Ως κάτοικοι του Διαδικτύου μπορούμε σήμερα να απολαμβάνουμε προκατασκευασμένες ψευδαισθήσεις. Ακόμα περισσότερο: ο έλεγχος της ψευδαίσθησης είναι το υλικό μιας νέας, υπό κατασκευήν, ανεπίσημης λογοτεχνικής εμπειρίας: ο ήρωάς της θα είμαι πάντοτε «εγώ» σε ειδικές, προσδιορισμένες συνθήκες. Πτήσεις ή παρατεταμένες βυθίσεις και διαμονές στο βάθος ψεύτικων θαλασσών κατασκευάζονται στις σκηνές βιντεοπαιχνιδιών και σε άλλους εικονικούς χώρους. Το βιβλίο του Αδόλφο Μπιόι Κασάρες διαβάζεται λοιπόν σήμερα υπό άλλο φως: ως εργασία που κρίνει ή προετοιμάζει, από το 1945, τη συνθήκη αυτή.

Αν η σημερινή συνθήκη καθορίζεται συστηματικά από τη «διαμονή στην ψευδαίσθηση», αναρωτιόμαστε για το είδος των αφανών φυλακίσεων που προετοιμάζει. Ακόμα αναρωτιόμαστε: πώς θα καθοριζόταν ξανά το πολιτικό στοιχείο όσο το άθροισμα από διαμονές σε ατομικές ψευδαισθήσεις θα υποκαθιστά παλαιότερες έννοιες της κοινότητας; Οπως γράφει ο πρωταγωνιστής του αργεντινού συγγραφέα (1914-1999) κυβερνήτης Καστέλ: «Παύω πλέον να υπάρχω ως άνθρωπος της Επιστήμης προκειμένου να μετατραπώ σε αντικείμενο της Επιστήμης». Η μετατροπή του «ανθρώπου παρατηρητή» σε «άνθρωπο παρατηρούμενο» και η κατασκευή εξωτερικών χώρων ως ελεγχόμενων εσωτερικών, αποτελούν τα ζητήματα που με κάνουν να επιστρέψω στο βιβλίο, κι ας είναι κακά μεταφρασμένο.

Εισαγόμαστε στις σημασίες της πλοκής διατρέχοντας τη λογοτεχνική «εγκατάσταση» του Μπιόι Κασάρες, δηλαδή τους χώρους και τη λειτουργία τους όπως περιγράφονται. Κάποια αρχιτεκτονική διευθέτηση του χώρου αναφοράς καθορίζει την επιστροφή μας στο έργο. Η αφήγηση εκτυλίσσεται στα Νησιά της Σωτηρίας στον Ατλαντικό Ωκεανό και ιδιαίτερα στο, διάσημο για τις φυλακές του, Νησί του Διαβόλου. Ο κυβερνήτης Καστέλ και ο βοηθός του επεξεργάζονται (με πειράματα σε ανθρώπους και σε σκηνοθετημένα περιβάλλοντα) την τελειοποίηση κάποιου ιδιαίτερου χώρου εγκλεισμού. Χώρου όπου οι κρατούμενοι δεν θα αισθάνονται ότι κρατούνται. Κατασκευές καμουφλάζ, ιατρικές εγχειρήσεις και δοκιμές με φαρμακευτικές ουσίες συνδυάζονται, ώστε να μην αισθάνεται ο κρατούμενος ότι τελεί υπό κράτηση.

Ο κυβερνήτης Καστέλ έχει ως στόχο τον έλεγχο των αισθήσεων και των εντυπώσεων: τη μηχανική, φαρμακευτική και ψευδαισθησιακή οργάνωση της «αίσθησης ελευθερίας» των κρατουμένων – ασθενών. «Θα ήταν σαρκαστικό να τους αποδώσω την ελευθερία τους μέσα στα ίδια τα κελιά τους» γράφει ο κυβερνήτης στις προσωπικές του σημειώσεις. «Τα κελιά… από τις μεταμορφώσεις μου μπορούν να είναι κήποι της πλέον απόλυτης ελευθερίας». Η κορύφωση της σκέψης για τη φυλακή κατασκευάζεται έτσι από την ψευδαίσθηση ελευθερίας. Η αρχιτεκτονική συναισθημάτων και εντυπώσεων παράγει τα κελιά της Νήσου του Διαβόλου. Οι τοίχοι των κελιών είναι μονάχα αφετηρίες μπρος στα βάθη συστηματικά κατασκευασμένων ψευδαισθήσεων. Χρειάζεται συνδυασμός τεχνολογιών, ιατρικών παρεμβάσεων και ειδικών ναρκώσεων ώστε οι κρατούμενοι να παραμένουν έγκλειστοι ενώ θα πιστεύουν ότι είναι ελεύθεροι.

Ο συγγραφέας σχεδιάζει μια πρόχειρη κάτοψη για τα τέσσερα κελιά. Καθένα λειτουργεί ως χώρος υποδοχής της ψευδαίσθησης, ως τόπος της συγκεκριμένης ψευδεντύπωσης, όπου καθένας θεωρεί εαυτόν ελεύθερο σε ένα έρημο νησί. Τα κελιά προετοιμάζονται με τρόπο που να αναδύεται για τους εγκλείστους κάποιο «νησί», μέσα από ένα τρικυμιώδες πλέγμα χρωμάτων. Με τις χειρουργικές παρεμβάσεις ο κρατούμενος που περπατάει εντελώς αργά νομίζει ότι διατρέχει με βιασύνη μεγάλες αποστάσεις. Το μπλε χρώμα με το οποίο έχουν βαφεί οι τοίχοι των κελιών διαβάζεται ίσως σαν θάλασσα που περιτριγυρίζει το φανταστικό «νησί» κάθε κελιού. Η αλλαγή στην κλίμακα της πρόσληψης και η αόριστη αναφορά στον απέραντο ωκεανό μετατρέπουν στο μυαλό των φυλακισμένων το κλειστό δωμάτιο σε ανοικτό χώρο υπόσχεσης που αποβλέπει στον ορίζοντα. Ο κλειστός χώρος και ο ανοικτός ορίζοντας βρίσκονται έτσι μεμιάς παράδοξα εξισωμένοι με δύο ετερόκλητες αναφορές στον Ντεφόου και στον Γουίλιαμ Τζέιμς. Από τους δύο προκύπτει στον Μπιόι Κασάρες το παράδοξο: όσο η βέλτιστη ψευδαίσθηση ταυτίζεται με τον παράδεισο που επιζητάμε, θα επιθυμούμε επίμονα τον περιορισμό ως απελευθέρωση. Η διαμονή σε κάποιο αόρατο κελί παρόμοιο με αυτά που κατασκεύασε ο Μπιόι Κασάρες θα μοιάζει με ναρκωτική, κτισμένη, παγιωμένη μόνιμη διαμονή στο επέκεινα.

Θυμόμαστε το ελληνικό παρελθόν στο ίδιο θέμα. Οι δεσμώτες του πλατωνικού σπηλαίου βρέθηκαν και αυτοί περιορισμένοι σε έναν χώρο χωρίς να το γνωρίζουν. Εκείνοι οι φυλακισμένοι έχουν αποκοπεί από τον λαμπρό κόσμο του φωτός και του πραγματικού ήλιου, ώστε να οργανώσει ο Πλάτωνας την αναλογία ανάμεσα στην εκπεσμένη πραγματικότητα και τον άσπιλο κόσμο των ιδεών, τον οποίον γνωρίζουν λίγοι. Η μετανεωτερική σκέψη όπως έγραφε ο Ντελέζ έχει έναν διατυπωμένο στόχο: ανατροπή του πλατωνισμού. Η βίαιη διατύπωση θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως προτροπή για διαμονή στο σπήλαιο: διαμονή στο βασίλειο των ειδώλων και των αντανακλάσεων. Ως απόρριψη δηλαδή της σταθερότητας ενός ήλιου σαν αυτόν που περιγράφει ο Πλάτων έξω από το σπήλαιο.

Νομίζω πως τα κελιά του Μπιόι Κασάρες είναι οι αντεστραμμένες θέσεις για τους δεσμώτες του Πλάτωνα. Παράγεται σε αυτά ο ήλιος και η θάλασσα της ελευθερίας ως η ιδεώδης διαμονή. Κάποιος έξω από τα κελιά ωστόσο ρυθμίζει τις συνθήκες της «ελευθερίας», διαχειριζόμενος, με ιδιαίτερες ναρκώσεις, την παραγωγή των εντυπώσεων. Η εικόνα του κόσμου κατά την πρόσληψη των εγκλείστων του νησιού θα είναι η διαμονή στη μέθη του ανύπαρκτου κόσμου μιας κατασκευασμένης αίσθησης ελευθερίας: πίσω από αυτήν θα βρίσκεται πάντοτε ο κυβερνήτης Καστέλ, διευθυντής της φυλακής. Αν η πιο ζαλιστική ελευθερία οργανώνεται ως ψευδαίσθηση πώς θα αποτιμήσουμε ωστόσο οποιοδήποτε δράμα της σκλαβιάς;

Ο Αριστείδης Αντονάς είναι βραβευμένος αρχιτέκτονας και διδάκτορας φιλοσοφίας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και έχει γράψει μεταξύ άλλων τα: «Οι δύο μισοί», «Οι τέσσερις κήποι», Ο τρικέφαλος», «Ο φλογοκρύπτης», «Ο χειριστής», «Τα κτίσματα».