Ξεκίνησαν με ένα όνειρο τρελό, ολοκλήρωσαν τις σπουδές τους, αλλά στην αρχή της διαδρομής σκόνταψαν στη σκληρή πραγματικότητα.

Οι «καλλιτέχνες των 700 ευρώ» δεν το βάζουν κάτω. Αντί για τη σκηνή ψάχνουν την τύχη τους στις τηλεοπτικές διαφημίσεις, στα σχολεία των φυλακών, στα ταμεία του Φεστιβάλ Αθηνών, στα clubs και τα τηλεπαιχνίδια

ΣΤΕΛΛΑ ΜΑΤΑΛΑ ζωγράφος

Από την ΑΣΚΤ στις φυλακές

Είναι απόφοιτος της Σχολής Καλών Τεχνών αλλά και της ΑΚΤΟ στον τομέα της αρχιτεκτονικής εσωτερικών χώρων. Δούλεψε για αρκετά χρόνια ως σχεδιάστρια σε αρχιτεκτονικά γραφεία μέχρι που τα πράγματα για τις κατασκευαστικές, και επομένως και για τους σχεδιαστές, δυσκόλεψαν. Ακολούθησαν περιστασιακές ενασχολήσεις: από τις κατασκευές για ένα παιδικό θέατρο στην Αργυρούπολη μέχρι το ταμείο αθηναϊκού βιβλιοπωλείου. Πέρσι εργάσθηκε ως ωρομίσθια στο Γυμνάσιο που λειτουργεί στις φυλακές στον Ελαιώνα Θηβών, από το οποίο δεν έχει ακόμα πληρωθεί. «Ηταν μια δυνατή εμπειρία, πρώτη φορά στην Εκπαίδευση. Από το προστατευμένο περιβάλλον της σχολής αντιμέτωπη με την πραγματικότητα», λέει. Παράλληλα με τη διδασκαλία στις φυλακές πήρε την απόφαση να ανοίξει ένα εργαστήριο ζωγραφικής για παιδιά και ενηλίκους στη Θήβα, όπου παραδίδει μαθήματα δύο ημέρες την εβδομάδα. «Από τον Μάρτιο, εξάλλου, άρχισε η συνεργασία με την γκαλερί “Τerre d΄ artistes”, όπου διάφοροι απόφοιτοι της Καλών Τεχνών πουλάμε έργα μικρών διαστάσεων σε χαμηλές τιμές. Επιδίωξη μου από ΄δώ και πέρα, πάντως, είναι οι δουλειές να μη μου αφαιρούν ώρες από τον προσωπικό χρόνο. Το εξασφαλισμένο μηνιαίο έσοδο έχει το κόστος της έλλειψης χρόνου. Προτιμώ, λοιπόν, να ζω με αυτό που λέγεται “ανασφάλεια”, να ετεροαπασχολούμαι σε δουλειές με μικρή χρονική δέσμευση, ώστε να επιβιώνω αλλά και να μπορώ να αφιερώνω τον περισσότερο χρόνο μου στη ζωγραφική. Αποφάσισα πως θα ζω και με λιγότερα χρήματα αν χρειαστεί για κάποιο διάστημα, ή θα μοιραστώ το σπίτι μου προκειμένου να αναπτύξω αυτό που θέλω».

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΠΟΥΡΑ χορεύτρια κλασικού χορού

Λάτιν αντί για μπαλέτο

Το παιδικό της όνειρο ήταν να εγκαταλείψει το σχολείο και να ταξιδέψει στο εξωτερικό για να χορέψει στην Οπερα. «Σκεφτόμουν, για παράδειγμα, την Αυστρία απ΄ όπου κατάγεται η μητέρα μου, επειδή τα πράγματα εκεί είναι διαφορετικά. Πας από μικρός στη σχολή της Οπερας, κάνεις οκτώ χρόνια μάθημα, κάθεσαι έναν χρόνο δόκιμος και μετά χορεύεις κανονικά. Στην Ελλάδα με τη Λυρική δεν είναι έτσι, γι΄ αυτό και έδωσα εξετάσεις για την Ανώτερη Επαγγελματική Σχολή Χορού “Κονταξάκη”». Η διαδικασία από ΄κεί και πέρα, λίγο πολύ γνωστή: από τους συνολικά διακόσιους αποφοίτους που βγαίνουν κάθε χρόνο από τις σχολές χορού, οι πενήντα θα κάνουν οντισιόν και από αυτούς η Λυρική θα πάρει τελικά τους τέσσερις, γιατί έχει ήδη και τις δικές της χορεύτριες από προηγούμενες χρονιές. Οι υπόλοιποι, αν δεν γίνουν καθηγητές, θα πρέπει να συνηθίσουν την απραξία. «Ή, το πολύ πολύ, να δουλέψουν σε μπουζούκια, κλαμπ ή τηλεπαιχνίδια. Στη δική μου περίπτωση, επειδή έπρεπε να βγάζω τα έξοδά μου, προτίμησα να διδάξω λάτιν από το να ασχοληθώ με κάτι άσχετο. Φέτος βέβαια τυχαίνει να μην εργάζομαι, γιατί θέλω να αφοσιωθώ στο πτυχίο μου. Του χρόνου όμως σκέφτομαι σοβαρά να ξαναδιδάξω λάτιν, αν δεν βρω δουλειά ως καθηγήτρια μπαλέτου. Ξέρω ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο εύκολα.

Το κλασικό χάνεται σιγά σιγά, γιατί πλέον δεν έχει τόση ζήτηση όσο το χιπ χοπ ή οι λάτιν χοροί. Παρ΄ όλα αυτά θα το παλέψω μέχρι τέλους. Θα περνάω από οντισιόν στη Λυρική για όσο μπορώ να χορεύω. Ετσι, για να μη μου μείνει απωθημένο».

ΣΟΦΙΑ ΚΟΥΚΟΥΛΑ ηθοποιός

Από τις πίστες στο ταμείο του φεστιβάλ

«Οταν το 2006 γράφτηκα στη Δραματική Σχολή Αρμένη η κατάσταση φάνταζε στο μυαλό μου ιδανική», λέει. «Ημουν μικρή, μόλις είχα τελειώσει το σχολείο και δεν είχα ιδέα για τις δυσκολίες του χώρου ούτε όμως και για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σινάφι. Ολα ήταν ρόδινα, μέχρι το πρώτο εμπόδιο: την αναξιοκρατία. Αν είσαι γιατρός ξέρεις ότι θα σπουδάσεις και κάποια στιγμή θα ανέβεις. Στην περίπτωση των ηθοποιών, όταν δεν έχεις γνωριμίες είναι δύσκολο να προχωρήσεις». Διαφορετικά τι συμβαίνει; «Πρέπει να βρεθείς στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή, όπως συνέβη όταν γνώρισα τον Αλέξανδρο Ρήγα σε ένα μπαρ και μου πρότεινε να συνεργαστούμε στο “Κόκκινο Δωμάτιο”». Πριν από τη συμμετοχή της στο σίριαλ δούλευε ταμείο σε νυχτερινά μαγαζιά. Κάποια στιγμή ένας φίλος της πρότεινε να δουλέψει στο ταμείο του Φεστιβάλ Αθηνών. «Μου άρεσε η ιδέα, δέχθηκα και κάπως έτσι τα τελευταία χρόνια είμαι υπεύθυνη των ταμείων στην Πανεπιστημίου. Εκτός του ότι μπορώ να δω το backstage των παραστάσεων, η δουλειά αυτή μου αρέσει γιατί είναι συναφής με τις σπουδές μου. Με αυτήν τη λογική, άλλωστε, μου προσέφεραν και τη θέση στο Φεστιβάλ». Την υποκριτική πάντως δεν την εγκαταλείπει εύκολα. Τα τελευταία δύο χρόνια εμφανίζεται με το ΔΗΠΕΘΕ Ρούμελης και φέτος συμμετέχει στην παράσταση της Κάρμεν Ρουγγέρη «Περσέας και Ανδρομέδα». «Αν και θα ήθελα μελλοντικά να μπορώ να ζήσω αποκλειστικά από το θέατρο, ξέρω πολύ καλά πως για να αντεπεξέλθω οικονομικά θα πρέπει να δουλεύω όλη τη σεζόν σε παραστάσεις. Χειμώνα-καλοκαίρι. Κάτι που προς το παρόν είναι αδύνατο».

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΛΠΑΚΙΔΗΣ ηθοποιός

Σποτάκια αντί για ρολάκια

Με το θέατρο άρχισε να ασχολείται γύρω στο 1990, στο Βερολίνο. Οταν επέστρεψε στην Ελλάδα ύστερα από πέντε χρόνια, μια τυχαία γνωριμία με τον Γιώργο Κιμούλη τον οδήγησε στη δραματική σχολή, απ΄ όπου αποφοίτησε το 1999. Η αλήθεια είναι ότι ανέβηκε στο σανίδι για λίγες παραστάσεις. Αλλά μέχρι εκεί. Ο βιοπορισμός παρέμενε μεγάλος βραχνάς. Ηταν τότε που κάποιοι γνωστοί του έδειξαν τον δρόμο της διαφήμισης. «Επειδή έλειπα χρόνια από την Ελλάδα και δεν ήξερα πώς λειτουργεί ο χώρος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι για την καριέρα του ηθοποιού τότε δεν θεωρούνταν καλό πράγμα η διαφήμιση, απέρριπτα τις προτάσεις. Αισθανόμουν έξω από τα νερά μου. Οταν όμως αργότερα αντιμετώπισα σοβαρό οικονομικό πρόβλημα άλλαξα γνώμη και αποφάσισα πλέον να ασχοληθώ με τις διαφημίσεις». Τα λεφτά ήταν καλά. Δούλευε για μία ημέρα και έβγαζε το ενοίκιό του και τα καθημερινά έξοδα για μεγάλο διάστημα. «Για τέσσερα-πέντε χρόνια ζούσα μόνο από τη διαφήμιση, εδώ που τα λέμε». Το πρώτο σποτ ήρθε το 2000 για τον Καραμολέγκο και στη συνέχεια για τη Χιουντάι. Συνέχισε με την Τράπεζα Πειραιώς και τελευταία ήταν η καμπάνια της Τellas. «Δεν έχω μετανιώσει. Την κάθε διαφήμιση την βλέπω σαν ένα ρολάκι, σαν ένα ωραίο σίριαλ στην τηλεόραση. Με βοήθησε ως προς την αναγνωρισιμότητά μου, αλλά για το θέατρο δεν φτάνει μόνο αυτό για να εξασφαλίσεις κάτι καλό». Ευτυχώς, ύστερα από πέντε χρόνια στην «έρημο», ήρθε η ώρα για έναν θεατρικό ρόλο. Από αυτόν τον μήνα συμμετέχει στην παράσταση «Ο τυχαίος θάνατος ενός αναρχικού» (Ντάριο Φο), σε σκηνοθεσία του Σπύρου Παπαδόπουλου.