Το αριστούργημα του Ευριπίδη «Τρωάδες» παίζεται αυτή την περίοδο στο θέατρο Νέου Κόσμου με τη Λυδία Κονιόρδου ως Εκάβη
Το 1960, αλίμονο 50 χρόνια πριν, μια ομάδα φοιτητών της Φιλοσοφικής Σχολής αποφασίσαμε, σε δύσκολες συνθήκες και οικονομικές και λογοκριτικές, να εκδώσουμε ένα περιοδικό, όπου θα δημοσιοποιούσαμε τις απορίες, τα ερωτήματά μας, τις έρευνές μας και τις τολμηρές μας προτάσεις για τα προβλήματα της επιστήμης μας. Κανένας από τους τότε αρθρογράφους δεν χάθηκε στον δρόμο, έμειναν και κάπου ο καθένας ευδοκίμησε: Γ. Μπαμπινιώτης, Λαμπρινουδάκης, Φαράκλας, Ζίας, Τουλουμάκος, Ευαγγελάτος, Ελένη Καραΐνδρου, Δεληβοριάς, Πετρονότης, Σβολόπουλος, Δεσπίνης κ.ά.

Στο πρώτο τεύχος αυτού του περιοδικού «Εστιάς» (που το εντόπισα την άλλη χρονιά στη συλλογή της Βρετανικής Βιβλιοθήκης!) είχα γράψει το πρώτο μου θεωρητικό κείμενο για τα ερμηνευτικά προβλήματα του αρχαίου δράματος. Θυμίζω πως το 1960 στις αρχαίες ορχήστρες κυριαρχούσε η Σχολή του Εθνικού Θεάτρου (Ροντήρης, Κ. Μιχαηλίδης, Μινωτής, Σολομός) και λοιδορούμενη η άποψη Καρζή. Μόλις είχαν αποτύχει οι πρώτοι «Ορνιθες» του Κουν και σε πέντε χρόνια θα πρότεινε τραγική λύση με τους «Πέρσες». Οι νεώτεροι ήταν ακόμη και βιολογικά και πνευματικά αγέννητοι.

Τότε λοιπόν έθετα τα προβλήματα της αναζήτησης φόρμας που να αντέχει να σηκώσει κυρίως τους τραγικούς (για την κωμωδία και η πρόταση Σολομού-Σταύρου-Χατζιδάκι-Βακαλό και του Κουν-Χατζηδάκι-Τσαρούχη-Ρώτα έδειχναν προς ευοίωνες λύσεις). Τότε ο Θεοδωράκης δεν είχε προτείνει μέσω των ιδιοφυών του «Φοινισσών» στην παράσταση του Μινωτή (1961) την αναφορά του στο βυζαντινό μέλισμα και τους λαϊκούς δρόμους (ο Χατζιδάκις δεν το είχε τολμήσει στη «Μήδεια» του Μινωτή, αλλά το αποθέωσε στη «Λυσιστράτη» κ.λπ.).

Εγραφα λοιπόν στο καταγωγικό μου εκείνο κείμενο πως η φόρμα της ορθόδοξης λειτουργίας χρωστούσε τα πάντα, εξαιτίας της σπουδής του είδους, στην Αθήνα της παρακμής του Μεγάλου Βασιλείου που την έγραψε για να τη συντομεύσει ο Ιερός Χρυσόστομος, στη δομή και στα συστατικά στοιχεία της κλασικής τραγωδίας (επεισόδια- χορικά- στάσιμα- αγγελικές- ευαγγελικές ρήσεις, θυμέλη- αγία τράπεζα, ημιχόρια, φορητές εικόνες- περίακτοι κ.λπ.).

Ισχυριζόμουν εξάλλου πως οι τρεις τρόποι απαγγελίας της λειτουργικής πρακτικής (αναγνώσματα- στιχηρός λόγος, ψαλμοί) εύρισκαν αναλογικές λύσεις στο τραγικό ιδίωμα.

Με είχε σημαδέψει ο τρόπος που ο δάσκαλός μου Ροντήρης δίδασκε το πρώτο στάσιμο της Ορέστειας (Ω! Δία Παντοδύναμε και νύχτα αγαπητή- στη μετάφραση του Γρυπάρη) παραπέμποντας ηχητικά και κινησιολογικά στο «Ανω σχώμεν τας καρδίας» ή στο «Ευλογία Κυρίου και έλεος έλθοι εφ΄ ημάς» (τόσο γερμανοθρεμμένος που έλεγαν οι ανίδεοι!).

Χωρίς, ανοήτως, να πιστεύω πως κάποιοι επιγενόμενοι διάβασαν το άρθρο μου στην «Εστιάδα» (τέτοιο καλάμι ποτέ δεν καβάλησα), είμαι βέβαιος πως οι αναζητητές προσώπου, οι διαπορούντες γνήσιοι καλλιτέχνες και οι έχοντες πνευματική συνάφεια με τη ρίζα των λαϊκών μορφών (είτε αυτές ήταν μέλη είτε χοροί είτε ρυθμοί είτε εικαστικές συμβολοποιήσεις) έψαχναν και εύρισκαν κάθε φορά από ένστικτο ή από μελέτη φόρμες, μοτίβα, ρυθμούς και σημαίνοντα σύμβολα, μελίσματα και χειρονομημένο λόγο στην παράδοση. Και δεν ντρέπονταν να το κάνουν (όσο κι αν ωρύονταν οι ντιλετάντηδες), όπως δεν ντρέπονταν οι Αμερικάνοι (ο Γκέρσουϊν π.χ.) να αντλούν από τη νέγρικη μουσική και τα γκόσπελ, οι Ιταλοί από την ταραντέλα, οι Αγγλοι από το τσίρκο και το μιούζικ χολ, οι Ρώσοι (π.χ. ο Αϊζενστάιν) από το λειτουργικό δράμα και οι Γερμανοί (Βάγκνερ, Ράινχαρτ) από τα μεσαιωνικά τους δρώμενα.

Οι λαϊκοί χοροί μενουέτο, ρόντο, φαραντόλ, ζίγκα έγιναν ρυθμοί και τρόποι της συμφωνικής μουσικής στην Ευρώπη και στον τόπο μας όταν οι χοροί του Ροντήρη χόρευαν αναλυμένους καλαματιανούς και του Κουν τσιμπημένο ζεϊμπέκικο ανατρίχιαζαν οι ευρωπαϊκές μαϊμούδες ενώ άκουγαν τους ουγγρικούς χορούς του Μπραμς και τις Πολωνέζες του Σοπέν: οι αστοιχείωτοι!

Χωρίς να έχω χώρο και χρόνο να αφηγηθώ την ερμηνευτική εποποιία του αρχαίου δράματος τα τελευταία 50 χρόνια με τα λάθη, τις στρεβλώσεις, τα φιάσκα, αλλά και τις ανατάσεις της, θα πω εν πυκνώ πως μεταφραστές (Τ. Ρούσσος, Γ. Χειμωνάς, Γ. Βαρβέρης, Γκανάς, Βαλτινός, Ζενάκος, Μπελιές, Στεφανόπουλος, Κολώτας, Π. Μελλάς, Χουρμουζιάδης, Πασχάλης), μουσικοί (Θεοδωράκης, Αντωνίου, Μαμαγκάκης, Μαρκόπουλος, Ξαρχάκος, Λεοντής, Κουρουπός, Χριστοδουλίδης, Κυπουργός, Μικρούτσικος, Χάλαρης, Γαζουλέας, Χριστιανάκης, Πασχαλίδης κ.λπ.), σκηνογράφοι-ενδυματολόγοι (Φωτόπουλος, Πάτσας, Μεντζικώφ, Χρυσικοπούλου, Θόδωρος, Τάκης, Παπαντωνίου κ.λπ.) και βέβαια σκηνοθέτες, με αρχαιότερο μετά τους δασκάλους τον Ευαγγελάτο και τελευταίο δόκιμο τον Μοσχόπουλο, τις λαϊκές φόρμες δανείστηκαν τροποποιημένες, υπονομευμένες, ανατρεπόμενες αλλά στέρεα αναφορά.

Γι΄ αυτό με απόλαυση και ανάσα είδα την προσπάθεια και τα αποτελέσματα της δουλειάς του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στο κλειστό Θέατρο του Νέου Κόσμου με τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη. Με χαρά αναγνώρισα πόσο είχε αφομοιώσει τα διδάγματα από την παλιά του επαφή με τα λαϊκά αφηγήματα από τις γυναικείες μαρτυρίες των μεγάλων καταστροφών. Ναι, αυτή είναι η γραμμή με όλες τις παραλλήλους της. Χάρηκα τη μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα και χάρηκα την έξοχη δουλειά του Τάκη Φαραζή. Κι άλλη μια φορά λυπήθηκα που πρόπερσι ο πολύς Βασίλιεφ δεν πήρε χαμπάρι το χρυσωρυχείο που είχε ετοιμάσει ο Φαραζής και το έπνιξε στην εικαστική φλυαρία και την κιτσάτη πολυσημία του. Ακούω ερήμην της παράστασης το CD της «Μήδειας» και αναφωνώ: Ιδού, μια ολοκληρωμένη μουσική πρόταση.

Το ίδιο τώρα με τις «Τρωάδες». Οταν έχεις να διεισδύσεις σ΄ ένα λυρικό ρέκβιεμ όπως αυτήν την τραγωδία του Ευριπίδη, όταν το ένστικτο και η γνώση μαζί σε πάνε στα ηπειρώτικα μονοφωνικά πεντάσημα μελίσματα και στα μανιάτικα μοιρολόγια, δεν είναι μια λύση. Είναι Η ΛΥΣΗ. Οπως θα ήταν, για να εξηγούμαι, η λύση των ανάλογων τελεσμάτων και μελισμάτων για έναν Κογκολέζο (σκηνοθέτη της τραγωδίας) τα μοιρολόγια του λαού του και για ένα Ιάπωνα του δικού του λαού (θυμηθείτε τη «Μήδεια» του Χίρα).

ΙΝFΟ

«Τρωάδες» του Ευριπίδη στο θέατρο Νέου Κόσμου (Αντισθένους 7, Θαρύπου, Φιξ. τηλ.

210.92900

Παλλόμενο συναίσθημα


Ο Θεοδωρόπουλος εφεύρε μια σοφή, λιτή, λειτουργική φόρμα για να ερμηνεύσει το αριστούργημα του Ευριπίδη χωρίς ψευτολαϊκισμούς, γραφικότητες και ρητορικές αντιπολεμικές. Ο χορός του ήταν από τα καλύτερα επιτεύγματα των τελευταίων χρόνων.

Είχε ήθος και ποιητικό μέγεθος. Η Στελλάτου που το κίνησε άλλη μια φορά έδειξε πως ο χορός του αρχαίου τραγικού ιδιώματος δεν έχει καμιά σχέση με τον ευρωπαϊκό «χορό», αλλά όπως ο λόγος είναι μουσική έκφραση των συναισθημάτων, η κίνηση είναι σωματική μουσική έκφραση των συναισθημάτων. Προσωπικά θα ήθελα χαμηλότερους τόνους και ρητορική δεινότητα μετριότερη των δύο θεών που είναι πάντα αισθητικό και ιδεολογικό πρόβλημα σ΄ αυτό το έργο που πάντα ακουμπά στο σήμερα (οι θεοί είχαν χαντακώσει και την πρόταση Τσαρούχη εξάλλου). Το λέω γιατί η Ιωάννα Κανελλοπούλου (Αθηνά) ως μέλος του χορού είχε μια έξοχη ώριμη παρουσία. Από τα μέλη του χορού που δεν μετείχαν στη διανομή αναφέρω την Αιμιλία Βάλβη με τη διαπορούσα μάσκα της, την Ελίτα Κουνάδη και την εκπληκτική στα μελωδικά σόλι φωνή της Δήμητρας Λορεντζάκη.

Ο Τσορτέκης (Ταλθύβιος)

στο δεύτερο μέρος του συνταρακτικός, η Καλλιμάνη (Ανδρομάχη) εξαίσια φιγούρα με πάθος και λογική απελπισία, η Αμαλία Τσεκούρα (Ελένη) ωραία πρόκληση και αγία αφέλεια και ο Μιχάλης Οικονόμου (Μενέλαος) θαυμάσιος αμετανόητος κερατάς. Η Μαρία Κίτσου (Κασσάνδρα) που εκτιμώ απεριόριστα, τράβηξε στα άκρα ένα ρόλο μεγάλη παγίδα και τον φόρτωσε ώς τον κορεσμό.

Η Κονιόρδου είναι πλέον η αναμφισβήτητη μεγάλη τραγωδός του παρόντος. Μουσικό σώμα, παλλόμενο συναίσθημα, μέγεθος πάθους και άκρα σεμνότητα.