησε ο Λευτέρης Βογιατζής ήταν η απόδειξη αυτού ακριβώς.

Γιατί ήταν ο ίδιος που, σαν από έναν μύχιο σκηνοθετικό αυτοματισμό, σύμφυτο πλέον με την ύπαρξή του, οδήγησε το θέαμα σε μια συγκινητική αποκάλυψη μιας δικής του στιγμιαίας αλήθειας, δείχνοντας ότι αφήνεται με εμπιστοσύνη και αυθορμητισμό στην καθοδήγηση των ερωτήσεων της οικοδέσποινας.

Καμιά διεξοδική συζήτηση με ειδήμονες για τη σκηνοθετική του τεχνική για το θέατρο, καμιά ανάλυση της μιας ή της άλλης παράστασής του από τις πάμπολλες που έχει προτείνει σαν «ματιές» στη ζωή και την τέχνη του θεάτρου δεν θα μπορούσε να οδηγήσει με μεγαλύτερη σαφήνεια τον θεατή της συγκεκριμένης συνέντευξης στο να κατανοήσει αυτό που ο ίδιος ήθελε να αφήσει παρακαταθήκη στο μεγάλο τηλεοπτικό κοινό, δηλαδή τον πυρήνα της νοοτροπίας του για τη θεατρική σκηνοθεσία και εν τέλει για τη ζωή.

Γιατί «και η ζωή είναι θέατρο», όχι με την έννοια της θεατρικότητας, σπεύδει να εξηγήσει, για να μη γίνει η συνήθης παρεξήγηση του θεάτρου με την προσποίηση, αλλά με την έννοια της διαδικασίας, της δημιουργίας και της επαλήθευσης των πραγμάτων.

Και έτσι πολύ απλά εξήγησε ότι η «επαλήθευση» που τον εμπνέει και αποτελεί το ερέθισμα για τις θεατρικές πρόβες δεν είναι απλώς μια μαθηματική έννοια αλλά αυτό που ορίζει τη διαδικασία για να οδηγηθείς σε ένα αποτέλεσμα. Το ίδιο στο θέατρο όπως και στη ζωή. Με άλλα λόγια, κανένας δογματισμός και καμία εκ των προτέρων απόφαση για την τελική έκβαση μιας παράστασης. Ή και μιας στάσης στη ζωή. «Μπορεί το τελικό αποτέλεσμα να μην έχει σχέση με αυτό που σκέφτηκες στην αρχή, αρκεί όμως να εμπεριέχει την αρχική ιδέα, την έμπνευση».

Μιλούσε για το θέατρο λέγοντας ότι γι’ αυτόν σημασία έχουν περισσότερο οι πρόβες, γιατί στην τελική παράσταση έχουν πια όλα τελειώσει.

Ολο αυτό δε αποτελούσε ταυτοχρόνως και μια έξοχη μεταφορά για τη σύγχρονη πραγματικότητα. Ηταν σαν να ξαναθυμόμασταν την αντίληψη ενός παλιού κόσμου όταν δεν υπήρχε η λατρεία για τις παντός είδους έτοιμες συνταγές της αυτοπεποίθησης, της ευτυχίας και της ευμάρειας, και φυσικά της κατάκτησης του βάθρου του σουξέ.

Γι’ αυτό και επέμενε, συνοδεύοντας τις φράσεις με το βλέμμα του παιδιού που ανακαλύπτει ότι η αφήγησή του βοηθάει και το ίδιο να συντάξει τη σκέψη του, προσπαθώντας να ανασύρει από το συναίσθημα την εμπειρία ότι δεν είναι η τέχνη ούτε διέξοδος ούτε προσωπική ικανοποίηση, «πρέπει να ανακαλύπτεις τα πράγματα ξανά και ξανά με διάφορους τρόπους».

Οσο για την αισιοδοξία; Δεν έχει σχέση με μια καλή είδηση. «Από μόνη της τι να την κάνεις». Είναι αποτέλεσμα μιας νοοτροπίας, μιας αντίληψης για τον κόσμο, που αρχίζει από τον σεβασμό γι’ αυτό που μοιάζει «λεπτομέρεια» στη μεγάλη εικόνα της ευζωίας. Αλλά πώς να είναι κανείς αισιόδοξος όταν η εξουσία εμφανίζεται αναίσθητη και όταν οι ίδιοι οι άνθρωποι επενδύουν στην «καλή είδηση» μιας παροχής και αδιαφορούν για τον δικό τους ρόλο στη βελτίωση της καθημερινότητάς τους;

Ωστόσο την αισιοδοξία ως στάση ζωής την απέπνεαν σε όλο της το μεγαλείο τα σχέδια του Λευτέρη Βογιατζή για νέες παραστάσεις, η ανάγκη για δημιουργία που έχει ταυτισθεί με την επιβίωση.