Υπάρχουν ερωτευμένοι που παραιτούνται από την επιθυμία της καινούργιας αρχής όταν ο έρωτάς τους μοιάζει ανίκητος και παρότι νιώθουν δυνατοί να τινάξουν τον παλιό τους κόσμο στον αέρα. Τι προκαλεί τη μεταστροφή τους; Αυτήν την κατάσταση διερευνά η Ελένη Γιαννακάκη.

Τα πολλά πρόσωπα του έρωτα και οι πολλές παγίδες του, η ανάγκη για ανεξαρτησία και η ανάγκη για δέσμευση, οι παλιές αγάπες και οι καινούργιοι ενθουσιασμοί, το ρίσκο που είναι έτοιμος να πάρει ο ερωτευμένος και οι φόβοι που τον πολιορκούν, η σεξουαλική έλξη που δεν μπορεί να εξελιχθεί σε αγάπη, τα κοινωνικά στερεότυπα και η διάλυσή τους, οι «υγιείς» και οι «νοσηρές» σχέσεις, οι «ζωντανές», οι «πεθαμένες», οι ανολοκλήρωτες… Είναι ατέλειωτες οι παραλλαγές του ερωτικού πάθους και η λογοτεχνία είναι ίσως η μόνη που μπορεί να συλλάβει τις περισσότερες αποχρώσεις του. Ετσι, συνεχίζοντας τη σειρά των καλοκαιρινών αναγνωσμάτων τους, «ΤΑ ΝΕΑ» κάλεσαν πέντε γυναίκες και πέντε άντρες συγγραφείς που έχουν σκαλίσει στα βιβλία τους τις ερωτικές σχέσεις στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες και έχουν αναγνωριστεί από την κριτική, να αφηγηθούν από έναν δύσκολο έρωτα. Είναι η Ελένη Γιαννακάκη, η Αντζελα Δημητρακάκη, η Αγγέλα Καστρινάκη, η Δήμητρα Κολλιάκου και η Ελενα Μαρούτσου, καθώς και οι Χρήστος Αστερίου, Κωστής Γκιμοσούλης, Σωτήρης Δημητρίου, Κώστας Κατσουλάρης και Ανδρέας Μήτσου που ζωντανεύουν ιστορίες όχι και πολύ εύπεπτες, όχι και πολύ «ροζ». Στα διηγήματά τους, που δημοσιεύονται από σήμερα, θα συναντήσει κανείς την 25άρα με τον 16άρη, τον καθεστωτικό ποιητή με την αντικαθεστωτική φουρνάρισσα, τον καθηγητή με τη μεταπτυχιακή φοιτήτρια, τους παλιούς εραστές που κουβαλάνε είκοσι χρόνια σχέσης στις καρδιές τους αλλά δειλία στις ζωές τους, καθώς και τους εραστές της μιας νύχτας που αντέχουν τον σαδομαζοχισμό αλλά όχι την αγάπη… Αλλά θα συναντήσει και τον αρραβωνιαστικό που το ΄σκασε, και την αγρότισσα της Κατοχής που μαγεύτηκε από τη θέα του Γερμανού, ακόμα και τον ψαρά με τη γοργόνα… Η ερωτική αλλά και η ερωτογραφική λογοτεχνία έχει μεγάλη παράδοση στην Ευρώπη και στην Εγγύς, Μέση και Απω Ανατολή, αλλά όχι στην Ελλάδα (με την εξαίρεση του Εμπειρίκου). Εδώ, το αναγνωστικό κοινό αποζητά τα μυθιστορήματα γυναικείας ευαισθησίας που βρίθουν από ερωτικά κλισέ και υπηρετούν την ισοπεδωτική κοινωνική ορθότητα. Οι «Επικίνδυνες σχέσεις»και η«Γκαμιανί»,τα μυθιστορήματα του Καουαμπάτα ή της Ογκάουα, η Σάρα Ουότερς και ο Αλαν Χόλινχερστ, η ανθολογία ερωτικών διηγημάτων που διάλεξε ο Τζέφρι Ευγενίδης κ.ά. θα αργήσουν να γίνουν μπεστσέλερ στα μέρη μας. Παρ΄ όλα αυτά, δεν είναι λίγοι οι έλληνες συγγραφείς που εξερευνούν τα μυστήρια της ερωτικής επιθυμίας. Μεταξύ τους και οι συμμετέχοντες σε τούτη τη σειρά. Οι ιστορίες που θα διαβάσουμε φωτίζουν τον έρωτα ως δύναμη της ζωής που συχνότερα χειραγωγείται παρά απελευθερώνεται (να κάτι που θα πρέπει να μας προβληματίσει) και που υπακούει σε γυναικείους αλλά συχνότερα σε ανδρικούς κώδικες. Δεν θα διαβάσουμε εδώ συνταγές και ελιγμούς για το πώς να δέσουμε τον ερωτικό μας σύντροφο, αλλά θα διαβάσουμε για το τραύμα του έρωτα που μένει ανεπούλωτο για να μη δηλητηριαστεί, όπως θα διαβάσουμε και για το αναπάντεχο του έρωτα που διαψεύδει τα κοινωνικά στερεότυπα. Θα διαβάσουμε για τη δύναμη της φυσικής έλξης και για τη σπανιότητα της συναισθηματικής δέσμευσης, αλλά ποτέ για τη ματαιότητα του έρωτα. Διότι ο έρωτας είναι ανίκητος.

Το κουδούνι. Ετυχε να ’ναι στο χολ.

Η φωνή του στο θυροτηλέφωνο με

αδημονία: Ελα, άνοιξε… Βαθιά

ανάσα. Φαντάστηκε την πόρτα να παρα-

μερίζει με προσπάθεια και μετά να κλεί-

νει δυο βήματα πίσω του μ’ ένα κλακ.

Oριστικό. Τώρα βαδίζει προς το ασαν-

σέρ… το χέρι του στο στρογγυλό πόμο-

λο… ετοιμάζεται ν’ ανοίξει… ή μήπως το

περιμένει να κατέβει; Μια ματιά στον κα-

θρέπτη. Ναι, είναι όμορφη, πολύ όμορ-

φη, ξαναμμένη, ζωντανή, νέα, έξυπνη,

δεν πρέπει να το ξεχνάει, αξίζει πολλά,

αξίζει καλύτερα. Το ’λεγε στον εαυτό της

διαρκώς πριν γυρνώντας για να μην το

ξεχνάει, της το ψιθύριζε ο Πάνος στο αυ-

τί όλο το απόγευμα, της το ’χε φωνάξει κι

η ταλαίπωρη η μάνα της χρόνια πριν, μα

τι του βρήκες του κοντοπίθαρου του κα-

θηγητάκου που για να διορισθεί θα πάρει

πρώτα σύνταξη! Ποια;, εκείνη που χήρα

τώρα και με μια ψωραλέα σύνταξη έχει

πέσει πάνω τους για γηροκόμημα φρο-

ντίζοντάς τους ως αντάλλαγμα το παιδί!

Oπως και να ’χει, αν την είχε ακούσει, λί-

γο αν σκεφτόταν πιο λογικά τότε, δεν θα

βρισκόταν τώρα σε αυτή τη θέση. Αβέ-

βαια βήματα, μπρος – πίσω, τα χέρια μι-

σάνοιχτα στο πλάι, τι να κάνει τώρα, τι να

πρωτοκάνει τα λίγα λεπτά που της μέ-

νουν; Προς την πόρτα του παιδιού. Κοι-

μάται. Και της μάνας της η ανάσα ρυθμι-

κή, ανίδεη. Την έκλεισε απαλά και με δυο

βήματα – τόσο μικρό το χολ τους άλλω-

στε! – πίεσε προς τα κάτω το χερούλι της

εξώπορτας.

Το φωτάκι του ασανσέρ στο κόκκινο.

Oπου να ’ναι θα εμφανιστεί η καμπίνα

σαν μια φωτεινή οριζόντια γραμμή στην

αρχή και μετά λαμπερό τετράγωνο, πα-

ραλληλόγραμμο. Κι όλα θα τελειώσουν

μετά. Εντάξει, ή τώρα ή ποτέ! Μα καλά,

πώς κάνει έτσι; Αφού το σκέφθηκε, το

αποφάσισε, είναι προετοιμασμένη για

όλα, για όποια τροπή κι αν πάρουν τα

πράγματα. Δεν θα κωλώσει τώρα, έτσι;

Εχει κάνει τόσες πρόβες μέσα της. Τα

’χει μάθει απ’ έξω τα λόγια.

Το αποφάσισε οριστικά έτσι καθώς κα-

τηφόριζε γρήγορα, σχεδόν πετώντας, τη

Συγγρού κι ο αέρας έφευγε μ’ ένα ελα-

φρύ βόμβο σαν φτεροκόπημα προς τα πί-

σω στα ιδρωμένα της μάγουλα και στα

χυμένα ανάκατα μαλλιά, αλλά εκείνη εί-

χε ξαναβρεί το νήμα, ένιωθε, και το στέρ-

νο της φούσκωνε ώς επάνω με μια πρω-

τόγνωρη δύναμη, είχε ξαναποκτήσει

νόημα ο εαυτός της κι η ζωή της, η μέχρι

τώρα κι αυτή που θα ’ρθει, που θα ’ρχό-

ταν, είχε ξαναγαπήσει τον εαυτό της ξαφ-

νικά, πλάσμα των δικών του χεριών κι

άγαλμα των ματιών του, λιμάνι νιόσκαφο

εκείνη για πάρτη του, που η καρίνα του

πάντα προσεγγίζει με σοφία κι αλάθητο

ένστικτο τον μυχό, αλλά και πείρα, έτσι

της έλεγε για το λιμάνι της, σίγουρος για

τους συνειρμούς που εκτοξεύει ολόγυρα

σαν σπινθήρες, της τα ’λεγε πάνω σε

στιγμές τελείωσης απόλυτης κι εκείνη πέ-

θαινε με μιας και ξαναγεννιόταν άλλος

άνθρωπος, μόνο γι’ αυτόν σκεφτόταν και

του το ’λεγε, κομματάκι, εξάρτημα, μέ-

σο, ειδώλιο, κόλπος απάνεμος μόνο για

το δικό του σκάφος, αγλαϊσμένη απ’ το

φως της σοφίας του, καθηγητής της στο

μεταπτυχιακό γαρ, έρμαιο στη ρητορική

του δεινότητα, καθηγητής της στο μάθη-

μα της Επικοινωνίας πιο συγκεκριμένα,

όλος ο θαυμασμός της γι’ αυτόν καιρό

τώρα, καιρόν πριν εντελώς τυχαία φαι-

νομενικά πέσουν ο ένας στην αγκαλιά

του άλλου, κι όλος ο σεβασμός της γύρ-

ναγε μπούμερανγκ κι αντανακλόνταν τώ-

ρα πάνω της, ναι, τον θαύμαζε τον εαυ-

τό της και τον σεβόταν και τον αγαπούσε

όσο ποτέ δεν τον αγάπησε 25 χρόνια τώ-

ρα, γιατί απλώς τον λάτρεψε εκείνος.

Ετσι της έλεγε τουλάχιστον.

Oχι, αυτό δεν θα μπορούσε άλλο να συ-

νεχιστεί. Δεν είναι αυτή φτιαγμένη για δι-

πλή ζωή. Αυτή που δεν μπορούσε να πει

ψέμα και να κοιτάξει μετά τον άλλο στα

μάτια. O Σωκράτης θα καταλάβει, αργά

ή γρήγορα. Πάντα καταλαβαίνει ο Σω-

κράτης. Αν και το τρικυμισμένο του πρό-

σωπο την πονάει ήδη πριν καν το αντι-

κρύσει. Μα θα το αντέξει! O γιος της δεν

χρειάζεται να καταλάβει γιατί είναι μόνο

δύο. Κι ώσπου να μεγαλώσει έχει καιρό

η ίδια να σκεφθεί, να στρογγυλέψει λίγο

τα επιχειρήματα που θα τον πείσουν, θα

υπάρξουν και καινούργια επιχειρήματα

εν τω μεταξύ. Η μάνα της δεν θα κατα-

λάβει φυσικά, αλλά δεν έχει και τόση ση-

μασία πια, γιατί οι μάνες των κοριτσιών

δεν καταλαβαίνουν ποτέ, ούτε πριν αλλά

ούτε και μετά. Είναι άλλωστε πολύ αργά

γι’ αυτήν, αφού ο Σωκράτης τής έχει εξη-

γηθεί σπαθί, όπως θα της πει για μια ακό-

μη φορά, παρ’ ότι ήξερε εκείνος πως αυ-

τή δεν τον ήθελε για γαμπρό από την αρ-

χή αρχή! Oχι, η μάνα της είναι η μόνη που

δεν θα καταλάβει. Γιατί στις μανάδες πο-

τέ δεν αρέσουν τα ρίσκα, ειδικά στις νη-

σιώτισσες μανάδες, τα οποιαδήποτε ρί-

σκα, μα κυρίως αυτά των αποκαταστη-

μένων θυγατέρων, μα δεν θα κάτσει ν’

ασχοληθεί. Ή τώρα ή ποτέ είναι γι’ αυτήν!

Θα πάρει το ρίσκο αυτή που ποτέ δεν τόλ-

μησε μέχρι τώρα, σαν τζογαδόρος θα τα

παίξει όλα για όλα κι αυτό θα είναι το κέρ-

δος τελικά, να πέσει και να σηκωθεί μό-

νη της, να ματώσει τα γόνατα και να συρ-

θεί και ν’ αναδυθεί στην επιφάνεια μετά

μόνο σαν πιάσει πάτο, γιατί χαζή δεν εί-

ναι, κι ούτε και τρέφει αυταπάτες, ο Πά-

νος δεν θα ρισκάρει ποτέ τίποτα γι’ αυ-

τήν, για το λιμάνι της, κι ούτε θα βουτήξει

να την ανταμώσει στον βυθό, γιατί του

Πάνου του αρέσει να ρισκάρει από ψηλά

καραβοκύρης μόνο κι αρμενίζοντας, πά-

ντα γι’ αυτόν αυτή θα είναι η γκόμενα,

έστω και η εκλεκτή, για κάποιον καιρό

ακόμη ίσως. Και ταυτόχρονα θα ’ναι πά-

ντα περήφανος για τη γυναίκα του, συ-

νομήλική του κι όχι 20 χρόνια μικρότερη

όπως η ίδια, περήφανος για τα συγγράμ-

ματά της και για την εκλεκτή της καριέ-

ρα, ίσως καλύτερη ακόμη κι από τη δική

του, λέει όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, και

προς τιμήν του.

Το ασανσέρ προσγειώθηκε μπροστά της

μ’ έναν γδούπο όπως πάντα. Ενας όγκος

από μέσα, η σκιά του, μα τι κρατάει; Το

φως του απλώνεται αργά στο δάπεδο

προς τη μεριά της, είχε ξεχάσει ν’ ανάψει

το φως του διαδρόμου. O Σωκράτης όρ-

θιος μπροστά της κρατώντας αγκαλιά, με

την οθόνη να εφάπτεται στο στήθος του,

έναν υπολογιστή. Το λουρί της δερμάτι-

νης τσάντας με τα λυσάρια των Μαθημα-

τικών κρεμασμένης στον δεξί του ώμο

μόλις φαινόταν.

– Ελα, κράτησε λίγο την πόρτα.

– Για σένα, ματάκια, της είπε, ξεφορτώ-

νοντας το βάρος προσεκτικά στο τραπέ-

ζι της κουζίνας. Για να μη μου λες πως

θέλεις να γράψεις μα δεν μπορείς πάνω

σε κωλόχαρτα γεμάτα μουτζούρες. Εχω

αφήσει τον πύργο κάτω, ξανακατεβαίνω

να τον πάρω.

– Μα πώς, πού τα βρήκες τα λεφτά; Δεν

έχουμε, το είπαμε, το παιδί…

– Τι σε νοιάζει εσένα; Αυτό είναι δικό μου

θέμα. Ενας συνάδελφος στο φροντιστή-

ριο, κομπιουτεράς τον συναρμολόγησε,

καινούργιος, άψογος, απλώς δεν τον πή-

ρα έτοιμο δηλαδή, από μαγαζί… Θα του

δίνω τα λεφτά λίγα λίγα, του είπα, απ’ το

καινούργιο ιδιαίτερο που φώναζες να

μην το πάρω. Τώρα όταν σ’ αφήνω μόνη

θα ’χεις παρέα αυτόν εδώ, δεν θα παρα-

πονιέσαι, θα γράφεις… Τι να γίνει, στο

τραπέζι της κουζίνας προς το παρόν, μέ-

χρι να πάμε σε μεγαλύτερο σπίτι…

Τη βρήκε στο κρεβάτι μπρούμυτα βου-

τηγμένη στα δάκρυα σαν γύρισε. Καμιά

σχέση με τον υπολογιστή, του είπε, πώς

θα μπορούσε;, τον ευχαριστεί τόσο… μα

τόσο, του το ’πε και πριν… Να, εκείνο το

καδράκι όμως σκεφτότανε, είπε, πάνω

απ’ το τραπέζι της κουζίνας, με το ψαρο-

κάικο να βγαίνει απ’ το λιμάνι. Κι έλεγε

αλήθεια. Θα κάθεται και θα γράφει και

θα το κοιτάει είχε σκεφθεί λίγο πριν κι

ένιωσε κάπως… να, δεν ξέρει, ειλικρινά

δεν ξέρει πώς της ήρθε ξαφνικά αυτό,

απόψε ειδικά… ειδικά απόψε… της έχει

λείψει όμως η Τήνος κάποια χρόνια τώρα

και του το ’χει πει, δεν το ’χει;… ναι, θα

γράφει και θα το κοιτάει, σκέφτεται…

Πραγματικά δεν ήξερε. Oύτε κι εκείνος

βέβαια, πόσω μάλλον, κι ούτε θα μπο-

ρούσε ποτέ να καταλάβει, να φανταστεί,

να συσχετίσει τα ασυσχέτιστα, τόσο τυ-

χαία η εικόνα, τόσο μπανάλ, το εύρημα,

δεν ήταν εύρημα!, η διέξοδος της συγκί-

νησης, του πόνου τέλος πάντων… Κι ού-

τε και τώρα ξέρει. Πόσα χρόνια μετά; Απ’

τις αρχές του ’90. Το ’92 νομίζει ήτανε.

Απλώς τα θυμήθηκε όλ’ αυτά προσπα-

θώντας να απαντήσει αυτήν την πρώτη

ερώτηση για τη συνέντευξη στην εφημε-

ρίδα κάτω από τον γενικό τίτλο «Τα κου-

ζινικά του Συγγραφέα», που της έστειλαν

με e-mail σήμερα το πρωί. Τόσο χαζή! Τι

θα πει, πώς πρωταρχίσατε να γράφετε;

Oλοι κι όλες κάπως αρχίζουν κάποτε και

γι’ άπειρους λόγους, που ίσως ύστερα

από 20 τόσα χρόνια να μη θυμούνται καν.

«Oταν μου έφερε ο άντρας μου τον πρώ-

το υπολογιστή» πληκτρολόγησε γρήγο-

ρα και μετά τελεία. Θα μπορούσε να αρ-

χίσει και με «επειδή» αντί για «όταν», αλ-

λά ούτε κι αυτό θα απέδιδε την κατά-

σταση με μεγαλύτερη ακρίβεια. Κι ούτε

ακόμη ξέρει αν έφταιγε ο υπολογιστής

καν. Ε, και τι σημασία έχει πια, σκέφθη-

κε και προχώρησε στην επόμενη ερώ-

τηση.

Η Ελένη Γιαννακάκη είναι συγγραφέ-

ας και ζει στην Αγγλία. Γνωστότερα

έργα της τα: «Περί ορέξεως και άλ-

λων δεινών», «Τα Χερουβείμ της μο-

κέτας», «Σναφ»

ΤΗ ΔΕΥΤΕΡΑ: Το διήγημα

του Xρήστου Αστερίου

«Μπορνχόλμερστρασε»