Στις 27 Αυγούστου οι πρώτες ομάδες των Τούρκων ενόπλων (Τσέτες) μπήκαν στην

πόλη και σε λίγο άρχισαν οι βιαιοπραγίες κατά των χριστιανών, αρχικά στον

αρμενικό τομέα της Σμύρνης. Ο παλιός διοικητής της πόλης Νουρεντίν μπέης,

στενός συνεργάτης του Κεμάλ, ανέλαβε ξανά τα καθήκοντά του. Το ίδιο βράδυ

ζήτησε να παρουσιασθούν μπροστά του ο Χρυσόστομος και οι δημογέροντες

Κλημάνογλου και Τσουρουκτσόγλου. Και οι τρεις οδηγήθηκαν στον Τούρκο διοικητή,

που τους παρέδωσε στο εξαγριωμένο πλήθος των μουσουλμάνων και βρήκαν τραγικό

θάνατο.

H πόλη ήταν πλέον στο έλεος της φωτιάς, της σφαγής και της λεηλασίας. Την

τελευταία ημέρα του Αυγούστου οι Τούρκοι πυρπόλησαν αρχικά την αρμενική

συνοικία και σύντομα η φωτιά απλώθηκε και στις γειτονικές ελληνικές συνοικίες.

Στις 3 Σεπτεμβρίου ο Νουρεντίν εξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο δινόταν

προθεσμία δύο εβδομάδων για την αναχώρηση του χριστιανικού πληθυσμού, με

εξαίρεση τους άνδρες ηλικίας 18 έως 45 ετών, που θα παρέμεναν αιχμάλωτοι έως

τη λήξη των εχθροπραξιών. Ωστόσο, η έκδοση του διατάγματος αντί να επιφέρει

την τάξη, προκάλεσε ακόμη μεγαλύτερης έκτασης σφαγές και λεηλασίες. H εκδίκηση

για τα έκτροπα που είχαν προκληθεί από τον ελληνικό στρατό στη Μικρά Ασία στη

διάρκεια της τρίχρονης παρουσίας του, ενισχυμένη από τη μέθη της ολοκληρωτικής

νίκης ήταν μια καταστροφική δύναμη που κανείς, ακόμη και αν είχε την πρόθεση,

δεν ήταν σε θέση να σταματήσει.