Από τη μια ο Τζον Κολτρέιν και ο Μπιλ Εβανς και από την άλλη η αγάπη του για τα ηπειρώτικα, τα θρακιώτικα, τα ποντιακά και τις ανατολικές μουσικές γενικότερα. Πώς συνδυάζονται στην τζαζ δύο κόσμοι που στο μυαλό μας τουλάχιστον είναι τοποθετημένοι σε αντίθετους πόλους; «Kατ’ αρχήν δεν θεωρώ ότι παίζω τζαζ», εξηγεί ο Χάρης Λαμπράκης, όνομα που συνειρμικά σου φέρνει τον ήχο του μουσικού οργάνου νέι στον νου.

Και για να εξηγούμαστε: Το Harris Lambrakis Quartet είναι το πιο δραστήριο, τα τελευταία χρόνια, ελληνικό και νεότερο τζαζ κουαρτέτο – με εμφανίσεις σε φεστιβάλ, συναυλίες, μουσικές σκηνές, μπαρ – και ένα από τα δυο ελληνικά τζαζ γκρουπ που θα ακούσουμε στο 12ο Ευρωπαϊκό Φεστιβάλ Τζαζ – έως και τις 27 Μαΐου – στον πολυχώρο Τεχνόπολις.

Δημιουργήθηκε το 2006 από τον Χάρη Λαμπράκη (νέι), τους Νίκο Σιδηροκαστρίτη (τύμπανα), Δημήτρη Θεοχάρη (πιάνο) και Αλέξανδρο Παρασκευόπουλο (μπάσο) έχοντας ως αφετηρία την αγάπη τους για τη μουσική του Τζον Κολτρέιν και κάποιες συνθέσεις του Χάρη (σήμερα στη θέση του Αλέξανδρου Παρασκευόπουλου είναι ο Δημήτρης Τσεκούρας). Η «Θέα» ήταν το πρώτο CD του κουαρτέτου το 2007 και πήρε πολύ καλές κριτικές – ένα ακόμη όπου να ‘ναι θα κυκλοφορήσει. Λίγο πριν ο Χάρης Λαμπράκης έπαιζε με τον κοντραμπασίστα Μιχάλη Σιγανίδη ως Συγκρότημα Λαμπράκη (την ιδέα είχε ο Σιγανίδης, «για να έχουμε πολλές δουλειές», όπως έλεγε χαριτολογώντας).

Αλλά να πάρουμε τα πράγματα απ’ο την αρχή. Γιατί όντως το νέι (που μοιάζει με φλογέρα και έχει καταγωγή από την αρχαία Αίγυπτο) είναι όργανο που δεν συναντάς εύκολα σε τζαζ γκρουπ. «Μας αρέσει η τροπική (modal) τζαζ, αλλά έχουμε και πολλές αναφορές στην Ανατολή. Εμείς πάντως λέμε ότι παίζουμε ελληνική μουσική», εξηγεί ο δεξιοτέχνης του νέι.

Αν και παιδί της πόλης, είχε μια τάση πάντα προς την ελληνική μουσική παράδοση. Μεταξύ ηπειρώτικων και τζαζ, όμως, πού βρίσκεται το κοινό σημείο; «Υπάρχει μια ειλικρίνεια στον τρόπο που αυτοσχεδιάζει ή παίζει ένας παραδοσιακός μουσικός. Το ίδιο και ο Κολτρέιν. Εκφράζεται με μια αμεσότητα, με μια φλόγα, χωρίς να τον απασχολεί αν αρέσει ή όχι. Αποφεύγει τους έντεχνους καλλωπισμούς».

Μιλάμε για τη σκηνή της τζαζ στις μέρες μας και πώς επιβιώνει στην Αθήνα. Μουσικοί υπάρχουν πολλοί, λέει, «απίστευτα ταλέντα», αλλά δεν υπάρχουν χώροι ούτε μουσικά περιοδικά, τα ραδιόφωνα παίζουν πλέι λιστ και αν θες να κάνεις δίσκο, πρέπει να έχεις καλούς φίλους και κάποια χρήματα στην άκρη. «Ομως όσο υπάρχουν μουσικοί σαν τον Μιχάλη Σιγανίδη, τον Φλώρο Φλωρίδη, τη γενιά αυτή που συνεχίζει και τώρα, δεν γίνεται να πεις ότι δεν υπάρχει τζαζ στην Ελλάδα. Και μάλιστα πολύ δυναμική για το μέγεθος της χώρας μας».

Ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να ζήσει κανείς αποκλειστικά από τα live του. «Παίζουμε ως σέσιον μουσικοί ή διδάσκουμε – κυρίως», λέει. Και το κοινό; Εχει διευρυνθεί κάπως από τη δεκαετία του ’90; «Yπάρχει κοινό. Πάντα όμως το κοινό της τζαζ ήταν μικρό. Και εδώ και παντού. Βλέπεις τον Μπιλ Εβανς να παίζει, ας πούμε, και από κάτω είναι 10 άτομα. Να έχουμε εμείς παράπονο; Οχι, δεν έχουμε. Παίζουμε διαρκώς σε φεστιβάλ, παίξαμε στο Half Note, στη Στέγη Γραμμάτων, τώρα στον πολυχώρο Τεχνόπολις και πάντα υπάρχει κόσμος που μας παρακολουθεί. Ναι, είμαι αισιόδοξος. Κάνουμε αυτό που θέλουμε, μας καλούν σε φεστιβάλ, δεν αποκλείεται την επόμενη σεζόν να ανοίξουμε πόρτες και στο εξωτερικό και σε λίγο θα βγει και το δεύτερο CD μας».

Αυτοχρηματοδοτούμενο και αυτό; «Είπαμε, στην τζαζ χρειάζονται οι φίλοι. Ολα τα άλλα βρίσκονται».