Εδώ και λίγες ημέρες είναι πρώτοι μεταξύ ίσων. Δύο ταλαντούχοι ηθοποιοί με την πρόσφατη επιβράβευση στις περγαμηνές τους. Αλλά και δύο εκπρόσωποι της νέας γενιάς καλλιτεχνών, που ζουν τις συνθήκες της κρίσης και επιβιώνουν μέσα από επιλεγμένες δουλειές – τα «Ορφανά» του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου για τη Μαρία Κίτσου, το «La Chunga» για τον Δημήτρη Λάλο. Αυτή η τελευταία ιδιότητα ήταν και η αφορμή για τη συνάντηση των βραβευθέντων ηθοποιών στο θέατρο Επί Κολωνώ. Η κοινή συνέντευξη ξεκίνησε με κλασικές ερωτήσεις, για να εξελιχθεί σε δύο παράλληλους μονολόγους, με αρχή, μέση και τέλος. Αλλά και μια εσωτερική ισορροπία μεταξύ τους. Κλασικό θέατρο, σαν να λέμε.

«Δεν τρέχουμε στα πάρτι»

Μαρία Κίτσου: Ενα βραβείο έχει πολλές αναγνώσεις. Μπορεί να σημαίνει τα πάντα, μπορεί και τίποτε. Ειδικά στη σημερινή Ελλάδα, που δεν συμβαίνουν πολλά θετικά και η επιβράβευση σπανίζει. Για μένα προσωπικά σημαίνει ένα νεύμα και ένα «σπρώξιμο» που το έχω ανάγκη. Σαν να μου δίνει δύναμη και φιλότιμο για να συνεχίσω με πιο δύσκολα πράγματα. Τη μεγαλύτερη επιβράβευση την παίρνεις από το κοινό, το οποίο σε παρακολουθεί και το παρακολουθείς.

Δημήτρης Λάλος: Τώρα που είναι πιο δύσκολες οι συνθήκες νομίζω ότι η βράβευση βοηθά έναν νέο ηθοποιό, για να του δώσει έμπνευση, κουράγιο, αλλά και ευθύνη. Ετσι κι αλλιώς, δεν υπάρχουν πολλές πρωτοβουλίες που στηρίζουν τους καλλιτέχνες. Ολοι έχουμε ανάγκη τη στήριξη, για να αντέξουμε σε όλη αυτή την πίεση. Και πιστέψτε με, υπάρχουν νέοι άνθρωποι που βρίσκονται πολλές ώρες μέσα στην πρόβα και δεν τρέχουν στα πάρτι – αν αυτή είναι η εικόνα που κυριαρχεί.

Μ.Κ.: Από αυτή την άποψη το βραβείο είναι μόνο ευθύνη. Επειδή κατά κάποιον τρόπο εκπροσωπείς νέους ανθρώπους που ρίχνονται με τα μούτρα στη δουλειά από μια εσωτερική ανάγκη.

Ξεσκαρτάρισμα στο θέατρο

Μ.Κ.: Το θέατρο είναι ένας ζωντανός οργανισμός και μια μικρογραφία της κοινωνίας στην οποία ζούμε. Δεν μπορούμε να το δούμε ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες προτεραιότητες. Αν ο πολιτισμός είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης, αν επικρατεί ένας μινιμαλισμός απαιτήσεων, αυτό προκύπτει από μια συνολικότερη ιεράρχηση. Και στο θέατρο ισχύει ό,τι για την υπόλοιπη κοινωνία. Υπάρχει η ανάγκη για ένα ξεσκαρτάρισμα. Να αποφασίσουμε πού βρισκόμαστε, πού θέλουμε να πάμε και τι πρέπει να κάνουμε ώς εκεί. Οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε αλήθειες και ψέματα, για να βγάλουμε τα δικά μας συμπεράσματα.

Δ.Λ.: Εγώ βλέπω ότι μετά την κρίση ξεβράζονται διάφορα και διάφοροι. Και αυτό το βάζω στα θετικά της . Ο κόσμος κάνει τον δικό του απολογισμό: Ποιος ήμουν, ποιος είμαι και τι θέλω να γίνω.

Ηθοποιοί – κομπάρσοι

σε πάρκα ψυχαγωγίας

Δ.Λ.: Το θέατρο πάντοτε περνούσε κρίση. Υπήρχε πάντοτε κρίση οικονομική, αλλά τώρα υπάρχει κρίση ηθική. Πάντοτε οι περισσότεροι φυτοζωούν και κάποιοι λίγοι – αλλά πολύ λίγοι – ζουν πλούσια. Αν στους 9.000 ηθοποιούς οι 20 έχουν λεφτά, τι σημαίνει αυτό; Αυτό που συνέβαινε παλαιότερα ήταν ότι η τηλεόραση έδινε λεφτά σε νέους ηθοποιούς, οι οποίοι γλυκαίνονταν στην αρχή, αλλά μετά δεν μπορούσαν να συντηρήσουν το ίδιο επίπεδο ζωής. Ξέρεις τι φοβάμαι περισσότερο για τους νέους ηθοποιούς; Να μας πετάξουν ένα κόκαλο κι εμείς να τρέξουμε για να το γλείψουμε. Κι έτσι να είμαστε ευχαριστημένοι.

Μ.Κ.: Καταργούνται αυτονόητα δικαιώματα, το να έχουν οι ηθοποιοί πέντε ώρες πρόβα. Σε παίρνουν τηλέφωνο και σου λένε «πάρε τον ρόλο, γιατί σαν κι εσένα περιμένουν άλλοι εκατό».

Δ.Λ.: Πρέπει να δείτε τους συναδέλφους μας οι οποίοι δουλεύουν στο Alou Fun Park με συμβάσεις κομπάρσων. Μιλάμε για ηθοποιούς που αναγκάζονται να δουλέψουν στο «Τούνελ του τρόμου». Αυτή είναι η δουλειά τους σήμερα. Πλέον δεν μιλάμε για ηθοποιούς που πληρώνονται, αλλά που βάζουν λεφτά από την τσέπη τους. Οταν κάποιος μου προτείνει να συμμετάσχω σε ταινία μικρού μήκους, αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι δεν θα πληρωθώ, αλλά ότι θα βάλω λεφτά για τις μετακινήσεις, τα έξοδα διαβίωσης, την έρευνα πάνω στον ρόλο.

Μ.Κ.: Το χειρότερο είναι η έλλειψη αγωνιστικής διάθεσης. Αυτό που χρειαζόμαστε και στον δικό μας χώρο είναι οι κινήσεις αλληλεγγύης. Οι μεγαλοπαραγωγοί το εκμεταλλεύονται αυτό. Βρίσκουν πάτημα στην κρίση και χαμηλώνουν τα μεροκάματα. Το δίλημμα πλέον δεν είναι το γνωστό: «λειτούργημα ή επάγγελμα». Το θέατρο αντιμετωπίζεται σαν πάρεργο, σαν πολυτέλεια. Κάτι με το οποίο κάποιος κάνει το κέφι του.

Θέατρα ή μπουζουξίδικα;

Μ.Κ.: Ξέρω ότι έξω ακούγεται κατά κόρον το ερώτημα «πόσα θέατρα αντέχει επιτέλους η Αθήνα;». Εγώ δεν πιστεύω σε αυτό το δίλημμα. Ολα έχουν τον χώρο τους και ο χρόνος θα δείξει αν θα μείνουν ή όχι. Το να υπάρχουν λιγότερα θέατρα θα είναι καλύτερο, δηλαδή;

Δ.Λ.: Γιατί να προβληματιζόμαστε αν πρέπει να υπάρχουν πολλά θέατρα και να μη σκεφτόμαστε αν πρέπει να υπάρχουν πολλά πρακτορεία τυχερών παιχνιδιών, για παράδειγμα;…

Μ.Κ.: …ή μπουζουξίδικα στην Ιερά οδό;

Οι κακοί σκηνοθέτες

Δ.Λ.: Οι ηθοποιοί δεν είναι πάντοτε σωστά εκπαιδευμένοι. Αυτό είναι ένα από τα προβλήματα του ελληνικού θεάτρου. Το σκηνικό ήθος και η κατάρτιση δεν διδάσκονται. Δεν σημαίνει τίποτε το γεγονός ότι έχεις διαβάσει κάποια κείμενα. Το πρόβλημα με τις διάφορες σχολές είναι ότι παίρνουν παιδιά με 16 χρόνια «προϋπηρεσία» στο σχολείο: δηλαδή στη λούφα και στην κοπάνα. Ενας μαθητευόμενος ηθοποιός, όμως, πρέπει να μάθει το ταμείο, τους φωτισμούς, το φροντιστήριο. Πράγματα που δεν αφορούν μόνο την υποκριτική. Το να σιδερώσεις άψογα το πουκάμισο του ηθοποιού που θα ανεβεί στη σκηνή είναι μέρος της εκπαίδευσής σου και όχι οι δέκα δάσκαλοι τον μήνα που τους πληρώνεις 500 ευρώ…

Μ.Κ.: …Οι οποίοι θα διδάσκουν εντελώς εμπειρικά, χωρίς να έχουν σπουδάσει την υποκριτική. Αν κάποιος ξέρει να παίζει, δεν σημαίνει ότι ξέρει και να διδάσκει. Και το κοινό όμως θα μπορούσε να «διδάσκεται» αναλόγως, επειδή νομίζω ότι διψάει για θετικά πράγματα. Δεν ζητάει μόνο τα μεσημεριανά προγράμματα. Είδαμε πέρυσι ότι παρακολούθησε το «Νησί», μια καθ’ όλα αξιοπρεπή τηλεοπτική παραγωγή.

Δ.Λ.: Καταλήγεις έτσι να βλέπεις παραστάσεις όπου όλοι οι ηθοποιοί παίζουν το ίδιο. Γιατί; Επειδή ο κακός σκηνοθέτης δείχνει στον ηθοποιό πώς να παίξει. Και ο τελευταίος για να ευχαριστήσει τον δάσκαλό του αναπόφευκτα τον μιμείται.

Τηλεόραση, όπως «Αμλετ»

Μ.Κ.: Πάντα σκεφτόμουν ότι θα έκανα τηλεόραση με τους δικούς μου όρους. Ετυχε στην περίπτωση του «Καρυωτάκη», που δεν είχε και μεγάλη διαφήμιση. Η Μαρία Πολυδούρη ήταν ένας ρόλος που έπρεπε να χτίσω από την αρχή. Αλλά μου είχαν προτείνει και κάτι εμπορικό που το απέρριψα. Δεν κατηγορώ πάντως κανέναν που κάνει τηλεόραση για να επιβιώσει, αλλά δεν ξεπουλάει τον εαυτό του. Που παίζει έναν τηλεοπτικό ρόλο σαν να παίζει Αμλετ.

Δ.Λ.: Ξέρεις τι σκέφτομαι καμιά φορά; Ορισμένες φορές είναι καλύτερο να μη μου κάνουν κάποια πρόταση, ώστε να πρέπει να επιλέξω.

Κέβιν Σπέισι ή ταράτσες;

Δ.Λ.: Μεταξύ μιας φεστιβαλικής παραγωγής στην Επίδαυρο που φέρνει εισιτήρια και νεανικών ομάδων που πειραματίζονται στο σύγχρονο θέατρο επιλέγω το δεύτερο.

Μ.Κ.: Σίγουρα το δεύτερο. Θα επέλεγα το πρώτο, αν τα εισιτήρια από τις παραστάσεις πήγαιναν στη χρηματοδότηση των νεανικών ομάδων.