Μια νύχτα χειμωνιάτικη, ύστερα από ένα άτυχο παιχνίδι του Παναθηναϊκού στη

Λεωφόρο Αλεξάνδρας όπου οι «πράσινοι» έχασαν 1-3 από την πρωταθλήτρια

Ουγγαρίας Φερεντσβάρος και αποκλείστηκαν από το Κύπελλο Πρωταθλητριών Ευρώπης,

κατηφορίζαμε προς το τέρμα της Ιπποκράτους μια συντροφιά φίλων που είχαμε πάει

στο γήπεδο. Ήμασταν φίλαθλοι, εκτός από Παναθηναϊκοί, Ολυμπιακοί και

ΑΕΚτζήδες. Πάνω απ’ όλα, και πέρα από συλλογικές προτιμήσεις, νιώθαμε φίλοι.

Έκανε πολύ κρύο και έριχνε χιονόνερο. Χειμώνας 1965. H πρόταση από τον Πέτρο

ήταν να επισκεφθούμε κάποιο ταβερνάκι. Προβληματιστήκαμε πού θα πηγαίναμε

τελικά, γιατί στους παράλληλους δρόμους (προς του Γκύζη) της Αλεξάνδρας

υπήρχαν τότε πολλά και ωραία κουτούκια. Τελικά επικράτησε η άποψη των φίλων

μας που ανήκαν στον Παναθηναϊκό και τους ακολουθήσαμε στο ταβερνάκι του

Μεϊντάνη, στην οδό Βερναρδάκη, λίγο πιο πάνω από τον κεντρικό δρόμο Κεδρηνού.

Εκεί σύχναζαν ποδοσφαιριστές και φίλαθλοι του Αστέρα Γκύζη, μιας ιστορικής

ποδοσφαιρικής ομάδας που έπαιζε σπουδαίο ρόλο στο πρωτάθλημα A’ κατηγορίας της

Αθήνας, τη δεκαπενταετία 1946-1960. Κοντά μας καθόταν ένας παλιός παίκτης της

ομάδας του Γκύζη, ο Κυριάκος Μαυρής με τη συντροφιά του. Ο καταστηματάρχης, ο

κύριος Παναγιώτης, αφού σερβίρισε δύο κιλά ρετσίνα από τα βαρέλια του, καθώς

και φρεσκοτηγανισμένο μπακαλιάρο με σκορδαλιά, κάθησε στο τραπέζι μας και

μπήκε στη συζήτηση. Ήθελε να πληροφορηθεί γιατί έχασε ο Παναθηναϊκός ενώ

εθεωρείτο φαβορί, αφού στον πρώτο αγώνα στη Βουδαπέστη είχε αποσπάσει ισοπαλία

0-0 από τη Φερεντσβάρος.

Ο Χρήστος, ο Αντώνης, ο Τέλης και ο Τάσος ο ψηλός, από την παρέα μας,

προσπαθούσαν να εξηγήσουν τις ατυχίες που είχαν οι παίκτες του Παναθηναϊκού

εκείνο το βράδυ. Τελικά όλοι στην ταβέρνα του Μεϊντάνη κουβέντιαζαν για τον

Παναθηναϊκό. Προς τα μεσάνυχτα και κάτι, κάποιοι θαμώνες έπιασαν τις κιθάρες

και άρχισε το τραγούδι.

Με αυτές τις αναμνήσεις βρεθήκαμε πάλι στο κουτούκι του «Μεϊντάνη» το οποίο,

εδώ και 15 χρόνια, έχει περάσει στην ιδιοκτησία του Κώστα Βανάκα, κρεοπώλη από

το Κομπότι της Άρτας, που διατηρεί στην ίδια μορφή τη γραφική ταβέρνα του

Γκύζη. Έχει μεγάλο μεράκι ο Βανάκας. Είναι λάτρης της γνήσιας παράδοσης και το

σπουδαιότερο είναι πως έχει μυήσει τον γιο του Δημήτρη να ακολουθήσει την ίδια

γραμμή. H αίθουσα που στεγάζει την ταβέρνα είναι ζεστή, με ένα μεγάλο τζάκι.

Για ντεκόρ υπάρχουν παλιοί πίνακες, καθώς και άλλα παλιά αντικείμενα για να

μας θυμίζουν τα φτωχά αλλά ευτυχισμένα χρόνια. Είχε πολλές παρέες το βράδυ της

περασμένης Τρίτης το μαγαζί. Δύο από τους πιστούς πελάτες, ο Κώστας Μαυρίκης

και ο Θοδωρής Ζέης, πήραν το μπουζούκι και την κιθάρα (που συνήθως είναι

κρεμασμένα στον τοίχο δίπλα στο τζάκι) και άρχισαν να παίζουν θαυμάσια και να

τραγουδούν. Και μαζί με αυτούς τραγουδούσαν και οι άλλες συντροφιές της

ταβέρνας.

H κουζίνα έχει πολλά και ωραία πιάτα, με θαυμάσιες γεύσεις: μπακαλιάρο με

σκορδαλιά, γίγαντες, σαγανάκι, κεφτέδες τηγανητούς, τηγανιά με σάλτσα, γίδα

κοκκινιστή, γίδα βραστή, πατατοσαλάτα, φάβα, πιπεριές ψητές, σαρδέλα ψητή,

γαύρο. Όλα τα κρέατα της ώρας στη σχάρα. Κάθε Παρασκευή και Σάββατο, αρνί

σούβλας και κοκορέτσι. Επιδόρπιο χαλβάς σιμιγδαλένιος. Σερβίρουν ο Κώστας

Βανάκας και ο γιος του Δημήτρης.

Λαϊκή ταβέρνα «Ο ΜΕΪΝΤΑΝΗΣ», Βερναρδάκη 13, Αμπελόκηποι. Τηλ.:

210-6430.644. Ανοιχτά κάθε βράδυ.