Μετά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, ξεπρόβαλε στον τόπο μας ένα καινούργιο

μουσικό είδος, που συγκίνησε, αγαπήθηκε και εξακολουθεί να συγκινεί βαθύτατα

ένα μεγάλο και ιδιαίτερα εκλεκτό μέρος του κοινού. Πρόκειται για τη μουσική

που γράφτηκε, και γράφεται, πάνω σε σπουδαία ποίηση Ελλήνων ποιητών, αλλά και

ξένων. H συνένωση αυτή των δύο τεχνών, χωρίς η μία να ακυρώνει την άλλη,

μεταφέρει τα πράγματα σε μία καινούργια κατάσταση, σ’ ένα τρίτο επίπεδο

καλλιτεχνικής αναγνωρισιμότητας και ενός απρόβλεπτου ευεργετικού

αποτελέσματος.

Ο ποιητικός λόγος εμπεριέχει και υποκρύπτει, σχεδόν πάντα, μουσική. Αθέατη για

τον μέσο αναγνώστη, διακριτή για τον καλό μουσικό, που αναλαμβάνει να

εξερευνήσει και να φέρει στο φως με ήχους, λεπτές ποιητικές αποχρώσεις,

κάνοντάς τις οικείες σε ένα μεγαλύτερο, πέραν της ποίησης, κοινό. H μουσική

οφείλει να διαθέτει δύναμη, και να αναμετριέται επί ίσοις όροις με την ποίηση,

αποφεύγοντας την ευκολία της απλής μουσικής ανάγνωσης, για να μπορέσει να

αποκαλύψει φορτίσεις, να ξεδιπλώσει εικόνες, αισθητικούς κυματισμούς,

ενεργοποιώντας τη συγκίνηση ακόμα και ενός ανυποψίαστου ακροατή.

Όμως, οι μελοποιήσεις ποιημάτων που γνωρίσαμε στα μεταπολεμικά χρόνια, και εδώ

να αναφέρω τιμής ένεκεν τους Χατζιδάκι – Θεοδωράκη, αλλά ας μην ξεχνάμε και τη

συμβολή των νεωτέρων, είναι ένα πολύ μακρινό φαινόμενο που το βάθος του

αγγίζει την Αρχαία Ελλάδα. Τότε που οι δύο Τέχνες πορεύονταν μαζί, αδιαίρετες,

αχώριστες και ο κάθε ποιητής συνόδευε με μουσική την ποίησή του, στο Θέατρο,

στην Αγορά, ή στο Στάδιο. Ίσως αυτό το νήμα άγγιξαν με τη διαίσθησή τους οι

Έλληνες συνθέτες, όταν το «ποίημα», με την αρχαιοελληνική αντίληψη του όρου,

γίνεται τραγούδι υψηλής ψυχαγωγίας.

Αλλά και αργότερα, στην εξέλιξη της δυτικής μουσικής, συχνά συναντάμε

αριστουργηματικά ποιητικά κείμενα, που ντύθηκαν με εξίσου αριστουργηματική

μουσική και έμειναν αθάνατα. Ορατόρια, καντάτες, τραγούδια Lieder, Μπετόβεν

(Ενάτη Συμφωνία), Σούμπερτ, Σούμαν κ.λπ.

Είναι γνωστό ότι ο τρόπος που εκφράζεται κάποιος μέσω της τέχνης του

συναρτάται απόλυτα με την εποχή του. Στην Ελλάδα οι πολιτικές – κοινωνικές

συνθήκες των μεταπολεμικών χρόνων ευνόησαν και επηρέασαν την αντίληψη των

μελοποιήσεων, δημιουργώντας κλίμα πρωτόγνωρης αποδοχής. Οι Έλληνες συνθέτες

κόμισαν στη νεώτερη μουσική ποιητική, μαζί με την ευρηματική μελωδία τους,

λαϊκά μουσικά υλικά, σπάνιας ομορφιάς και ανυπέρβλητου πλούτου, πλάθοντας μία

τέχνη πρωτότυπη, αληθινή, ζυγιασμένη στα όρια της ανθρώπινης ανάσας. Εκεί

δηλαδή, στην περιοχή που κινείται το τραγούδι, φέρνοντας μία αύρα δροσιάς και

ανανέωσης. Εδώ εντοπίζεται και η ειδοποιός διαφορά με αρκετούς από τους ξένους

συνθέτες, οι οποίοι αντιπαραθέτουν σε τέτοιου είδους εγχειρήματα έναν στεγνό,

ακραίο μουσικό ακαδημαϊσμό, που αδυνατεί να μεταδώσει συγκίνηση.

Έχω την εντύπωση πως ό,τι σημαίνει για τους Ιταλούς η όπερα, παίρνοντας υπ’

όψιν τον λαϊκό της χαρακτήρα, σημαίνει για τους Έλληνες το τραγούδι. Αλλά το

ερώτημα είναι «ποιο τραγούδι». Γιατί ενώ για την όπερα τα όρια είναι διακριτά,

για το τραγούδι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Αν θελήσουμε, κατά τη γνώμη μου, να εντοπίσουμε το στίγμα της μουσικής μας

δραστηριότητας αποτυπωμένο στα νεώτερα χρόνια θα το αναζητήσουμε στον

μελοποιημένο στίχο, σε αυτό το νεώτερο τραγούδι με την αρχαιοελληνική στάση,

καθώς επίσης και στη μοντέρνα μουσική τής άλλης πλευράς, που φθάνει έως την

έρευνα. Σκαλκώτας – Χρήστου – Ξενάκης.

Εν τω μεταξύ, για να παραφράσω κάπως τον Σεφέρη, η ζωή συνεχίζεται, τα

πράγματα στην Τέχνη προχωράνε, μόνο το καράβι που μας ταξιδεύει δεν ξέρω να

σας πω αν λέγεται «ελπίδα» ή «αγωνία 2004».

Ο Ηλίας Ανδριόπουλος είναι συνθέτης