Από τις αρχές του περασμένου αιώνα, όλες οι ένοπλες συγκρούσεις ήταν και πόλεμοι προπαγάνδας. Μετά την εισβολή κατά της Ελλάδας στο Μέτωπο της Αλβανίας, η ιταλική πλευρά επιχείρησε να απαξιώσει τους Ελληνες ως «ψεύτες, απολίτιστους, ύπουλους και πεινασμένους» και, στο σύνολό τους, τον ελληνικό λαό και την ηγεσία του ως «υποχείρια των χοντρών αγγλόφιλων κεφαλαιούχων της Αθήνας», ενώ ο Μεταξάς, «αθεράπευτα αγγλόφιλος και γερμανόφιλος», χαρακτηριζόταν «ψευδοφασίστας». «Ψευδοφασιστικές» και «φιλοναζιστικές» θεωρούνταν από τους Ιταλούς και οι διάφορες ακραίες ελληνικές εθνικιστικές οργανώσεις. Μια θορυβώδεις πορεία στην Αθήνα, που είχε οργανώσει η ΕΕΕ (Εθνική Ενωσις «Ελλάς»), ίσως η πιο σοβαρή ελληνική φασιστική οργάνωση, για να εορτάσει μια επέτειο της πορείας του Μουσολίνι στη Ρώμη, λοιδορήθηκε και από τους Ιταλούς και από άλλους ξένους διπλωμάτες.

Τις παραμονές του πολέμου, πάντως, η υποτιμητική απεικόνιση του Σώματος των Ελλήνων Ευζώνων με την «αμφιλεγόμενη» αμφίεση αποτέλεσε πρόσφορο θέμα για την ιταλοφασιστική προπαγάνδα, που φρόντισε να «παίξει» στις εφημερίδες τη γελοιογραφία της ταύτισης του ευζώνου και του σκωτσέζου στρατιώτη: αμφότεροι, εξαιτίας της παρόμοιας γυναικείας αμφίεσης, παρέπεμπαν στη θηλυπρέπεια και, μέσω αυτής, στη δειλία της ελληνοβρετανικής συμμαχίας.

Η ιταλική προπαγάνδα συντονίστηκε με πολλούς τρόπους. Ουσιαστικό ρόλο έπαιξαν η προπολεμική ελληνόφωνη ραδιοφωνική εκπομπή του ραδιοφώνου του Μπάρι και η επιθεώρηση που εξέδιδε και αργότερα η κατοχική ιταλοφασιστική εφημερίδα «Κουαδρίβιο». Η προπαγάνδα αυτή είχε στηριχθεί σε υποτιμητικά σκληρά στερεότυπα για τους Ελληνες, στερεότυπα που είχαν καλλιεργηθεί καθ’ όλον τον Μεσοπόλεμο: «νόθους και βάρβαρους απόγονους της παλαιάς και μεγάλης Ελλάδος» αποκαλούσε τους Ελληνες, το 1922, έπ’ ευκαιρία της Μικρασιατικής Καταστροφής, επίσημη οργάνωση του ιταλικού φασιστικού κόμματος, που ήταν τότε… αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ «ποταπούς λεβαντίνους μπαστάρδους» αποκαλούσε πάλι τους Ελληνες, τις ημέρες της ιταλικής επίθεσης, ο συγγραφέας Κούρτσιο Μαλαπάρτε στην εφημερίδα «Corriere della sera». Ακόμη, «ψεύτες, όπως οι γάτοι» αποκαλούνταν οι Ελληνες και στα προπαγανδιστικά επιστολικά δελτάρια που εξέδιδε το ιταλικό υπουργείο Λαϊκής Κουλτούρας.

Αν στο Μέτωπο ανατράπηκαν μία φορά αυτά τα κλισέ, στην Κατοχή ανατράπηκαν μία δεύτερη. «Οσο προχωρούσε η Κατοχή, γράφει αξιόπιστος αυτόπτης μάρτυρας, ο κρυφός θαυμασμός των Ελλήνων για τη γερμανική πειθαρχία έγινε γρήγορα αποστροφή που εκφραζόταν χαμηλόφωνα (…), καθώς οι Ελληνες θεωρούσαν τους Γερμανούς κλέφτες γιατί τους έβλεπαν να αρπάζουν ο, τι έβρισκαν, όχι μόνο τα χωράφια, αλλά και τα δημόσια και τα ιδιωτικά κτήρια και τις αποθήκες. Ολα ταξίδευαν για τη Γερμανία: όχι μόνο τα τρόφιμα, αλλά και τα κινητά περιουσιακά στοιχεία…» . Το απόσπασμα, διά χειρός του Πάπα Ιωάννη ΚΓ’, κατά κόσμον Αντζελο Τζουζέπε Ρονκλάλι, τότε αποστολικού βικάριου της Αγίας Εδρας σε Ελλάδα και Τουρκία.

Ο Δημήτρης Ε. Φιλιππής διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, στο Τμήμα Ισπανικής Γλώσσας και Πολιτισμού