Στην ταινία «Αλήθειες και ψέματα» (1974), ο σκηνοθέτης ακολουθεί τα ίχνη του Ελμίρ ντε Χόρι, ενός αινιγματικού Ούγγρου που διακρίθηκε στην πλαστογράφηση μεγάλων έργων τέχνης
Στην αποβάθρα ενός σιδηροδρομικού σταθμού, φορώντας μαύρη καμπαρτίνα, καπέλο και γάντια, ο άνδρας με την γκρίζα γενειάδα σκαρώνει ένα μαγικό τρικ μπροστά στα έκπληκτα μάτια των παιδιών, μετατρέποντας ένα κλειδί σε μια χούφτα κέρματα. Ο θαυματοποιός δεν είναι άλλος από τον Ορσον Γουέλς, τον μοχθηρό «Φάλσταφ», που αμέσως μάς ενημερώνει ότι η τελευταία του ταινία, με τίτλο «Αλήθειες και ψέματα» («F for Fake»), περιστρέφεται γύρω από «απάτες, κοροϊδίες και πλάνες». Πάνω απ΄ όλα πραγματεύεται «την έννοια του επίπλαστου στο ζήτημα της τέχνης», ένα θέμα αχανές, που ταλανίζει τον συγκεκριμένο δημιουργό από την εποχή του «Πολίτη Κέιν».

Στο «Αλήθειες και ψέματα», ο Γουέλς μοιάζει συνεπαρμένος από την απίστευτη, μυθιστορηματική περίπτωση, του μεγαλύτερου παραχαράκτη τέχνης του 20ού αιώνα. Ειδικευμένος στους μεταϊμπρεσιονιστές, αναντίρρητα αγύρτης και ταχυδακτυλουργός, ο ντε Χόρι μπορούσε να ζωγραφίσει με άνεση, ακόμη και μπροστά σε μια ανοιχτή κάμερα, έναν Ματίς, έναν Μοντιλιάνι ή έναν Πικάσο, αρκεί να του το ζητούσες. Μπορούσε ακόμη και να κάψει κάποιον απ΄ αυτούς στο τζάκι, απόδειξη ότι για κείνον τα «έργα» του δεν είχαν καμιά αξία πέρα από την εμπορεύσιμη. Η ιστορία είναι συναρπαστική: εγκατεστημένος στη Γαλλία αμέσως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ζωγραφίζει δίχως επιτυχίες και πολύ γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγει από την μποέμικη ζωή είναι ν΄ αρχίσει να μιμείται τους «μεγάλους», ειδικότερα εκείνους το έργο των οποίων δεν έχει ακόμη συνολικά καταλογογραφηθεί Κάπως έτσι έρχεται η ώρα για τη μεγάλη ζωή: Ηνωμένες Πολιτείες, Βραζιλία, Ευρώπη, στη δίνη ενός εμπορικού οργασμού! Τον υποψιάζονται σπάνια, ουσιαστικά μόνο μια φορά, το 1952, όταν προτείνει μια σειρά από Μοντιλιάνι και Ρενουάρ στον Φρανκ Πέρις, γκαλερίστα του Λος Αντζελες, ο οποίος κανονίζει να τον συναντήσει κάπου στον δρόμο έχοντας ταυτόχρονα ειδοποιήσει το FΒΙ. Τρία χρόνια αργότερα θα υποτροπιάσει, πουλώντας έναν πλαστό Ματίς στο Μουσείο του Χάρβαρντ, αλλά και ορισμένες ακόμη απομιμήσεις στον Τζόζεφ Φόκνερ, έμπορο και συλλέκτη έργων τέχνης από το Σικάγο. Σιγά σιγά το FΒΙ στρέφει το βλέμμα πάνω του, γρήγορα όμως τα ίχνη του χάνονται.

Ολα αυτά διασκεδάζουν και μαγνητίζουν τον Ορσον Γουέλς, επίσης «σεσημασμένο» παραχαράκτη της αλήθειας, ο οποίος με τον «Πολίτη Κέιν» του πλαστογράφησε ιδιοφυώς τον βίο και την πολιτεία του Γουίλιαμ Ράντολφ Χιρστ, ενώ με την περίφημη ραδιοφωνική φάρσα τού «Πολέμου των κόσμων» συντάραξε ολόκληρη την Αμερική. Το 1973, αποφασίζει να καταπιαστεί με τον Ελμίρ ντε Χόρι, «τον άνθρωπο που πούλησε την ψυχή του στον διάβολο», χαρίζοντάς του τον κεντρικό ρόλο στην τελευταία, ουσιαστικά, ταινία του, η οποία μάλιστα δεν είναι ολοκληρωτικά δική του: ορισμένες σκηνές γυρίζονται από τον γάλλο κινηματογραφιστή Φρανσουά Ρεϊσενμπάκ, ωστόσο ο Γουέλς κρατά για τον εαυτό του τον ρόλο του αφηγητή, εμφανίζεται παρεμβατικά σε ορισμένες σκηνές, ενώ πιστώνεται και με την τελική επεξεργασία του μοντάζ. Η ασύλληπτη ιστορία του Ελμίρ ντε Χόρι, του ανθρώπου με τα πολλαπλά ψευδώνυμα (βαρόνος Ελμίρ φον Χούρι, Ελμίρ Χέρτσογκ, Λουί Κασού, Γιόζεφ Ντόρι κ.ά.), ιντριγκάρει τον Γουέλς ώστε να διερευνήσει σε βάθος, εξωθώντας τελικά τον ίδιο τον ζωγράφο να μιλήσει για την απογοήτευσή του από το γεγονός ότι το «έργο» του δεν αναγνωρίστηκε ποτέ. Ο σκηνοθέτης «ανακρίνει» επίσης τον αμερικανό συγγραφέα Κλίφορντ Ιρβινγκ, βιογράφο του ντε Χόρι, ο οποίος είχε δημιουργήσει μια εξίσου παραποιημένη, αναγνωρισμένη ωστόσο πρόσκαιρα ως επίσημη βιογραφία του επιχειρηματία Χάουαρντ Χιουζ, προσωπικότητας εξίσου εκκεντρικής και αμφιλεγόμενης, που είχε επίσης επηρεάσει τον δημιουργό του «Πολίτη Κέιν». Υπερασπιζόμενος τον εαυτό του, ο Ελμίρ ντε Χόρι προτιμά να μιλά για «αντίγραφα» παρά για «απομιμήσεις», ορκιζόμενος ταυτόχρονα ότι ποτέ του δεν υπέγραψε ούτε πούλησε κάποιον πίνακα σε κανέναν, ισχυρισμό που ο Ιρβινγκ απορρίπτει κατηγορηματικά. Ποιος λέει ψέματα; Ποιος κοροϊδεύει ποιον; Για ποιο λόγο οι «ειδήμονες» ξεγελιούνται; Τι είδους παιχνίδι έπαιξαν οι μεγαλέμποροι της τέχνης και γιατί τώρα σωπαίνουν; Ποια είναι η πραγματική αξία ενός έργου τέχνης; Αναρίθμητα ερωτήματα- πεδία που παγιδεύουν τις σκέψεις του σκηνοθέτη την ώρα που παρατηρεί εξονυχιστικά μια αναπαραγωγή του «Πορτρέτου της Ζαν Εμπιτέρν» του Μοντιλιάνι, όπως τη δημιούργησε ο ντε Χόρι. Μοιάζει το ίδιο αυθεντική με το πρωτότυπο, είναι όμως αυτό τέχνη; «Καμιά σημασία δεν έχει εάν ένας πίνακας είναι αυθεντικός ή κίβδηλος», αποφαίνεται αμέσως ο Κλίφορντ Ιρβινγκ, για τον οποίο «οι αποτιμητές της τέχνης δεν θα έπρεπε να υφίστανται».

Ζωγράφισε ή όχι o Ελμίρ ντε Χόρι έναν πλαστό Μοντιλιάνι; Τι σημασία έχει, από τη στιγμή που είναι ένας τρόπος «να διευρυνθεί το έργο ενός καλλιτέχνη που πέθανε πολύ νέος»; Εφτιαξε στ΄ αλήθεια ή όχι περίπου χίλιους πλαστούς πίνακες, ανάμεσα στους οποίους και μερικοί Ματίς και Πικάσο, που εκτέθηκαν σε μεγάλα αμερικανικά μουσεία; Μακάρι να ήξερε, κανείς δεν ξέρει άλλωστε. Στο κάτω κάτω, ο Βαν Ντάικ δεν ήταν εκείνος που ζωγράφισε αρκετούς πλαστούς Ρούμπενς; Μήπως οι πίνακες του Ντελακρουά δεν ξεπατίκωναν τις μανιέρες των Βατό, Ρούμπενς ή Βελάσκεθ; Ο ίδιος ο δάσκαλος του ντε Χόρι, Φερνάν Λεζέ, δεν είχε ζωγραφίσει ψεύτικους Κορό; Ο Φρανσουά Ρεϊσενμπάκ, γνωστός του ντε Χόρι από παλιότερα, αφού είχε αγοράσει πίνακές του, τους οποίους μάλιστα στη συνέχεια μεταπώλησε σε δεκαπλάσια τιμή, είναι ίσως ικανός να εκστομίσει τη μόνη αλήθεια για κείνον: «Καμιά εξηνταριά ψευδώνυμα, άλλες τόσες προσωπικότητες, άλλα τόσα ψέματα, ωστόσο ένα πραγματικό επάγγελμα: παραχαράκτης».

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η «Daily Εxpress» του Λονδίνου κυκλοφορεί με τίτλο «Ο άνθρωπος που προκαλεί τον κόσμο της τέχνης», από τη στιγμή που γίνεται γνωστός ο σύνδεσμος ανάμεσα στον Ελμίρ ντε Χόρι και τον επίσης ομοφυλόφιλο ατζέντη του, απατεώνα περιωπής, Φερνάν Λεγκρός. Από το 1958 και μετά, σε συνεργασία με τον τότε δεκαεννιάχρονο Καναδό Ρεάλ Λασάρντ και «εν πλήρη αγνοία» του ντε Χόρι (όπως ασφαλώς θα ισχυριζόταν ο ίδιος), ο Λεγκρός θα κατακλύσει την Αμερική με πλαστά έργα τέχνης. Οι Λεγκρός- Λασάρντ θα εφορμήσουν και στην Ιαπωνία, όπου θα καταφέρουν να πουλήσουν μία ελαιογραφία του Αντρέ Ντερέν, μία γκουάς του Ντιφί κι ένα σχέδιο του Μοντιλιάνι, στο Εθνικό Μουσείο Δυτικής Τέχνης του Τόκιο. Η περιπέτειά τους θα πάρει δυσάρεστη τροπή όταν, το 1964, ο Λεγκρός επιχειρεί να σπρώξει 56 πλαστούς Μοντιλιάνι, Ντερέν, Ντιφί και Πικάσο στον Αλγκουρ Χερτλ Μίντοους, τεξανό μεγιστάνα του πετρελαίου, ο οποίος, αντιλαμβανόμενος την απάτη, θα επιδιώξει να σύρει το αμαρτωλό τρίο στη Δικαιοσύνη. Ποτέ, ωστόσο, δεν διαπιστώθηκε αν οι υπογραφές στις «αναπαραγωγές» (ή «αντίγραφα») του ντε Χόρι ήταν προσθήκες κάποι

Μπορούσε να ζωγραφίσει με άνεση, ακόμη και μπροστά σε μια ανοιχτή κάμερα, έναν Ματίς, έναν Μοντιλιάνι ή έναν Πικάσο

ου από τους Λεγκρός ή Λασάρντ. Εγκατεστημένος στην Ιμπιθα από το 1961, ο Ελμίρ ντε Χόρι επωφελείται για ορισμένα χρόνια από αυτό το άκρως επικερδές παρεμπόριο, αποφεύγοντας παράλληλα το αδιάκριτο βλέμμα της αστυνομίας. Εχοντας φτάσει στα όρια της διασημότητας, υπογράφει ένα εξώφυλλο του αμερικανικού περιοδικού «Τime» που απεικονίζει τον Κλίφορντ Ιρβινγκ, έχοντας χρησιμοποιήσει μανιέρα Μοντιλιάνι. Τίποτα δεν μοιάζει ικανό να τον σταματήσει: στις αρχές του ΄70 αποφασίζει ν΄ απεξαρτηθεί από οποιονδήποτε ατζέντη, πολύ γρήγορα όμως η γαλλική Δικαιοσύνη θ΄ ασχοληθεί μαζί του εκ νέου, αιτούμενη την έκδοσή του στη χώρα. Στις 11 Δεκεμβρίου του 1976 και ενώ η διαδικασία έκδοσής του έμπαινε στην τελική της ευθεία, ο Ελμίρ θα καταπιεί μια χούφτα βαρβιτουρικά και θα ξεψυχήσει στα χέρια του συντρόφου του- και προσωπικού του σωματοφύλακα – Μαρκ Φόργκι. Ο Κλίφορντ Ιρβινγκ θα ισχυριστεί ότι ο ντε Χόρι σκηνοθέτησε την αυτοκτονία του, προκειμένου να γλιτώσει το δικαστήριο, ξεγελώντας για μια φορά ακόμη τους γύρω του. Το μυστήριο εξακολουθεί να πλανάται.

Τριάντα και πλέον χρόνια μετά τον πραγματικό ή πιθανολογούμενο θάνατό του, ο Ελμίρ ντε Χόρι δεν έχει ξεχαστεί: πριν από μήνες το Μουσείο της Πόλης του Σεντ Πίτερ στη Μινεσότα διοργάνωσε μια έκθεση αφιερωμένη σ΄ εκείνον, την ώρα που αρκετές από τις λιθογραφίες του (όπως η «Οδαλίσκη»- παραχάραξη του Ματίς) βρίσκονται προς πώληση στο eΒay. Επίσης, αναφέρεται από το πανκ συγκρότημα Τhe Stranglers στους στίχους του τραγουδιού τους «Νo more heroes», ενώ ένας χαρακτήρας που του μοιάζει πολύ περιλαμβάνεται στην ανολοκλήρωτη ιστορία «Ο Τεν Τεν και η Αλφ Αρτ (σ.σ: στα ελληνικά έχει μεταφραστεί ως «Αλφ-Αρτ»), ύστατη παρακαταθήκη του δημιουργού του Τεν Τεν, Ερζέ. Καταπώς φαίνεται, αυτός ο εξ ανάγκης ή εκ φύσεως αγύρτης εξακολουθεί να συναρπάζει και μετά τον θάνατό του.