Με σκιαγραφία τους την «Ιλιάδα» ο Κοσμάς Πολίτης μάς παρουσιάζει στην «Eroica» εφήβους που παίζουν έναν διπλό ρόλο. Είναι παιδιά της γειτονιάς και ιλιαδικοί ήρωες. Ο Λοΐζος/Αχιλλέας, ο Ανδρέας/Πάτροκλος, ο Αλέκος/Πάρις, ή alter ego του Λοΐζου, η Μόνικα/Ελένη, το προξενιό, η Τροία, η Πολυξένη η ράφτρα – εγγονή βαυαρού τεχνίτη, ο Ηφαιστος που επισκευάζει την πυροσβεστική αντλία, ο θρησκομανής Γκαετάνο, αδελφός της Μόνικας – ένας άλλος δολοφονικός Απόλλωνας, ο Παρασκευάς, ο αφηγητής συγγραφέας – ένας Ομηρος διασκευαστής και διασκεδαστικός, η αναφορά στον Καβάφη και την ομοφυλοφιλία, και στον Σεφέρη, στο Quid platanon opacissimus, εδώ δείχνεται και μεταμοντέρνος ο Πολίτης, σ’ ένα μετα-αφήγημα με αληθινά πρόσωπα. Ολο το μυθιστόρημα είναι μια μεταμφίεση, μια μασκαράτα, και τα πρόσωπα παίζουν διπλούς και τριπλούς ρόλους. Ο γενικός χαρακτήρας του μυθιστορήματος εiναι μια συνεχής μεταλλαγή που μας οδηγεί στον Μπαχτίν και τον Ραμπελέ, με το χιούμορ του. Μάλιστα θα το έλεγα «βυθιστόρημα» γιατί υπάρχουν τόσες αναφορές στην αρχαιοπρεπή μας μάθηση και κοινωνία. Οι λεπτές σχέσεις των χαρακτήρων με τις οικογένειές τους και μεταξύ τους, οι καβγάδες, οι φιλίες, οι έρωτες, τα αθλήματα, τα μεγαλύτερα κορίτσια, ένας ολόκληρος κόσμος δημιουργημένος με φαντασία, εκπλήξεις και τέχνη, το παρακολουθείς με κομμένη ανάσα, το αντιδυτικό και αντιφράγκικο πνεύμα μάς οδηγεί στις πολύ κατοπινότερες μεταποικιακές σπουδές και τα αμέτρητα λογοπαίγνια το κάνουν μοναδικό στη νέα γραφή μας, καθώς το αμίμητο εκείνο, που λένε τα παιδιά στον μανάβη «Εχεις σουλιπινούς…» ίσον «σου λείπει νους» ή το γαλλικό που λέει ο Πρόξενος στην κόρη του Μόνικα με σεξουαλικό υπονοούμενο «Tu es renversante ma fille», που έχει διπλό νόημα, είσαι αστεία αφενός, και αφετέρου «είσαι για ξάπλωμα, ή για ρίξιμο», με το δραματικό προμήνυμα του τέλους όταν ο Αλέκος τη «ρίχνει» χάνοντας τη ζωή του από σφαίρα του αδελφού της Γκαετάνο που νόμιζε ότι σκόπευε τον γάτο, που τον κυνηγούσε μάταια και συνεχώς προηγουμένως. Πώς δένει με θαυμαστό τρόπο η πλοκή με το αναμενόμενο δράμα, το τραγικό τέλος ενός Πάρη. Και να σκεφτεί κανείς ότι το έγραφε σε μηνιαίες συνέχειες σχεδόν σαν ένα αυτόματο, πάντως αυθόρμητο κείμενο, για τα «Νέα Γράμματα».

Το τόσο τζοϊσιανό αυτό μυθιστόρημα έχει αγνοηθεί απ’ τον αγγλοσαξονικό κόσμο. Κι αυτό παρ’ όλη την εξαιρετική αγγλική μετάφραση της Καίης Τσιτσέλη, που απορρίφθηκε επανειλημμένως από τους άγγλους εκδότες, με τη δικαιολογία ότι είναι πολύ λυρικό!!! Υπάρχει άραγε κάπου αυτή η μετάφραση; Μόνο στα γαλλικά το παρουσίασε ο καθηγητής Ελληνικής Λογοτεχνίας Ανρί Τονέ πολύ αργότερα. Δεν γνωρίζω τι κριτικές είχε στη Γαλλία. Γιατί αυτή η αδιαφορία; Ζήλεια για τη μοναδικότητα του «Οδυσσέα» του Τζόις; Δεν καταλαβαίνω.