ΕΝΑΝ ΚΛΑΣΙΚΟ «ΕΛΛΗΝΑΡΑ» ΕΝΣΑΡΚΩΝΕΙ ΣΤΟΝ

«ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ ΣΤΗ ΔΥΣΗ», ΤΗ ΝΕΑ ΤΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ

ΓΑΒΡΑ, Ο ΙΕΡΟΚΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ, ΠΟΥ ΖΕΙ

ΜΕ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΝΑ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣΕΙ.

«Έγινα ηθοποιός από το πάθος που είχα για τον κινηματογράφο, έβλεπα τρεις με τέσσερις ταινίες την ημέρα» μας λέει. Στο πέρασμά του από τον «Παράδεισο στη Δύση» του Κώστα Γαβρά «γράφει» ως κλασικός, κονομημένος Ελληνάρας, που με τη σύζυγό του (Άννυ Λούλου) τσακώνονται διαρκώς, μαζεύουν τον νεαρό μετανάστη της ταινίας και τον πετάνε από το τζιπ τους στο πουθενά, στα χιονισμένα βουνά της Ελβετίας, όπου έχουν πάει για σκι!

Πόσο αντιπροσωπευτικό δείγμα του σημερινού Έλληναείναι ο Ελληνάρας που παίζετε στο φιλμ του Κώστα Γαβρά;

Πρόκειται για αντιπροσωπευτικό δείγμα του εύπορου και αμόρφωτου Έλληνα, που έχασε την αυθεντικότητα του λαϊκού ανθρώπου επειδή τα κονόμησε, έγινε ανάλγητος, χωρίς να τον ενδιαφέρει τίποτα. Δεν έχει ιδεολογία. Είναι ένας λούμπεν που έγινε κατάσταση πραγμάτων, μεσαία τάξη στην ελληνική κοινωνία. Αντιπροσωπεύει τη λούμπεν μικροαστική κοινωνία, αλλά δεν είναι σε άνθηση!

Ποιοείδος είναι σε άνθηση,οι γιάπηδες;

Διανύουμε ένα μεταβατικό στάδιο, όσο για τους Έλληνες γιάπηδες είναι μια θλιβερή συνομοταξία γιατί στην Ελλάδα δεν υπήρχε το οικονομικό υπόβαθρο για να αναπτυχθεί το είδος. Έτσι, οι Έλληνες, που το παίζουν γιάπηδες όπως οι ξένοι, είναι φτωχομπινέδες μαϊμούδες- γιάπηδες. Είναι θλιβερό θέαμα, αν υπάρχουν κιόλας…

Πόσο έχει γίνει Ευρωπαίος ο Έλληνας ύστερα από 30 χρόνια στην Ευρωπαϊκή Ένωση;

Αφού δεν έχει γίνει Ευρώπη η ίδια η Ελλάδα, πώς να γίνει Ευρωπαίος ο Έλληνας; Από τη Δύση πήραμε την οικονομία τους, χωρίς να πάρουμε τίποτα από την οργάνωση και το καθημερινό αίσθημα περί συλλογικότητας και υπευθυνότητας. Θέλουμε να είμαστε και ανατολίτες, και αναρχικοί, αλλά και χλιδάτοι. Ε, κάτι τέτοιο το μόνο που μπορεί να δημιουργήσει είναι εξαμβλώματα, γιατί είναι αφύσικο. Γι΄ αυτό είναι αφύσικος ο σημερινός Έλληνας! Η βασική αιτία που έγινε ηθοποιός ήταν ο κινηματογράφος, παραδέχεται ο 49χρονος Θεσσαλονικιός Ιεροκλής Μιχαηλίδης. Ξεκινώντας από τους Άγαμους Θύτες, δεν «κόλλησε» και προχώρησε στο θέατρο παίζοντας έργα Τένεσι Ουίλιαμς, Ιάκωβου Καμπανέλλη, Γρηγορίου Ξενόπουλου, Άντον Τσέχωφ, Εντουάρντο Ντε Φιλίπο και Αριστοφάνη. «Μα η μαγεία της σκοτεινής αίθουσας και κατόπιν αυτή των γυρισμάτων των ταινιών δεν συγκρίνεται με τίποτα άλλο» παραδέχεται. «Παλιά έβλεπα 6-7 ταινίες τη βδομάδα, τώρα ντρέπομαι που δεν βρίσκω τον καιρό, κι είναι ζήτημα αν βλέπω 5-6 τον χρόνο» λέει, ενώ από δίπλα μας περνάει ο Κώστας Γαβράς «μέσα από τον οποίο ταξίδευσα στον παράδεισο του κινηματογράφου του», ψιθυρίζει με τη γνωστή αμεσότητα του ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης. Κι όταν του επισημαίνω πόσο εντυπωσιασμένος είμαι από την απλότητα και την ανθρώπινη ζεστασιά του διάσημου Έλληνα σκηνοθέτη, παρατηρεί πως «οι σημαντικοί άνθρωποι είναι απλοί, για να είσαι απλός, πρέπει να είσαι ευφυής, η απλότητα είναι επιλογή ζωής».

Πώς βλέπετε τον ελληνικό κινηματογράφο σήμερα;Το γεγονός ότι πολλές ελληνικές ταινίες, κυρίως κωμωδίες,σκίζουν στα ταμεία,τι σημαίνει;

Να ξεκαθαρίσω ότι οι όροι «εμπορικές» ή «ποιοτικές» ταινίες δεν είναι αντίθετες έννοιες, μπορεί κάλλιστα να συνυπάρξουν σε μια ταινία όπως η «Πολίτικη κουζίνα». Αλλά, η πλειοψηφία των ελληνικών ταινιών που κάνουν εμπορική επιτυχία είναι τηλεοπτικής αντίληψης, άρα, απλώς ψυχαγωγικά φιλμ χωρίς καλλιτεχνική αξία».

Έτσι, όμως, μπορεί να… παρεξηγηθείτε τολμάω να πω, αλλά με κόβει: «Ξέρω, ξέρω, από την άλλη πλευρά και για πολλά χρόνια, πλήθος ελληνικών ταινιών ήταν δήθεν ποιητικά ή βαθυστόχαστα φιλμ μιμούμενα το έργο μεγάλων ξένων σκηνοθετών, με αποτέλεσμα να γίνονται βαρετά…».

Ύστερα από 25 χρόνια στο θέαμα, ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης για ένα είναι πάνω από όλα ευχαριστημένος: «Θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου που κάνω πράγματα που αγαπάω. Δεν μπορώ να κάνω κάτι που δεν μου αρέσει. Ή άσπρο ή μαύρο, γκρίζο δεν υπάρχει στη δουλειά μου».

Το όνειρος της σκηνοθεσίας

Έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό από κωμικούς ρόλους, αλλά δεν παίζει συχνά καθαρά κωμικούς ρόλους: «Μου αρέσουν οι ρόλοι στους οποίους συνυπάρχουν και το κωμικό και το δραματικό, το πικρό και το σαρκαστικό στοιχείο», διευκρινίζει. Και όταν τον ρωτώ αν πίσω από αυτό το πάθος του για το σινεμά- έχει παίξει σε έξι ταινίες με πιο γνωστή την «Πολίτικη κουζίνα»- κρύβεται ένας νέος σκηνοθέτης, ξαφνιάζεται ευχάριστα και παραδέχεται: «Σχεδόν το έχω δρομολογήσει αυτό! Είμαι αυτοδίδακτος στο σινεμά, στη Θεσσαλονίκη δεν υπήρχε σχολή κινηματογράφου. Υπάρχει έτοιμο σενάριο, όχι δικό μου, που συνδυάζει δραματικά με κωμικά, ειρωνικά, σαρκαστικά στοιχεία. Γι΄ αυτό βρήκα και πολύ ενδιαφέροντα τον ρόλο στον «Παράδεισο στη Δύση». Πιστεύω ότι λίαν συντόμως θα πάρει τον δρόμο της η ταινία που ονειρεύομαι. Και μόνο η πρόκληση της σκηνοθεσίας με κινητοποιεί τρομερά, μου δίνει μεγάλη χαρά και ενέργεια». Στη ΤV, πάντως, εμφανίζεται- έχει παίξει σε 12 σειρές!- αλλά έχει ξεκάθαρη άποψη γι΄ αυτήν: «Η τηλεόραση δεν είναι τέχνη, είναι ένα ψυχαγωγικό μέσο. Σαν τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ ενός μυθιστορήματος με λογοτεχνική αξία κι ενός αφηγήματος. Κι αφού δεν μπορώ να κάνω πολύ σινεμά, κάνω τηλεόραση που είναι υποκατάστατο του σινεμά, ο καλύτερος τρόπος να κάνω καθημερινή εξάσκηση. Και τα χρήματα, βέβαια-, οι Έλληνες ηθοποιοί από την τηλεόραση ζούμε!».

ΣΤΑΘΜΟΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΟΥ

1960: Γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου.

1982: Αποφοίτησε από τη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.

1983-1989: Ιδρυτικό μέλος δύο μικρών θεατρικών σχημάτων της Θεσσαλονίκης όπου έπαιξε σε 14 έργα.

1990: Δημιουργεί με άλλους ηθοποιούς και μουσικούς το σατιρικό μουσικοθεατρικό σχήμα «Άγαμοι θύται» στο οποίο συμμετέχει γράφοντας, παίζοντας και σκηνοθετώντας για επτά χρόνια.

1991-1996: Συνεργασία με το ΚΘΒΕ και την «Πειραματική Σκηνή Τέχνης» σε 8 έργα.

1997: Έρχεται στην Αθήνα. 2000: Βραβείο β΄ ρόλου στην ταινία «Πίσω πόρτα» του Γιώργου Τσεμπερόπουλου.

2003: Παίζει στην «Πολίτικη κουζίνα» του Τάσσου Μπουλμέτη. 2006: Πρωταγωνιστεί στις «Ιστορίες του αστυνόμου Μπέκα» στην τηλεόραση.