Το καλοκαίρι του 1946 ο Λούσιαν Φρόιντ ταξιδεύει στο Παρίσι.

Μπαίνει στους καλλιτεχνικούς κύκλους και γνωρίζεται με τον Αλμπέρτο Τζιακομέτι, τον Μπαλτίς και τον Πάμπλο Πικάσο. Εξι μήνες αργότερα αναχωρεί για την Ελλάδα.

Ζει για μερικούς μήνες στον Πόρο με τον φίλο του, επίσης ζωγράφο Τζον Κράξτον.

Τον συγκινούν τα οπωροφόρα δένδρα του Πόρου που συναντά στο διάβα του και τα αποτυπώνει στον καμβά του, ενώ την ίδια εποχή ζωγραφίζει και δύο από τις αυτοπροσωπογραφίες του.

Ανάμεσα στις γνωριμίες που κάνει στην Ελλάδα συναντά και τον νομπελίστα ποιητή Γιώργο Σεφέρη, ο οποίος έχει καταγράψει τη γνωριμία του με τους δύο νεαρούς τότε καλλιτέχνες στις «Μέρες Ε΄, 1945-1951».

«Οταν νύχτωσε, έναστρος ουρανός. Εκείνη την ώρα, ήρθε ο Τζον Κράξτον και ο Λούσιαν Φρόιντ, δύο νέοι ζωγράφοι που τους ακούω από τότε που ήρθα και που τους γνώρισα μόνο χτες. Μένουν στον Πόρο εδώ και μήνες. Τους προστατεύει η Λέιντι Νόρτον. Ο πρώτος, Αγγλος, ο δεύτερος, εγγονός του μεγάλου Φρόιντ. Γλεντούν την Ελλάδα, όπου βρίσκουν πράγματα που τους λείπουν στον τόπο τους. Το φως, κι ένα άλλο είδος ανθρώπινης επικοινωνίας, καθώς λένε. Διασκεδάζουν και με τον Καραγκιόζη που παίζει στο χωριό».