«Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει αλλά και ποτέ δεν ανασταίνεται», λέει ο Παύλος Μάτεσις. Είναι φανερό ότι μοιράζεται ένα συναίσθημα απογοήτευσης που διακατέχει μεγάλη μερίδα πολιτών, αλλά με τις κεραίες του δημιουργού επιχειρεί να του δώσει ιστορικό βάθος. «Αυτό συμβαίνει ήδη από το 200 π.Χ., που άρχισε να φθείρεται με τις επιδρομές των βαρβάρων, και μετά που κατακτήθηκε από το Βυζάντιο- γιατί άλλο Βυζάντιο, άλλο Ελλάδα – μέχρι την κατάκτηση από τους Τούρκους και την ανακήρυξη του νέου ελληνικού κράτους. Αλλά και μετά το 1832, που ουσιαστικά την ελευθέρωσαν οι ξένοι, όλο κάνει μια καινούργια αρχή και όλο αποτυχαίνει», λέει.

«Τι να θυμηθεί κανείς; Θλιβερές απόπειρες όπως του 1897; Ή την ηθική καταδίκη του αντάρτικου; Οι άνθρωποι που ανέβηκαν στο βουνό, ανεξάρτητα από τους απώτερους σκοπούς και τις επιθυμίες των αρχηγών, θα έπρεπε να θεωρούνται όσιοι. Αντίθετα, μετά την απελευθέρωση προδόθηκαν και τα πράγματα αντιστράφηκαν. Βέβαια, ως μικρό κράτος είμαστε εξαρτημένοι από τις δολοπλοκίες των ισχυρών, της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Οι Άγγλοι, που πάντα μας καταδιώκουν, έβαλαν και τότε το χέρι τους. Σήμερα, που έχουν μικρότερη ισχύ, το κάνουν διά του Τύπου και του κουτσομπολιού».

Περί θεάτρου και κοινωνίας συζήτησε πρόσφατα σε εκδήλωση του «Μegaron Ρlus» με τον Ιάκωβο Καμπανέλλη και τον Κώστα Γεωργουσόπουλο. Δεν θέλει να μιλήσει γι΄ αυτό. Θέλει να μιλήσει για τη «φθορά» που ζούμε σήμερα: «Υπάρχει μια φθορά στο ήθος του Έλληνα πολίτη. Ίσως είναι η κούραση, και η κούραση οδηγεί σε εκτροπή της ορθής λογικής. Είναι μια κόπωση από τις πολλές προσπάθειες και τις πολλές αποτυχίες. Αυτή η φθορά είναι ύπουλη, γιατί περίπου παροτρύνει και εξωθεί ακόμη και όσους κάνουν σωστά τη δουλειά τους ως πολίτες και ως εργαζόμενοι προς μια αίσθηση ματαιοπονίας. Έτσι, πολίτες καλών προαιρέσεων συμπαρασύρονται προς τη φθορά».

Όλα αυτά ο θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος τα συνδέει με την πολιτική: «Έχουμε να δούμε ηγέτη από την εποχή του Ελευθερίου Βενιζέλου. Αυτή η απουσία παίζει τρομακτικό ρόλο. Βέβαια ο πολίτης που ψηφίζει δεξιά πρέπει να γνωρίζει ότι η παράταξή του φέρει το άλγος όλων των κακουργημάτων της πολιτικής- δικτατορίες, βασιλείες κ.λπ. Από την άλλη, και ο αριστερός χώρος έχει φέρει απογοήτευση, όπως δείχνει μια ψύχραιμη παρατήρηση των ποσοστών του ΚΚΕ, το οποίο ποτέ δεν μπόρεσε να τα αυξήσει. Σέρνει βέβαια και τα του σοβιετικού καθεστώτος που ξεπεράστηκε».

«Η φθορά του ήθους είναι ύπουλη, γιατί εξωθεί ακόμη και όσους κάνουν σωστά τη δουλειά τους ως πολίτες και ως εργαζόμενοι προς μια αίσθηση ματαιοπονίας»

«Οι ήρωές μου είναι πρόσφυγες»


«Στο μυθιστόρημα είμαι λαθρεπιβάτης», λέει ο Παύλος Μάτεσις, του οποίου τα μυθιστορήματα μεταφράζονται σε πολλές γλώσσες. Πρόσφατα στην Τσεχία μεταφράστηκε ο «Παλαιός των ημερών» ενώ η «Μητέρα του σκύλου», που είχε ήδη μεταφραστεί, θεατροποιήθηκε από τον γνωστό Τσέχο συγγραφέα Πάβελ Κόχουτ και παίζεται εδώ και μήνες με επιτυχία. Τον ζόφο των ημερών τον αντιμετωπίζει ενεργητικά, με μεταφράσεις (τώρα μεταφράζει νουβέλες του Τόμας Χάρντι και «Άμλετ»), επιστροφή στο θέατρο (γράφει δύο έργα), με διαλέξεις (θα δώσει διάλεξη για το έργο του στο μακρινό Ελσίνκι) αλλά και δείχνοντας εμπιστοσύνη στους νέους.

«Είδα σε φεστιβάλ στην Ορεστιάδα την Ομάδα Εν Δράσει, που εδρεύει στον Ταύρο, να παίζει Λαμπίς και μου έκανε εξαιρετική εντύπωση.

Κατόπιν έπαιξαν το «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» σε δική μου μετάφραση. Το καλοκαίρι θα παίξουν ένα έργο δικό μου, την “Εξορία”. Επίσης ξεκίνησα συνεργασία με ομάδα της Καλαμάτας. Ανεβάζουν την “Όπερα της πεντάρας” σε δική μου μετάφραση.

Είχα αποθαρρυνθεί και αποτραβηχτεί από τα θεατρικά πράγματα βλέποντας την κατάσταση που επικρατεί με 200 θέατρα στην Αθήνα. Αυτό καταντάει φαιδρό. Δεν έδινα έργα αλλά και δεν μου ζητούσαν. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι είχα σταματήσει να ασχολούμαι με το θέατρο. Ξέρετε, με επισκέπτονται τα πράγματα. Αν μια ιδέα επιμείνει, ξεκινάω να γράφω.

Και αμέσως ξέρω αν πρόκειται για μυθιστόρημα ή για θέατρο. Άλλωστε και τα μυθιστορήματά μου έχουν μια προφορικότητα. Μυρίζουν θέατρο. Και μου αρέσει να περιφέρω τους ήρωές μου από το ένα μυθιστόρημα στο άλλο, σαν πρόσφυγες. Τη μια πρωταγωνιστές, την άλλη κομπάρσοι».