Παρίσι, 9 Δεκεμβρίου 1911

Αγαπητέ κύριε,

επιτρέψτε μου πριν απ’ όλα να σας ευχαριστήσω θερμά για το ωραιότατο μπουκέτο

γλαδιόλες που είχατε την καλοσύνη και τη γενναιοδωρία να μου στείλετε μαζί με

το λακωνικότατο, αλλά και τόσο ποιητικό ιδιόχειρο μπιλιετάκι σας, το οποίο,

όπως φαντάζομαι, ταξίδεψε μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα για να φτάσει στα χέρια

μου καρφιτσωμένο πάνω στα φρέσκα παρισινά άνθη που με περίμεναν – οποία

ευχάριστη έκπληξις! – εμβαπτισμένα στο μεγάλο πορσελάνινο βάζο του καμαρινιού

μου. Στη δυσανάγνωστη γραφή σας διακρίνω ξεκάθαρα την πεισματική προσπάθειά

σας να σχηματίσετε, όντας μη κάτοχος της μητρικής μου γλώσσας, τις λιγοστές

γαλλικές λέξεις του σύντομου αυτού μηνύματος με όσο το δυνατόν πιο άρτιο

τρόπο. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μεν απολύτως ανεπαρκές αλλά, πιστέψτε με,

πέρα για πέρα συγκινητικό. Γνωρίζω από πρώτο χέρι την ευθύτητα και την

ντομπροσύνη που χαρακτηρίζει τους άνδρες της φυλής σας. Τώρα, όμως, διαπιστώνω

πως είναι σε θέση να γίνουν, όταν οι περιστάσεις το απαιτούν, και απροσποίητα

ρομαντικοί. Ίσως να μην ξέρετε (είστε, άλλωστε, αρκετά νεώτερός μου) ότι έχω

ζήσει στιγμές μεγάλης δόξας τόσο στην Αγία Πετρούπολη όσο και σε άλλες ρωσικές

πόλεις, καθώς και ότι στο σύντομο πέρασμά μου από τα μέρη σας ευτύχησα να

γνωρίσω αρκετούς ρωμαλέους και ευειδείς συμπατριώτες σας. Ακόμα και ο ίδιος ο

τσάρος, ο οποίος έσπευδε να παρακολουθήσει τις παραστάσεις μου με ιδιαίτερο

ζήλο και ενθουσιασμό, με επισκεπτόταν συχνά στα ενδότερα του θεάτρου όπου και

με χειροκροτούσε ακατάπαυστα, ενίοτε αποθεώνοντάς με γονυκλινής. Έχοντας,

λοιπόν, ιδίαν άποψη για τον χαρακτήρα των Ρώσων, θεωρώ πως νομιμοποιούμαι να

διατυπώνω αυτή την καθ’ όλα τολμηρή θέση μου για το άτομό σας.

Γράφω «τολμηρή» γιατί ο άνθρωπος που διέσχισε τη μισή Ευρώπη για να φτάσει ώς

εδώ, ο άνθρωπος που μπήκε αθόρυβα στο θέατρό μου μαζί με ένα νεαρό μεταφραστή

λίγα λεπτά μετά την έναρξη της παράστασης του Ταρτούφου (να ήταν

σημαδιακό πως εκείνη την ώρα εγώ, υποδυόμενη την Ντορίν, έδειχνα προς το μέρος

σας κι έλεγα: «Τις αρχές του όποιος ακολουθήσει, με κρίματα μεγάλα

θ’ αμαρτήσει. Αλίμονο, πέρα ώς πέρα αυτός μας κυβερνά»;) και

με επισκέφθηκε μετά το πέρας της ως άλλος προσκυνητής, περιγράφεται στις

εφημερίδες ως άξεστος, πανούργος, δόλιος, τσαρλατάνος και λωποδύτης, ικανός

για το χειρότερο κακό. H φήμη που σας συνοδεύει, αγαπητέ Γκριγκόρι Εφίμοβιτς,

δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Οι πάντες θα με περνούσαν το λιγότερο για τρελή

αν τους έλεγα πως σας γνώρισα εκ του σύνεγγυς και σας βρήκα συναρπαστικό,

ρομαντικό και ανεξήγητα ελκυστικό, εγώ, που πέρασα όλη μου τη ζωή δίπλα σε

περιπόθητους καλλονούς, εγώ, που ξημερώθηκα μόνο πλάι σε ανάγλυφα ανδρικά

κορμιά. Έχοντας βιώσει, όμως, και προσωπικά τη συκοφάντηση, τη δημόσια

διαπόμπευση και δαιμονοποίηση της ίδιας μου της ύπαρξης, έμαθα να μην

εμπιστεύομαι τη γνώμη κανενός τρίτου αλλά να ακολουθώ μονάχα τη διαίσθησή μου.

Πληροφορήθηκα για την ταπεινή σας καταγωγή και για τη βαθιά ασκητική περίοδο

της πρώτης σας ωριμότητας. Θα πρέπει να σας πληροφορήσω, αν δεν το έχετε ήδη

μάθει, πως κι εγώ πέρασα την παιδική κι εφηβική μου ηλικία, το σημαντικότερο,

δηλαδή, – όπως μας απέδειξε πριν από μερικά χρόνια ένας αυστριακός ψυχίατρος –

κομμάτι της ζωής μου σ’ ένα συντηρητικότατο μοναστήρι. Αργότερα, κι όταν η

τέχνη μού χάρισε μεταξύ πολλών άλλων και τα φτερά της ελευθερίας, αναζήτησα

και γεύτηκα, όπως κι εσείς, τις ηδονές της σάρκας και κατηγορήθηκα, ακριβώς

σαν κι εσάς, για ακολασία, για οργιώδη και ανερμάτιστο βίο, για κάθε είδους

παρεκκλίσεις και διαστροφές. Τι σημασία έχει αν όλα αυτά αληθεύουν ή όχι…

Δεν γνωρίζω πώς θα πορευτούμε οι δυο μας στο μέλλον, εσείς ένας πανίσχυρος

μουζίκος κι εγώ μια διάσημη ηθοποιός και καλλιτέχνιδα, ούτε και με ποιο τρόπο

θα καταλήξουν οι ζωές μας. Για κείνο που μπορώ να είμαι από τώρα σίγουρη είναι

πως θα μείνουμε στην ιστορία αυτής της πολύπαθης ηπείρου σαν σύμβολα μιας

παρακμής. Προσωπικώς δεν έχω κανένα απολύτως πρόβλημα με την προοπτική αυτή,

μιας και στην περίπτωσή μου τουλάχιστον (κι επιτρέψτε μου εδώ μια μικρή έξαρση

αλαζονείας) η παρακμή αυτή υπήρξε θριαμβική και μεγαλειώδης.

Θα ήθελα, κλείνοντας, να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας να παίξω και

πάλι στα φιλόξενα θέατρα της πατρίδας σας. Και μόνον η σκέψη μιας νέας

συναντήσεως μαζί σας με ωθεί να την αποδεχθώ. Θα μελετήσω άμεσα τη δυνατότητα

μιας περιοδείας στα μέρη του Βόλγα και θα σας απαντήσω το συντομότερο δυνατό.

Πάντα δικιά σας και με τα καλύτερα αισθήματά μου,

Σάρα Μπερνάρ

***

Ποκρόφσκογε, 20 Ιανουαρίου 1912

Αγαπητή κυρία,

συγχωρέστε με για την αργοπορία μου στην απάντηση του γράμματός σας. Δεν είναι

η αμέλεια και οι τελευταίες πολιτικές αναταραχές η αιτία αυτής μου της

ολιγωρίας. Πολύ περισσότερο ευθύνονται οι αναστολές μου ως προς τη σύνταξη και

την υπαγόρευση της ανά χείρας σας επιστολής στον γραμματέα και μεταφραστή μου,

το άγχος και η αγωνία μου να σταθώ αντάξιος της γραφής σας, αντάξιος της

προσωπικότητας και του καλλιτεχνικού σας αναστήματος. Τα αισθήματα που μου

προκαλέσατε είναι εντονότερα ακόμα κι από εκείνα που νιώθω ενώπιον των αυτών

μεγαλειοτήτων του τσάρου Νικολάου και της τσαρίνας Αλεξάνδρας. Απέναντί τους

αισθάνομαι τις δυνάμεις μου ακμαίες, είμαι συνήθως σε πλήρη εγρήγορση και

πιστεύω ότι μπορώ κάθε φορά να ασκήσω την επιρροή μου επάνω τους απρόσκοπτα

και ανεμπόδιστα. Μπροστά σας, όμως, ένιωσα ξάφνου αδύναμος, αν και πάλεψα πολύ

να μην προδοθώ, να μη φανώ ευάλωτος και αμήχανος. H τέχνη, και δη η θεατρική,

την οποία μέχρι πρόσφατα θεωρούσα δραστηριότητα παράταιρη και λίγο ώς πολύ

ανούσια, αποκαλύφθηκε μπροστά μου πανίσχυρη και επιβλητική, ενσαρκωμένη από

εσάς την ίδια. Γι’ αυτό τον λόγο σας παρακαλώ να δείξετε επιείκεια αν

επισημάνετε λάθη συντακτικά ή ακυριολεξίες στο παρόν κείμενο. Εναποθέτω τις

ελπίδες μου στον εγγράμματο βοηθό μου, στον οποίο έχω δώσει πλήρη ελευθερία να

επέμβει στο σώμα της επιστολής αν κρίνει κάτι τέτοιο αναγκαίο αλλά και να την

αναδιατυπώσει προς το ορθότερον κατά τη μετάφρασή της προς τα γαλλικά. Είναι

κι αυτός ένθερμος θαυμαστής σας και είμαι σίγουρος πως θα βάλει όλη του τη

μαεστρία, καλύπτοντας έτσι αρκούντως ικανοποιητικά τη δική μου ανεπάρκεια στον

γραπτό λόγο.

Επιχείρησα το ταξίδι μου προς το Παρίσι κρυφά απ’ όλους (ή μάλλον σχεδόν απ’

όλους, αφού η τσαρίνα ήταν ενήμερη επ’ αυτού) μόνο και μόνο για να δω διά

ζώσης τη διαβόητη Σάρα Μπερνάρ, η φήμη της οποίας είχε φτάσει προ πολλού ώς τη

ρωσική πρωτεύουσα. Ομολογώ πως δεν ήταν καλλιτεχνικά τα κίνητρά μου. Πολύ

περισσότερο θέλησα να γνωρίσω τη γυναίκα που προκαλούσε αυτά τα ρίγη

ενθουσιασμού, το πλάσμα που ασκούσε τέτοια γοητεία (διάβαζε: δύναμη και

εξουσία) σε τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους λαούς της γηραιάς ηπείρου, αλλά και

της Αμερικής και της Αυστραλίας. Ως άλλος άπιστος Θωμάς θέλησα να ‘δώ κι εγώ

για να πιστέψω πραγματικά, ζήτησα να θέσω τα δάχτυλα επί τον τύπον των ήλων.

Διψασμένος για επιβολή και όντας από καιρό μέλος ενός πολύ στενού κύκλου της

τσαρικής οικογένειας που είχε τη δύναμη να καθαιρέσει ακόμα και πρωθυπουργούς,

έβλεπα στο πρόσωπό σας έναν ζηλευτό «αντίπαλο», τον οποίο πάση θυσία έπρεπε να

γνωρίσω από κοντά. Ύστερα ήταν και η φήμη της απελευθερωμένης και ανεξάρτητης

γυναίκας που σας ακολουθούσε, φήμη που έριχνε λάδι στην ήδη φουντωμένη μου

περιέργεια. Δεν χρειάστηκαν παρά λίγα δευτερόλεπτα για να πιστέψω, για να

επιβεβαιώσω όλα όσα είχα πληροφορηθεί για σας. H εμπειρία της ακροάσεώς σας

και μόνο, η ποιότητα της φωνής σας που έμοιαζε να βγαίνει από καλά μαστορεμένο

πνευστό, καμωμένο από πολύπειρο τεχνίτη, μου ήταν αρκετή. Για κάμποση ώρα

άφηνα τον νεαρό συνοδό μου να μεταφράζει χαμηλόφωνα τα λόγια του έργου· δεν

άργησα να του ζητήσω να σταματήσει για να αφεθώ ολότελα στη μαγεία της φωνής

σας, αδιαφορώντας πλήρως για το περιεχόμενό του. Όταν εν τέλει ζήτησα να σας

δω στο καμαρίνι σας μετά την παράσταση συνειδητοποίησα πως ήταν στ’ αλήθεια η

πρώτη φορά που ερχόμουν σε αντιπαράθεση με μια προσωπικότητα σαν τη δική σας,

η οποία αν δεν με ξεπερνούσε σε δύναμη επιβολής, σίγουρα με ανταγωνιζόταν επί

ίσοις όροις. Έχοντας πλέον την πολυτέλεια της απόστασης, τόσο του χρόνου όσο

και του τόπου, θα ήθελα να σας δηλώσω απερίφραστα πως η γνωριμία σας υπήρξε

για μένα ένα από τα πλέον σημαντικά γεγονότα της μέχρι τούδε ζωής μου.

Γράφετε πως θα μείνουμε στην ιστορία σαν σύμβολα μιας μεγαλειώδους παρακμής.

Ειλικρινά δεν ξέρω αν μπορώ να συμφωνήσω με την πρόβλεψή σας αυτή. Σε κάθε

περίπτωση θεωρώ σίγουρο πως και οι δυο μας έχουμε ήδη, καθένας με τον τρόπο

του, ξεπεράσει τη λήθη, πως έχουμε κερδίσει χωρίς καμιάν αμφιβολία τη μάχη της

αθανασίας. Διαισθάνομαι επίσης, όπως κι εσείς νομίζω, πως έχουμε πολλά κοινά

στοιχεία, ομοιότητες που θα εξέπλητταν πολλούς. Ένα απ’ αυτά είναι η σχέση μας

με το χρήμα. Είμαστε το ίδιο σπάταλοι και επιδεικνύουμε την ίδια αδιαφορία στη

διαχείρισή του. Με ενημέρωσαν για τις οικονομικές σας δυσκολίες και για την

ευχέρειά σας να σκορπάτε μεγάλα χρηματικά ποσά. Μάθετε πως κι εμένα ελάχιστα

μ’ ενδιαφέρει η οικονομική μου αποκατάσταση και η δημιουργία κεφαλαίου. Ένα

άλλο στοιχείο που μας ενώνει είναι η συνεχής αναζήτηση της σάρκας. Νομίζω πως

είναι κι άλλα. Ίσως κι εσείς να τα έχετε ήδη επισημάνει. Πολύ θα ήθελα να

διάβαζα τη γνώμη σας επί του θέματος.

Εν αναμονή μιας θετικής απαντήσεως στην πρόσκλησή μου να επισκεφθείτε και πάλι

τα θέατρα της Ρωσίας,

Ειλικρινέστατα δικός σας

Γκριγκόρι Εφίμοβιτς Ρασπούτιν

***

Παρίσι, 25 Απριλίου 1912

Αγαπητέ Ρασπούτιν,

οι συγκυρίες το έφεραν έτσι, ώστε να μη μπορέσω να σας γράψω νωρίτερα. Ελπίζω

στο μεταξύ να λάβατε τα σύντομα τηλεγραφήματά μου. Συγκλονισμένη από το

απρόσμενο ναυάγιο του Τιτανικού και τον άδικο χαμό χιλιάδων ανθρώπων,

αποφάσισα σήμερα να συντάξω επιτέλους την απαντητική προς εσάς επιστολή. Όλες

αυτές τις τελευταίες μέρες αναρωτιέμαι μήπως η υπέρμετρη δόξα, μήπως ο

αχαλίνωτος εγωισμός μας προσκρούσει κάποια στιγμή ως άλλος Τιτανικός σε ένα

τεράστιο παγόβουνο που περιμένει κάπου να μας βυθίσει. Βασανιστικό τίθεται το

ερώτημα μέσα μου μήπως ο βίος που διάγουμε αποτελεί πραγματική ύβρι που

αναμένει την αναπόφευκτη τιμωρία της…

Μελετούσα για καιρό τα κοινά μας στοιχεία και τις ομοιότητες. Έχετε απόλυτο

δίκιο να επανέρχεστε σ’ αυτές. Δεν χρειάστηκε πολλή σκέψη για να καταλήξω στο

συμπέρασμα πως τόσο εσείς όσο κι εγώ, κι αυτό είναι που μας δένει περισσότερο

απ’ οτιδήποτε άλλο, έχουμε δομήσει τις προσωπικότητές μας γύρω από ένα πολύ

συγκεκριμένο χαρακτηριστικό μας: σε σας είναι τα μεγάλα, μυστηριώδη μάτια, σε

μένα η βαθιά, βελούδινη φωνή. Αυτά είναι τα όπλα μας, μ’ αυτά υπάρχουμε,

γοητεύουμε και επιβαλλόμαστε. Κανένα άλλο στοιχείο επάνω μας δεν έχει τόση

σημασία όσο αυτά. Αν, για παράδειγμα, αναγκαζόμουν να χάσω το ένα μου πόδι, θα

υπέφερα μεν, αλλά θα συνέχιζα χωρίς δεύτερη σκέψη την καριέρα μου. Αν, όμως,

για κάποιο λόγο αλλοιωνόταν η φωνή μου, τότε θα εγκατέλειπα αμέσως, δεν θα

είχα το κουράγιο να αντιμετωπίσω ούτε κοινό ούτε και συναδέλφους. Παρομοίως κι

εσείς δεν θα είχατε επιτύχει τόσα (και νομίζω πως δεν λανθάνω σ’ αυτή μου τη

διαπίστωση) αν δεν διαθέτατε αυτό το βλέμμα που με καθήλωσε όταν στράφηκε για

πρώτη φορά επάνω μου. Βεβαίως είναι και η εσωτερική δύναμη του καθενός μας.

Όμως αυτή η δύναμη χρειάζεται έναν αγωγό να τη μεταφέρει και να τη

διοχετεύσει, αλλιώς εγκλωβίζεται, πνίγεται και χάνεται εντός μας.

Αποκρυπτογράφησα και τη μοναδική ρωσική λέξη στο μπιλιέτο σας. Ένας ρωσομαθής

φίλος μού εξήγησε πως «Ντούσκα» σημαίνει ψυχούλα. Κατά βάθος, πίσω από αυτό το

κέλυφος της ηδυπάθειας, πίσω απ’ αυτό τον μανδύα της φιλαυτίας δεν πρέπει να

είμαι παρά μια απλή, εύθραυστη «ψυχούλα». Σας ευχαριστώ πολύ.

Πάντα δικιά σας,

Σάρα Μπερνάρ

***

Σημείωση: H διάσημη Γαλλίδα ηθοποιός Σάρα Μπερνάρ (1844-1923) και ο διαβολικός

Ρασπούτιν (1864-1916) δεν γνωρίστηκαν και δεν συναντήθηκαν ποτέ.