Το 1998 η ποδοσφαιρική ομάδα της Γαλλίας κατέκτησε το Παγκόσμιο Κύπελλο,

έχοντας στην ενδεκάδα της μόνο έναν «καθαρόαιμο» Γάλλο, γεγονός που επέσυρε

πολλά, αλληλοσυγκρουόμενα, αλλά και αντιφατικά σχόλια. Σε έναν μεγάλο βαθμό,

αυτή η σύνθεσή της θεωρήθηκε απόδειξη για την επικαιρότητα, τη συνέχεια αλλά

και την ισχύ του «γαλλικού», δηλαδή του πολιτικού δρόμου δημιουργίας και εκ

νέου επιβεβαίωσης του έθνους. Ως πρόκριμα της δημοκρατικής και όχι της

φυλετικής εθνικής νομιμότητας.

Εκείνη η ομάδα της Γαλλίας, με τις αναπόφευκτες αποχωρήσεις και προσθήκες,

κατέκτησε και το Ευρωπαϊκό Κύπελλο του 2000, για να καταλήξει τώρα, πάντα με

ηγέτη τον Ζιντάν, στην αποτυχία.

Βέβαια, στην αγωνιστική ανυποληψία παρέμεινε σταθερά η Γερμανία, η οποία

επιμένει στη φυλετική «καθαρότητα», όμως σε αυτό το Ευρωπαϊκό Κύπελλο απέτυχαν

επίσης η Αγγλία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Ρωσία, που δεν μπορούν να κατηγορηθούν

για ανάλογες αντιλήψεις.

Κατά τη γνώμη μου, η εντυπωσιακή πορεία των ποδοσφαιρικών ομάδων των μικρών

χωρών, δηλαδή της Τσεχίας, της Πορτογαλίας, της Ελλάδας, αλλά και της μεσαίας

Ολλανδίας, επαναφέρει στη συζήτηση μια άλλη, ίσως βασικότερη διάσταση:

επιβεβαιώνει ότι το ποδόσφαιρο παραμένει το λαϊκότερο άθλημα. Όσον αφορά τις

κοινωνικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για να παίξει κανείς ποδόσφαιρο, να το

παρακολουθήσει, να ταυτιστεί με την ομάδα του. Άλλωστε, και οι έγχρωμοι ή οι

Αλγερινοί που στελέχωναν τη μεγάλη γαλλική ομάδα, αυτή τη λαϊκότητα εξέφραζαν.

Αν οι επιτυχίες της Τσεχίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας εκφράζουν την

ελαχιστοποίηση της απόστασης μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, δηλαδή μια σημαντική

πλευρά της επιζητούμενης ευρωπαϊκότητας, μαζί με τη διάρκεια, αλλά και την

πολύχρωμη σύνθεση της Ολλανδίας, τονίζουν τη λαϊκή δυναμική που υπάρχει στην

ευρωπαϊκή ήπειρο.

Είναι άλλωστε εντυπωσιακό ότι παρά το πρωτοφανές της επιτυχίας της ελληνικής

ποδοσφαιρικής ομάδας, οι πανηγυρισμοί και ο ενθουσιασμός ελάχιστα τροφοδότησαν

τη γνωστή εθνικιστική υστερία, η οποία σε άλλες περιπτώσεις, υποδεέστερων

αθλητικών διακρίσεων, έδινε τον τόνο και κάλυπτε τα πάντα. Ακόμα και οι

αθλητικές εφημερίδες ήταν κάπως αμήχανες στους πρωτοσέλιδους τίτλους τους.

Σε μεγάλο βαθμό, ο τρόπος που γιορτάστηκαν οι ποδοσφαιρικές μας επιτυχίες

ανακαλούσε κάτι από τους αγώνες τής ομάδας μιας γειτονιάς με μια άλλη, μόνο

που τώρα όλες είναι γειτονιές της Ευρώπης.

Μοναδική παραφωνία, η πρόταση να αποκτήσει την ελληνική υπηκοότητα ο Ότο

Ρεχάγκελ. Ο ευγενικός δισταγμός του μάλλον θα πρέπει να προσγειώσει τους

κυβερνώντες, που σκέφτηκαν κάτι τέτοιο μέσα στην αμηχανία τους.

Γιατί την ώρα που και ο τελευταίος ποδοσφαιριστής της ελληνικής ομάδας αποκτά

ευρωπαϊκή υπόσταση και προοπτική, δηλαδή ευρωπαϊκή ταυτότητα, η πρόταση προς

τον Ρεχάγκελ δείχνει παράταιρη, οπισθοδρομική, εν τέλει λαϊκίστικη. Πιο σωστό

και συμβολικά προωθημένο θα ήταν, στις επόμενες ευρωεκλογές κάποιο από τα

πολιτικά κόμματα να τον περιλάβει στο ψηφοδέλτιό του…

Εδώ όμως, ας μου επιτραπεί και η εκδήλωση της προσωπικής μου ποδοσφαιρικής

προτίμησης, καθώς ακόμα και στον τελικό του 1998, μεταξύ Γαλλίας και

Βραζιλίας, εγώ υποστήριζα αναφανδόν τη Βραζιλία, αφού, ό,τι κι αν λέμε, πάντα

υπάρχει ένα ασφαλέστερο κριτήριο: το ποδόσφαιρο, σε τελευταία ανάλυση, είναι

μια μορφή τέχνης, ίσως η ισχυρότερη μορφή λαϊκής τέχνης, που μάλιστα είναι

ταυτόσημη με την απόλυτη σωματική συμμετοχή του αθλητή, ο οποίος όμως είναι

ένας άνθρωπος με συνηθισμένη διάπλαση…

Ο Κώστας Βούλγαρης είναι συγγραφέας.