Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για το αν οι Μακεδόνες ήταν ή όχι Έλληνες. Στο

θέμα αυτό θα ήθελα να αναφέρω ένα σημαντικό ιστορικό στοιχείο από την αρχαία

ελληνική γραμματεία και συγκεκριμένα από την Ιστορία του Ηροδότου, που πιστεύω

ότι αποτελεί μιαν αποστομωτική απάντηση στις απόψεις των γειτόνων μας.

Μετά την πανωλεθρία στα στενά της Σαλαμίνας το 480 π.X., ο Ξέρξης αποχωρεί από

τον ελλαδικό χώρο, αφήνοντας στην Ελλάδα τον γαμπρό του Μαρδόνιο με έναν

πανίσχυρο και ανέπαφο στρατό, στον οποίο συμμετέχουν, όπως ανέφερα, και οι

μακεδονικές δυνάμεις με επικεφαλής τον βασιλιά Αλέξανδρο A’. Ο Τισαμενός,

μάντης των Ελλήνων στις Πλαταιές, λέει ότι οι οιωνοί είναι ευνοϊκοί γι’ αυτούς

υπό τον όρο να κρατήσουν αμυντική στάση στη συμπλοκή και να μην τολμήσουν να

περάσουν τον Ασωπό ποταμό, που χώριζε τους δύο αντιπάλους. Θα είναι όμως

αρνητικοί αν διασχίσουν πρώτοι αυτοί τον ποταμό και κάνουν επίθεση. Αλλά και ο

Μαρδόνιος είχε λάβει παρόμοιους οιωνούς. H μάχη όμως αργούσε να ξεκινήσει και

ο Μαρδόνιος ανησυχούσε. Κάποια στιγμή αποφασίζει να επιτεθεί, πιστεύοντας ότι

ο στρατός του είναι πιο ισχυρός και οι πιθανότητες νίκης πολύ μεγάλες, παρά αν

περιμένει για καιρό άπρακτος. Καλεί αμέσως τους διοικητές των τμημάτων του και

τους Έλληνες στρατηγούς, ανάμεσά τους και ο Αλέξανδρος, και τους λέει ότι πήρε

την απόφαση την άλλη μέρα το πρωί να επιτεθούν αιφνιδιαστικά ώστε να μην

προλάβουν οι Έλληνες να αντιδράσουν.

Ο Αλέξανδρος αναστατώθηκε από την απροσδόκητη αυτή απόφαση του Μαρδόνιου να

επιτεθούν τόσο ξαφνικά και αποφασίζει, ακόμη και με κίνδυνο της ζωής του, να

ειδοποιήσει τους Έλληνες. Να τι μας διηγείται ο Ηρόδοτος: «… κύλησαν λίγες

ώρες (μετά τη συνάντηση με τον Μαρδόνιο) και όταν στα δύο στρατόπεδα

επικράτησε ησυχία και όλοι έπεσαν σε βαθύ ύπνο, ο Αλέξανδρος ο γιος του Αμύντα

(…) κάλπασε με το άλογό του στο φυλάκιο των Αθηναίων και ζήτησε να δει και

να μιλήσει με τους στρατηγούς τους. Οι περισσότεροι φρουροί έμειναν στη θέση

τους, αλλά μερικοί έτρεξαν να ειδοποιήσουν τους ανωτέρους τους ότι ένας ιππέας

είχε φτάσει από το εχθρικό στρατόπεδο και το μόνο που έλεγε ήταν ότι ήθελε να

μιλήσει στους διοικητές του στρατού, των οποίων γνώριζε και τα ονόματα.

Οι Αθηναίοι ακολούθησαν αμέσως τους σκοπούς στο φυλάκιο και συνάντησαν τον

Αλέξανδρο. Και αυτός τους είπε: «Άνδρες της Αθήνας, εμπιστεύομαι την τιμήν σας

γι’ αυτό που έχω να σας πω. Κρατήστε το μυστικό από όλους, εκτός από τον

Παυσανία, αλλιώς θα με καταστρέψετε. Δεν θα βρισκόμουν εδώ, αν δεν φρόντιζα

για όλη την Ελλάδα. Είμαι κι εγώ Έλληνας την καταγωγή και δεν θέλω να

δω την πατρίδα να ανταλλάσσει την ελευθερία της με τη σκλαβιά (… αυτός

τε γαρ Έλλην το γένος ειμί και αντ’ ελευθέρης δεδουλωμένην ουκ αν εθέλοιμι

οράν την Ελλάδα…)«. Στη συνέχεια τους πληροφορεί για την επικείμενη

επίθεση που σχεδιάζει ο Μαρδόνιος και τους καλεί να είναι έτοιμοι. Και

συνεχίζει με τα ακόλουθα συγκινητικά λόγια:

«… Στην περίπτωση που θα δώσετε ένα αίσιο τέλος, πρέπει να με

θυμηθείτε και να κάνετε κάτι να ελευθερώσετε τη χώρα μου. Διατρέχω

μεγάλο κίνδυνο για το καλό της Ελλάδας»». (Ηρόδοτος, Βιβλίο 9,

Καλλιόπη, παρ. 44 – 45. Μετάφραση B. Αναστασόπουλου και X. Τσάκα, Εκδόσεις

Κάκτος, 1992) Αυτά είπε ο Αλέξανδρος A’.

Τα παραπάνω αποτελούν μιαν ακόμη αποστομωτική απάντηση σε όλα τα αναφερόμενα

από τους πολίτες της γειτονικής χώρας για το αν οι Μακεδόνες είναι ή όχι

Έλληνες. Ίσως η μελέτη και η διδασκαλία του Ηροδότου, αλλά και της αρχαίας

ελληνικής γραμματείας γενικά στα σχολεία τους, να τους βοηθούσε πολύ να

διαπιστώσουν και αυτοί ότι οι Μακεδόνες ήταν πράγματι Έλληνες.

Ο Γιώργος Βαρουφάκης είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών,

επίτιμος πρόεδρος της A.E. ΕΛΟΤ και πρόεδρος του Δ.Σ. της A.E. Χαλυβουργική.