Ο Ντεριντά είχε την τύχη να δει εν ζωή τις απόψεις του να αναγορεύονται σε

ισχύουσα φιλοσοφία της εποχής του, αλλά και την ατυχία να παλαιώνονται ήδη

πριν από τον θάνατό του. Στην πραγματικότητα, η θεωρία του δεν περιέχει κάτι

το όντως καινούργιο, πλην της ιδέας της «άπειρης σημείωσης», η οποία όμως

είναι χωρίς πραγματικό νόημα. H περίφημη κριτική του της «μεταφυσικής της

παρουσίας» δεν είναι παρά έλεγχος της μεταγλωττισμένης από αυτόν θεωρίας της

αναφοράς, δηλαδή της παλαιάς άποψης για τις σχέσεις των λέξεων με τα πράγματα,

η οποία είχε ήδη καταδειχθεί ως αφελής από αναλυτικούς φιλοσόφους και

γλωσσολόγους.

H μεγάλη επιτυχία της θεωρίας του ήταν αποτέλεσμα περισσότερο του

συναισθηματικού τρόπου με τον οποίο τη διατύπωνε (ο οποίος παρείχε στους

διανοητικά ευσυγκίνητους μια αίσθηση δημιουργικής υπέρβασης των στερεότυπων

αντιλήψεων) και της χρήσης μιας νέας και φανταιζί ορολογίας και ενός

σοφιστικού ύφους, που με τις δυσκολίες και τη σκοτεινότητά του κατόρθωνε να

δώσει στο παλαιό την επίφαση του νέου. H εφαρμογή της μεθόδου του της

Αποδόμησης στην εξέταση των λογοτεχνικών κειμένων δεν πρόσφερε τίποτε στις

λογοτεχνικές σπουδές. Καθώς η μέθοδος αυτή βασίζεται σε μια θεωρία της γλώσσας

γενικά και όχι σε μια θεωρία της λογοτεχνικής γλώσσας, συσκότισε περισσότερο

παρά διαφώτισε τη μελέτη της παραγωγής της λογοτεχνικότητας. Περισσότερο από

σοφιστής υπό μανδύα φιλοσόφου ο Ντεριντά υπήρξε, πιστεύω, ένας διανοητικός

γκουρού. Τα ρητορικά τεχνάσματά του δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τους τρόπους

ορισμένων εκφράσεων του θρησκευτικού μυστικισμού. H ανάγνωση των λογοτεχνικών

κειμένων με την Αποδομική μέθοδο δίνει την αίσθηση λιγότερο μιας κριτικής

προσέγγισης και περισσότερο μιας τελετουργίας. Ότι ο Ντεριντά – εβραϊκής

καταγωγής – δεν κατόρθωσε να αποκοπεί από τον μυστικισμό της εβραϊκής σκέψης

φαίνεται από ορισμένα από τα τελευταία του βιβλία, όπου ταυτίζει την Αποδόμηση

με την οψίμως ανακαλυφθείσα από αυτόν, μοναδική μη αποδομήσιμη, «άπειρη «ιδέα

της δικαιοσύνης»» – ταύτιση την οποία διακήρυττε με τον τρόπο μιας νέας

θρησκείας, της οποίας αυτοαναγορεύτηκε όχι μόνο προφήτης αλλά και, συγχρόνως,

Μεσσίας.

Ο Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας

στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.