Επιτέλους οδικά δίκτυα, υποδομές, ο Προαστιακός, η Αττική Οδός, το Μετρό,

εντυπωσιακά και αναγκαία έργα, που έπρεπε να έχουν γίνει χρόνια πριν. H

παρέμβαση Καλατράβα το πρώτο – ελπίζω όχι τελευταίο – μεγάλο σύγχρονο έργο. Το

κέντρο της Αθήνας μεταμορφώθηκε και καλλωπίστηκε. Για πρώτη φορά πεντακάθαρο –

ευχόμαστε να παραμείνει – μπορείς πια να το περπατήσεις. H ολοκλήρωση των

κτιρίων στο Γκάζι διαμόρφωσε έναν ιδανικό χώρο για πολιτιστικές χρήσεις, τόσο

στις αίθουσες όσο και στον περιβάλλοντα χώρο. Το ιστορικό κέντρο, όμως; Σφύζει

μεν από ζωή, αλλά δεν ξεπερνιούνται εύκολα οι αμαρτίες δεκαετιών. Παρά τα

μουσεία – διαμάντι το Ισλαμικό, κομψό με χαρακτήρα το Κεραμικής Τέχνης – και

τις επισκευές κτιρίων, το ιστορικό κέντρο δείχνει να ασφυκτιά, πριν προλάβει

να κάνει το ντεμπούτο του.

Ως κάτοικος του Κεραμεικού, πήρα γεύση από σουβλάκι, συρτάκι και

ρεμπέτικο πασπαλισμένο με σύγχρονη τέχνη και δεν ματαίωσα το ταξίδι μου στον

Βορρά. Στο τρένο συνάντησα μια παρέα νέων Θεσσαλονικέων που σχολίαζαν την

κάθοδό τους στην Αθήνα. «Εμείς κατεβήκαμε για τον φραμπαλά, φίλε» είπαν,

υπερτονίζοντας με τη γνωστή τους προφορά τη λέξη. Και τον εισέπραξαν.

Τα μυριάδες καθίσματα και τραπεζάκια στην Αποστόλου Παύλου, τα όποία

σημειωτέον έχουν γυρίσει την πλάτη στην Ακρόπολη, δείχνουν ότι ο δήμος, χωρίς

οικονομία και μάλλον ανεξέλεγκτα, παραχωρεί πεζοδρόμια και πλατείες – προς

ίδιον όφελος, χωρίς τον απαιτούμενο σεβασμό στο νέο περιβάλλον. Από την άλλη,

η τσίκνα από τις ταβέρνες-σουβλατζήδικα στο Μοναστηράκι και η μετατροπή της

νέας αυτής πλατείας σε πάρκινγκ μηχανών αναρωτιέμαι αν προσδιορίζουν τον

χαρακτήρα της αναβάθμισης ή είναι προσωρινά σημάδια. Γι’ αυτό δεν με κατέπληξε

το «πάλκο» που στήθηκε στο Θησείο για τα γλέντια, τις νύχτες των Ολυμπιακών

Αγώνων. Πέτυχα τη Μαριώ από τη Θεσσαλονίκη να «συνδιαλέγεται» με τον ναό του

Ηφαίστου (ως ντεκόρ), καθώς και με τα έργα σύγχρονης τέχνης που είχαν στηθεί

στον υπαίθριο χώρο. Κοινώς, ένας πολιτιστικός αχταρμάς. Ίσως τώρα – αφού πλέον

δεν θα υπάρχουν πολλές γκρίνιες για την έλλειψη υποδομής, να αποφασιστούν οι

«χρήσεις» κλειστών και ανοιχτών χώρων. Δεν μπορεί παντού να γίνονται όλα.

Περιμένουμε, λοιπόν, τη σωστή, ελεγχόμενη και προγραμματισμένη αξιοποίησή

τους, ελπίζοντας ότι θα υπάρξουν καλύτεροι σχεδιασμοί.

Και μία ακόμη ευχή: να μην ισχύσει το «ουδέν μονιμότερον του

προσωρινού» και παραμείνουν έργα στους δρόμους που φτιάχτηκαν και στήθηκαν για

μία εβδομάδα, χωρίς να συνυπολογίζεται σχεδόν καθόλου το περιβάλλον που

επρόκειτο να τοποθετηθούν.