H αντιγραφή και ο ανταγωνισμός της (φθηνής) κινεζικής βιομηχανίας μόδας

απασχολεί σοβαρά τον Τζόρτζιο Αρμάνι. «Την αντιγραφή την αντιμετωπίζεις όπως

και τις κόπιες της Zara: με το να είσαι ακόμα πιο δημιουργικός, να βγάζεις

εξειδικευμένα προϊόντα που τα ανανεώνεις πάρα πολύ γρήγορα. Όμως πώς να

αντισταθείς στα κινέζικα μεταξωτά; Ακόμα κι εμείς, στην Ιταλία, εισάγουμε

κινέζικο μετάξι. Προσπαθούμε να αμυνθούμε με όπλο τη δημιουργικότητα, αλλά δεν αρκεί…»

Τζόρτζιο Αρμάνι, ετών 70. Ο μετρ, ανθηρό κεφάλαιο της ιταλικής οικονομίας και

από τις ελάχιστες περιπτώσεις ανεξάρτητου σχεδιαστή που ο οίκος τού ανήκει

100%, αρχίζει να σκέφτεται τη διάδοχη κατάσταση στην αυτοκρατορία του και

μιλάει για ανεξαρτησία τον καιρό της κινεζικής επέκτασης στη μόδα.

«Σκέφτηκα να αυξήσω το κεφάλαιο της επιχείρησης και να διαθέσω ένα μέρος στους

συνεργάτες μου. Σκέφτηκα και την είσοδο στο Χρηματιστήριο, αλλά τότε θα ήμουν

στο έλεος των χρηματιστών, οι οποίοι χρηματοδοτούν αλλά δεν καταλαβαίνουν και

πολλά από μόδα. Απομένει να πουλήσω ολόκληρη την επιχείρηση. Θα προτιμήσω

αυτήν τη λύση αν ο νέος ιδιοκτήτης συνειδητοποιήσει ότι ο οίκος Αρμάνι πρέπει

να διατηρήσει ακέραιη την ταυτότητά του και τη δημιουργική ομάδα του»,

διευκρινίζει ο κύριος «Made in Italy».

Πριν πέντε χρόνια, ο ιδιοκτήτης του κολοσσού οίκων πολυτελείας LVMH,

Μπερνάρ Αρνό, συναντήθηκε με τον Αρμάνι για να του κάνει προσφορά αγοράς του

κερδοφόρου οίκου του. Ο Αρμάνι όμως με τίποτα δεν δεχόταν να γίνει

μικρομέτοχος στο ίδιο του το σπίτι. Τη στιγμή μάλιστα που οι συλλογές Αρμάνι

αποφέρουν κέρδη και ο μετρ έχει ήδη ανοιχτεί στον χώρο των ξενοδοχείων

πολυτελείας και στις συλλογές επίπλων και διακόσμησης εσωτερικών χώρων.

«Όσοι μπήκαν σε όμιλο πολυτελείας τώρα δαγκώνονται. Οι ιταλικοί οίκοι που

αγοράστηκαν από τον LVMH ή τον PPR-Gucci έχασαν την ταυτότητά τους, γιατί

άλλαξε η καλλιτεχνική τους διεύθυνση. Εμείς έχουμε τη δυνατότητα να

παραμείνουμε ανεξάρτητοι, επενδύοντας το 70% από τα κέρδη μας. Δεν έχουμε την

ανάγκη τραπεζιτών, όπως οι οίκοι Versace και Calvin Klein», σημειώνει ο

Αρμάνι. Και εξηγεί ότι η δύναμη Αρμάνι οφείλεται στο ότι διατήρησε το ύφος της

και δεν διασπάστηκε όπως έκαναν ο Ντομένικο Ντόλτσε και ο Τομ Φορντ στον οίκο

Gucci.

«Ο οίκος αναδιοργανώθηκε για να κρατήσει την άποψή του. Προσέλαβα

οικονομικό διευθυντή από τον Ferragamo, υπεύθυνο επικοινωνίας από τον Calvin

Klein, υπεύθυνο ανθρωπίνων πόρων από την Coca Cola και ανέπτυξα την

επιχείρηση, που αριθμεί σήμερα 4.500 εργαζομένους. Έχει περάσει όμως η εποχή

τού σταρ σχεδιαστή που τα κάνει όλα μόνος του».

Ο Αρμάνι φροντίζει πάντως να διαφημίσει αρκούντως τον οίκο του, για να τον

πουλήσει καλά: «Ο οίκος μας είναι ο θαυματοποιός της μόδας», λέει. «Κερδίζουμε

πολλά χρήματα από το πρετ α πορτέ. Κι ο κόσμος είναι έτοιμος να πληρώσει

παραπάνω γι’ αυτήν την ετικέτα».

Κινεζική «ρουλέτα»

Ακόμα κι ένας ικανός και έμπειρος σχεδιαστής-επιχειρηματίας όπως ο Αρμάνι έχει

να αντιμετωπίσει πέρα από τις συγκεντρωτικές τάσεις της αγοράς της πολυτέλειας

και τον παράγοντα Κίνα. Μία γιγαντιαία αγορά με δυσκολίες διείσδυσης, αλλά με

φτηνό εργατικό δυναμικό, που με την ίδια ικανότητα παράγει μαζικά τις

παραγγελίες της Δύσης ή αντιγράφει τα προϊόντά της και τα πουλάει σε πολύ

χαμηλές τιμές. «Πριν από δέκα χρόνια ξεκινήσαμε στο Πεκίνο, ανοίγοντας μία

μπουτίκ Αρμάνι σε ένα ξενοδοχείο. Δεν πήγε πολύ καλά. Ήταν νωρίς. Πρόσφατα

ανοίξαμε δύο μεγάλα καταστήματα Emporio Armani στη Σαγκάη και τα αποτελέσματα

ήταν τόσο θετικά ώστε σκεφτόμαστε επέκταση με τοπικούς αντιπροσώπους».

Επιμέλεια: Έφη Φαλίδα