Η φυλογενετική εξέλιξη του ανθρώπου από μια κοινή προγονική μορφή, που

υποστηρίχθηκε από τον Δαρβίνο το 1871 στο επαναστατικό σύγγραμμά του

«Προέλευση του ανθρώπου», έχει τις ρίζες της στην προχριστιανική αρχαιότητα,

στις μυθικές Κοσμογονίες, Θεογονίες και Ανθρωπογονίες. Στον σωκρατικό διάλογο

«Πρωταγόρας», ο σοφιστής διηγείται τον μύθο για τη δημιουργία των άλογων ζώων

και των ανθρώπων από τους θεούς: «Υπήρξε εποχή, όταν μόνο θεοί ζούσαν σ’ αυτό

τον κόσμο, τα θνητά γένη των ανθρώπων δεν είχαν ακόμη εμφανιστεί». Όταν έφτασε

επιτέλους η ώρα να δημιουργηθούν και οι άνθρωποι, οι θεοί τους έπλασαν από

χώμα και φωτιά.

Ο Ησίοδος («Έργα και Ημέραι») παραδίδει ότι ο Ζεύς κατακεραύνωσε τους

εξεγερμένους Τιτάνες και δημιούργησε τους «ανθρώπους επαναστάτες» από τη φωτιά

του κεραυνού και τις καιόμενες σάρκες των Τιτάνων. Παρακολουθεί σε συνέχεια ο

Βοιωτός ποιητής τη σταδιακή αύξηση του κακού στον κόσμο των ανθρώπων με την

εναλλαγή των γενεών και διεκτραγωδεί την παρούσα κατάσταση στον κόσμο, όπου ο

πόνος (κόπος) είναι αναπόφευκτο κακό για τον άνθρωπο από τότε που εξέπεσε,

έχασε δηλαδή τον «παράδεισο» (=λέξη περσική που σημαίνει κήπος). Η χρυσή γενεά

των ανθρώπων, που έπλασαν οι αθάνατοι, ζούσαν σαν θεοί, χωρίς λύπες, μακριά

από κόπους και πόνους, για πάντα νέοι. Όταν πέθαιναν ήταν σαν να κοιμούνται. Η

εύφορη γη, πραγματικός «παράδεισος», πρόσφερε με αφθονία τους καρπούς της.

Είχαν όλα τα αγαθά δικά τους, ζούσαν ειρηνικά κι ανέμελα, όπως ο Αδάμνα, «ο

αγαπημένος των θεών» (Ησύχιος, στη λ. αδαμνείν), τον οποίο τιμούσαν στα

μυστήρια της Σαμοθράκης ως τον πρώτο των ανθρώπων. Μετά την «πτώση» οι

άνθρωποι παρέμεναν γυμνοί και άοπλοι. Κλέβει ο Προμηθέας τις τέχνες του

Ηφαίστου και της Αθηνάς και τις δίνει στους ανθρώπους. Πήραν έτσι μερίδιο από

τον κλήρο των θεών, μόνοι αυτοί από τα ζώα. Με την αξιοσύνη τους γρήγορα

σχημάτισαν γλώσσα και λέξεις, συνταιριάζοντας τις συλλαβές. Βρήκαν μόνοι τα

ενδύματα και τα υποδήματα, τα σκεπάσματα και τις τροφές, που τους πρόσφερε

αυτόματα η γη, πριν ακόμη καλλιεργηθεί. Με αυτά τα εφόδια ζούσαν σε σπήλαια,

χωρίς συνοικισμούς και πολιτείες. Αργά ένιωσαν την ανάγκη να χτίσουν πόλεις

για να προστατευτούν. Πίστεψαν σε θεούς, έκτισαν βωμούς και ύψωσαν αγάλματα

θεών. Ένα από τα δώρα του Προμηθέα στους ανθρώπους, πού «σέρνονταν ακόμα σαν

τα μυρμήγκια στα ανήλιαγα κοιλώματα των σπηλαίων», ήταν τα ιστιοφόρα, τα

«θαλασσόπλαγκτα λινόπτερα ναυτίλων οχήματα», όπως τα αποκαλεί με την

απαράμιλλη ποιητική εκφραστική του δύναμη ο Αισχύλος στον «Προμηθέα Δεσμώτη»

(στίχοι 452-454).

Είναι εκπληκτικό! Θα έλεγε κανείς ότι ο ποιητής είχε γνώση της προϊστορίας.

Σύμφωνα με τις πρόσφατες αρχαιολογικές έρευνες, οι κάτοικοι των παράκτιων

περιοχών του ελλαδικού χώρου γνώρισαν τη θάλασσα, πολύ πριν ασχοληθούν με τη

βοσκή των ζώων και την καλλιέργεια της γης. Κατασκεύασαν πλοία πριν ακόμη

βγουν από τα σπήλαια και κτίσουν κατοικίες. Από την ένατη κιόλας

προχριστιανική χιλιετία ναυτικοί εξερευνούσαν με τα πλεούμενά τους το Αιγαίο,

σε μια εποχή, δηλαδή, που οι άνθρωποι εξασφάλιζαν ακόμη την τροφή τους

κυνηγώντας ή συλλέγοντας καρπούς. Πλέοντας νότια προς το νησί της Μήλου

ανακάλυψαν ένα σκουρόχρωμο, διάφανο και σκληρό ηφαιστειακό πέτρωμα, τον

οψιανό. Το έσπαζαν και το χρησιμοποιούσαν για μαχαίρια, ξύστρες, τρυπάνια.

Λεπίδες από οψιανό εμφανίζονται στο σπήλαιο Φράγχθι της Αργολίδας από την

όγδοη χιλιετία π.Χ. ταυτόχρονα με κόκαλα ψαριών, που μαρτυρούν και αυτά με τη

σειρά τους τη στροφή του ανθρώπου στη θάλασσα του Αιγαίου, κοιτίδα του δυτικού

πολιτισμού.

Ο Πέτρος Θέμελης είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας