H λογοκρισία υπήρξε, υπάρχει και θα υπάρχει. Συνήθως διαθέτει διάφορα

προσωπεία που τη νομιμοποιούν, καθιστώντας τη συγχρόνως δυσδιάκριτη·

περιβαλλόμενη όμως τον μανδύα της κρατικής επιβολής, αποκτά την ισχυρότερη και

τρομακτικότερη έκφρασή της.

Ακόμη και όταν η λογοκρισία βασίζεται σε μια ιδεολογική ή αισθητική αντιδικία

μεταξύ ιδιωτών, η απόφαση της διοικητικής ή δικαστικής Αρχής είναι αυτή που θα

επιφέρει τελικά την «επιθυμητή» απαγόρευση και η οποία ισοδυναμεί με τον

προσωρινό ή διαρκή αφανισμό της «ηττημένης» τάσης, στάσης ή έκφρασης. Όπως και

αλλού, έτσι και στη λογοκρισία, το δίκαιο είναι με το μέρος εκείνου που ξέρει

να «επιβάλλει» το δίκιο του. Όπως και αλλού, τα «όπλα» είναι αυτά που

αποφασίζουν την έκβαση της μάχης ή διαμάχης.

Σχετικά με την καλλιτεχνική δημιουργία μπορεί να πει κανείς ότι η λογοκρισία

απαγορεύεται. Το υφιστάμενο θεσμικό οπλοστάσιο για την προστασία της μας

επιτρέπει ­ είτε είμαστε δημιουργοί είτε είμαστε κοινό ­ να αποφανθούμε το

«απαγορεύεται το απαγορεύεται» τόσο για τους εαυτούς μας όσο και για τους

άλλους, χωρίς να κινδυνεύουμε να βρεθούμε εκτός συνταγματικής νομιμότητας.

Δεν είναι τυχαίο βέβαια ότι στην περίπτωσή μας γίνεται λόγος για ελευθερία και

όχι για δικαίωμα (επί) της τέχνης. Ο λόγος είναι ότι τα δικαιώματα, εκτός από

φορέα, έχουν και χορηγό που είναι συνήθως η έννομη τάξη. H ελευθερία της

τέχνης, αντίθετα, δεν χορηγείται. Ενσωματώνεται στα συνταγματικά κείμενα ως

βασική συνιστώσα της κοινωνικής συναίνεσης, αποτελώντας προϋπόθεση της

συνταγματικής άσκησης της κρατικής εξουσίας.

Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το κράτος

υποχρεώνεται σε μια καλλιτεχνική και αισθητική ουδετερότητα· δεσμεύεται να

απέχει από κάθε προσπάθεια μετουσίωσης της τέχνης σε μορφή της γενικής

βούλησης (volonte generale). Επομένως κάθε μορφή λογοκρισίας που προσπαθεί να

προσαρμόσει οποιαδήποτε μορφή καλλιτεχνικής δημιουργίας στις επιταγές της

γενικής βούλησης βρίσκεται εκτός συνταγματικής νομιμότητας.

H ελευθερία της τέχνης δεν σημαίνει βέβαια και ασυδοσία του καλλιτέχνη. H

καλλιτεχνική δημιουργία υπόκειται αποκλειστικά και μόνο σε συνταγματικούς

περιορισμούς που δεν είναι εγγενείς της τέχνης, αλλά του Συντάγματος και

συγκεκριμένα των επιταγών της αρχής της ενότητάς του. Συνεπώς η τέχνη μπορεί

να περιοριστεί, δεν μπορεί όμως να απαγορευτεί. Στον βαθμό δε που η ελευθερία

της τέχνης περιορίζεται, περιορίζει και η ίδια άλλα συνταγματικά αγαθά,

οριοθετώντας τα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο καθίσταται άλλωστε εφικτός και ένας

ορισμός της «ελευθερίας της τέχνης», τη στιγμή που η «τέχνη» μπορεί να μην

περιορίζεται και να μην ορίζεται, ορίζεται όμως η «ελευθερία» της.

Συνεπώς, η συνειδητοποίηση από όλους μας ότι στην καλλιτεχνική δημιουργία η

λογοκρισία απαγορεύεται, ότι στην τέχνη «απαγορεύεται το απαγορεύεται»,

αποτελεί υποχρέωσή μας, αλλά και ύψιστη εκδήλωση του συνταγματικού

πατριωτισμού μας, μια και αυτού του είδους η απαγόρευση συμβάλλει τα μέγιστα

στην εδραίωση της ειρηνικής συμβίωσης.

Ο Γεράσιμος Θεοδόσης είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης

και συγγραφέας.