O ένας άνδρας βρίσκεται ξαπλωμένος μπρούμυτα, γυμνός στην άμμο. Ο άλλος είναι

ντυμένος· φοράει υπόλευκη στολή και πλησιάζει τον γυμνό με σίγουρο βήμα, (όσο

σίγουρο μπορεί να είναι το βήμα στην άμμο). Ο γυμνός ακούει τον ήχο του

βηματισμού, εκπλήσσεται που ακούει βηματισμό στην έρημη ακτή, αλλά δεν

κινείται. Είναι άτυχος, γιατί διάλεξε την παραλία στην άκρη του κόσμου,

νομίζοντας πως θα μείνει μόνος. Δεν είναι πια μόνος. Ελπίζει βέβαια πως ο

ντυμένος θα συνεχίσει την πορεία του κι ας φτάνει ήδη κοντά του. Όμως ο ρυθμός

του βηματισμού επιβραδύνεται. Τα άρβυλα του ντυμένου βρίσκονται κιόλας στη

μύτη του γυμνού. Σ’ αυτή τη θέση ο όρθιος άντρας κάθεται ακίνητος, στραμμένος

προς την μεριά του ξαπλωμένου, χωρίς να λέει τίποτε· ίσως περιμένει κάτι. Ο

γυμνός γυρίζει πλάγια το κεφάλι προς τον ντυμένο. Βάζει το χέρι μπροστά στα

μάτια, για να αποφύγει το ισχυρό φως. Από εκεί που βρίσκεται βλέπει από τόσο

κοντά τα παπούτσια, ώστε τίποτε άλλο δεν χωράει στο οπτικό του πεδίο: για την

ακρίβεια χωράει μονάχα άμμος και τα παπούτσια του όρθιου άντρα, που είναι κι

αυτά υπόλευκα όπως η άμμος.

– Με συγχωρείτε. Θα πρέπει να πάτε πιο πέρα.

Είναι οι κουβέντες που ακούγονται στην ησυχία του πρωινού. Ο γυμνός άντρας

απορεί με το αίτημα του ντυμένου. Μένει ασάλευτος λοιπόν. Δεν αντιδρά.

Πετρώνει και βουβαίνεται. Κι ο άλλος, χωρίς – ούτε αυτός – να μετακινηθεί,

επιμένει: «Πού είναι τα ρούχα σας; Μαζέψτε τα και πηγαίνετε αλλού. Πηγαίνετε

προς τα ‘κεί. Στην άκρη του κόλπου ή, αν προτιμάτε – καλύτερα – ακόμα

παρακάτω».

Ο γυμνός ανασηκώνεται τελικά και τρίβει τα μάτια νωχελικά.

– Αστειεύεστε μάλλον, λέει.

– Δεν αστειεύομαι. Δεν έχω ώρα για αστεία.

– Ξεχάσατε τότε το μήκος της παραλίας. Ξεχάσατε ότι η παραλία είναι τεράστια

και – τέτοια εποχή – άδεια.

– Δεν το ξέχασα. Δεν ξέχασα το μήκος της άδειας παραλίας. Ούτε ξέχασα ότι την

εποχή αυτή δεν έρχονται άνθρωποι εδώ.

– Υπάρχουν πολλοί όμοιοι κολπίσκοι προς τα δυτικά.

– Πράγματι υπάρχουν, λέει η σκληρή φωνή του ντυμένου.

H ακινησία του δεν υπόσχεται κανενός είδους συνεννόηση.

– Μόνον εδώ όμως, συνεχίζει αυστηρά, «μ’ ακούτε; – μόνον εδώ το έδαφος γίνεται

επίπεδο, μόνον εδώ υπάρχουν τα συγκεκριμένα βράχια που σταθεροποιούν εύκολα

τους πασσάλους και, επιτέλους, μόνον εδώ στήνω, εδώ και χρόνια, την καλύβα. Κι

ακόμα: είσαστε ολομόναχος. Εγώ όχι. Εγώ περιμένω κάποια».

Ο γυμνός ξαπλώνει ξανά. Δεν θέλει να απαντήσει.

– Ακούσατε τι είπα;, επιμένει ο ντυμένος.

– Συμβιβαστείτε με την ιδέα ότι φέτος εγκαταστάθηκα εγώ εδώ. Το αποφάσισα

μόλις, λέει μέσα από τα δόντια του ο γυμνός, που πρόλαβε να κλείσει τα μάτια.

Ο ντυμένος βάζει το δεξί άρβυλο στην κοιλιά του γυμνού. Τον πατάει και μάλιστα

δυνατά.

– Νομίζω ότι ήμουν σαφής. Εδώ κατασκηνώνω εγώ κάθε χρόνο. Θα πρέπει να φύγετε.

Ο ξαπλωμένος αρπάζει τότε το πόδι του ορθού. Τον τραβάει προς τα κάτω με

δύναμη και καταφέρνει να τον ανατρέψει. Ύστερα τον ακινητοποιεί, με μια λαβή,

και του ψιθυρίζει στο αυτί.

– Φαίνεστε πολιτισμένος άνθρωπος. Δεν σας καταλαβαίνω. Ξέρετε ότι, ακόμη και

αν ερχόσασταν εδώ από καταβολής κόσμου, δεν έχετε δικαίωμα να μιλάτε έτσι. H

άμμος δεν ανήκει σε κανέναν. Ανατρέξτε στη νομοθεσία: δείτε τις ρυθμίσεις περί

εναλίου ζώνης.

Ο ντυμένος ξεφεύγει από τα χέρια του γυμνού. Του καταφέρνει κιόλας μια γερή

γροθιά πάνω από το στομάχι. Ο γυμνός διπλώνεται για να προστατευτεί. Ο

ντυμένος τον χτυπάει με το γόνατο στο πηγούνι. Βρίσκει δίπλα ένα ξύλο, το

βουτάει και πιέζει τον γυμνό στον λαιμό.

– Φαντάζομαι ότι ξεχάσατε τις αντιρρήσεις. Φαντάζομαι ότι αλλάξατε γνώμη· το

μέρος αυτό της παραλίας δεν σας φαίνεται πια ειδυλλιακό.

– Όχι πια, μουγκρίζει με δυσκολία ο γυμνός.

– Ίσως θέλετε τώρα να πάτε προς τα ‘κεί. Στην άκρη του κόλπου ή ακόμα

παρακάτω.

– Ναι.

Το κατάλυμα του ανθρώπου με τη στολή στήθηκε όπως έπρεπε. Είναι καλά

οργανωμένος. Κρατάει μαζί του ειδικά σύνεργα. Έστησε προσεκτικά τον σκελετό

της καλύβας. Ύστερα τοποθέτησε κατακόρυφες περσιδωτές επιφάνειες, καφασωτά

διαχωριστικά: τα ξέθαψε πίσω από τα βράχια. Μια ξύλινη πλατφόρμα αποτελεί τον

εξώστη προς τη θάλασσα. Τώρα ο ντυμένος άντρας τοποθετεί καλάμια, για να

κλείσει τις τελευταίες οριζόντιες επιφάνειες. Είναι γρήγορος, μεθοδικός. Ο

γυμνός τον κοιτάζει από τον λόφο, κρυμμένος πίσω από τους λιγοστούς θάμνους·

μαζεύτηκε, απομακρύνθηκε απ’ την ακτή, ξαπλώθηκε μπρούμυτα στους χαμηλούς

αμμολόφους. Δεν εγκατέλειψε την περιοχή. Παρατηρεί την ολοκλήρωση του

κτισίματος. Το λαρύγγι του πονάει ακόμα. Το αίμα χτυπάει στα μηνίγγια του. Από

τα ανοιχτά της θάλασσας ακούγεται ο ήχος κάποιας μηχανής. Ο ντυμένος άντρας

διακόπτει την εργασία του. Βγαίνει στον εξώστη του καταλύματος. Στρέφει τα

κιάλια προς το σκάφος που πλησιάζει. Στο τιμόνι της παλιάς, κακοβαμμένης

βάρκας, βρίσκεται μια ψηλή γυναίκα. H μηχανή σβήνει, ακούγεται κιόλας ο ήχος

που προξενεί το ξύλινο σκάφος καθώς σέρνεται στην άμμο, μέχρι να

ακινητοποιηθεί. Ο ντυμένος άντρας κάθεται όρθιος, η γυναίκα πηδάει έξω και –

χωρίς καθυστέρηση – κάνει μια βόλτα γύρω από το κτίσμα: στέκεται εδώ κι εκεί,

εξετάζει από κοντά την κατασκευή. Του υποδεικνύει συγκεκριμένα σημεία, ίσως

του εξηγεί πώς να προχωρήσει. Ύστερα γδύνεται, πετάει τα ρούχα της στην άμμο

και πέφτει στη θάλασσα. Ο ντυμένος κοιτάζει για λίγο εκείνην, ενόσω

απομακρύνεται, και επιστρέφει στη δουλειά.

Στους αμμόλοφους ο ακίνητος αέρας πύρωσε. Ο γυμνός άντρας καίγεται και

ιδρώνει. Βλέπει τους αντικατοπτρισμούς που δημιουργούνται στο καυτό έδαφος,

την ωραία γυναίκα να χάνεται στη θάλασσα, τον ντυμένο άντρα να συνεχίζει να

κτίζει. Ο γυμνός κινεί αργά το σώμα του, έρποντας σαν σαύρα στη ζεστή άμμο.

Γυρίζει στην ακτή. Από άλλη διαδρομή τώρα: ανάμεσα στις αμμοθίνες, ώστε ο

εχθρός του να μην τον αντιληφθεί. Πέφτει στη θάλασσα από τον διπλανό κολπίσκο

κι ακολουθεί από μακριά εκείνην που κολυμπά.

H γυναίκα φτάνει σύντομα στη μικρή νησίδα, κοντά στο δυτικό άκρο του κόλπου.

Βγαίνει έξω και ξαπλώνει σε ένα βράχο. Ο γυμνός άνδρας δεν χάνει χρόνο, δεν

διστάζει καθόλου: καλύπτει κι αυτός την απόσταση που τον χωρίζει από τη

νησίδα.

Αναδύεται κι εκείνος, προσεκτικά, από το νερό, εκτινάσσεται στα βράχια και

πλησιάζει προς το μέρος της. H σκιά του πέφτει κιόλας επάνω στην ξαπλωμένη

γυναίκα.

– Με συγχωρείτε, της λέει αυστηρά. «Θα ήθελα να πάτε παραπέρα».

H φωνή δεν την τρομάζει· η γυναίκα στρέφει αργά το κεφάλι προς το μέρος του,

μετακινεί το δεξί χέρι μπρος στα μάτια, για να αποφύγει τον ήλιο.

– Ο βράχος στον οποίο καθήσατε, συνεχίζει σε εριστικό τόνο ο γυμνός

κολυμβητής, «είναι ο βράχος μου. Εδώ ξαπλώνω εγώ. Αλλά και η νησίδα ολόκληρη,

σας πληροφορώ πως με βολεύει ως θερινή διαμονή εδώ και χρόνια. Πρέπει να

φύγετε».

H γυναίκα παραξενεύεται – σουφρώνει ελαφρά τα φρύδια – αλλά τελικά δεν

αντιδρά: ξανακλείνει μόνο τα μάτια.

– Φαντάζομαι πως δεν είσαστε κουφή, φωνάζει ο άντρας στο αυτί της. «Φαντάζομαι

πως ακούτε τι λέω».

H γυναίκα ανασηκώνεται ράθυμα. Το πρόσωπό της είναι ήρεμο, αλλά έχει

κοκκινήσει.

– Είμαστε στη μέση του πελάγους, λέει χαμηλόφωνα, «κάθομαι σε ένα βράχο που

είναι ίδιος με όλους τους άλλους και μου ζητάτε να σηκωθώ! Αν είναι αστείο,

είναι κακόγουστο: καθόλου χαριτωμένο».

– Αστείο! Σας βεβαιώ: όχι.

– Δεν πιστεύω ότι σοβαρολογείτε. Θα ήταν ανήκουστο.

– Καθόλου ανήκουστο, πρέπει να ξέρετε.

– Ξαπλώστε σε άλλο βράχο, κύριε. Είναι όλοι ίδιοι.

– Ξαπλώστε εσείς σε άλλον, αφού είναι ίδιοι. Εμένα με βολεύει αυτός, ο

συγκεκριμένος. H κλίση του παρακολουθεί με ακρίβεια τη γραμμή της μέσης μου».

– Ακούστε: η παραλία είναι αχανής. Ρίξτε μια ματιά πίσω σας. Χιλιόμετρα ακτών

είναι γεμάτα τέτοιους βράχους. Ξάπλωσα να ξεκουραστώ στην άκρη μιας νησίδας.

Το έχω κάνει και πέρυσι, πολλές φορές. Ακόμη κι αν έρχεστε εδώ, όπως λέτε, από

χρόνια, σίγουρα δεν σας πειράζει να μείνω ξαπλωμένη για μερικά λεπτά.

– Πώς δεν με πειράζει; Με πειράζει και μόνον που σας βλέπω ξαπλωμένη στον

βράχο μου.

Εκείνη σηκώνεται, πλησιάζει τον γυμνό άντρα και τον κοιτάζει στα μάτια.

– Ας το θέσουμε διαφορετικά λοιπόν, λέει σιγανά. «Νομίζετε ότι είναι ευγενικός

ο τρόπος σας;».

– Στόχος μου, κυρία, δεν ήταν να γίνω ευγενικός.

– Αλλά;.

– Στόχος μου ήταν να σας σηκώσω από τον βράχο.

– Μπορούσατε να το πετύχετε με περισσότερη ευγένεια.

– Το ίδιο το αίτημα αντιτίθεται σε οποιαδήποτε ευγενική συμπεριφορά.

– Παραδέχεστε λοιπόν πως είσαστε αγενής.

– Υπό κάποιαν έννοια: ναι.

– Κι αν ξαπλώσω ξανά εκεί;.

– Θα αναγκαστώ να πατήσω με το πόδι μου στην κοιλιά σας.

– Στην κοιλιά μου!.

– Ναι.

– Ψέματα.

– Θα το κάνω. Και υποθέτω πως η νησίδα μου δεν σας θα φαίνεται πια ειδυλλιακός

τόπος για ηλιοθεραπεία, συμπληρώνει.

– H νησίδα σας! Τι συμπεριφορά, αλήθεια.

– Συμφωνώ μαζί σας. Τι συμπεριφορά!

– Συμφωνείτε!

– Δεν συμφωνώ μονάχα: εγώ είμαι το θύμα της συμπεριφοράς αυτής.

– Δηλαδή;

– Παπαγαλίζω λόγια που άκουσα, για να δω αν φαίνονται και σ’ εσάς, όντως,

δυσάρεστα.

– Δεν με ενδιαφέρει. Θα φύγω.

– Όχι, σας παρακαλώ: μη φεύγετε· ξαπλώστε πάλι στον βράχο.

– Τι;

– Ξαπλώστε στον βράχο.

– Δεν καταλαβαίνω.

Την πιάνει από το χέρι και από τη μέση. Θέλει να την βάλει να καθήσει εκεί

όπου καθόταν. Εκείνη όμως αρνείται τώρα να υπακούσει, παραμένει όρθια.

– Συγχωρέστε με για την επίθεση. Δεν θα την αποτολμούσα ποτέ. Πόσο μάλλον σ’

εσάς! Δέχτηκα – βλέπετε – κι εγώ παρόμοια επίθεση από τον άντρα σας.

– Τον άντρα μου;

– Τον κύριο που φτιάχνει την καλύβα στην παραλία.

– Τι λέτε!

– Με γρονθοκόπησε, με χτύπησε με το γόνατο στο πηγούνι και πήγε να με πνίξει

με ένα ξύλο. Ίσως βλέπετε σημάδια στον λαιμό μου.

H γυναίκα προσεγγίζει ακόμη περισσότερο, με ανησυχία, τον γυμνό άντρα.

Εξετάζει από κοντά τις μελανιές και τα άλλα μικρά τραύματα.

– Τα προξένησε εκείνος;

– Ναι, και σας πληροφορώ πως ήμουν ξαπλωμένος όπως εσείς. Με ανάγκασε να φύγω

διά της βίας.

H γυναίκα σουφρώνει πάλι τα φρύδια της.

– Υπερβάλλετε.

Ο ήλιος καίει του δύο ανθρώπους που κοιτάζονται τώρα στα μάτια. Ο γυμνός

άντρας κουνάει το κεφάλι για να νεύσει αρνητικά.

– Δεν υπερβάλλω.

– Τα σημάδια δεν τα έκανε εκείνος.

– Ρωτήστε τον, αν δεν πιστεύετε.

H γυναίκα συνεχίζει να κοιτάζει τα μάτια του γυμνού άντρα. Ακουμπάει το χέρι

της στον λαιμό του, ύστερα στον ώμο του, όπου υπάρχουν επίσης εκδορές. Την

ίδια στιγμή ακούγονται πλατσουρίσματα στη θάλασσα και εμφανίζεται αυτός που

έλειπε. Συνεχίζει να είναι ντυμένος, έπεσε με τη στολή του στο νερό, κολυμπάει

με δυσκολία. Ανεβαίνει ορμητικά στα βράχια, τα ρούχα έχουν τώρα κολλήσει πάνω

του, βγαίνει έξω, τους πλησιάζει.

– Έκανε κάτι; Απείλησε; Χτύπησε;, ρωτάει τη γυναίκα. «Τον είδα ανεβασμένο εδώ

πάνω. Είναι επίμονος! Είναι επικίνδυνος. A, δεν θα μείνω αδρανής».

Ο ντυμένος κατευθύνεται πάλι προς τον γυμνό, έτοιμος να τον κατασπαράξει.

– Στάσου, Τι κάνεις, ρωτάει εκείνη. «Άκου, σε παρακαλώ, κάτι».

Τα λόγια της τον σταματούν.

– Αλήθεια, εσύ προξένησες αυτά τα σημάδια στον άνθρωπο;

O ντυμένος παγώνει σαν άγαλμα· δεν περίμενε επίπληξη. Στρέφεται προς τον γυμνό

αλλά ο γυμνός σκύβει, για να αποφύγει το βλέμμα του άλλου, όπως οι καταδότες.

– Προσπάθησα να τον απομακρύνω με το καλό, λέει τελικά ο ντυμένος.

– Προσπάθησες;

– Εκείνος δεν συμμορφώθηκε. Αναγκάστηκα…

– Αναγκάστηκες;

– Ναι, έπρεπε να βιαστώ, για να κοιμηθούμε απόψε στην καλύβα… ο χρόνος ήταν

περιορισμένος…

H γυναίκα κάνει ένα βήμα προς το μέρος του. Μιλάει τώρα σιγά και επιτακτικά.

– Δεν θέλω να ακούσω. Καλύτερα να μη μιλήσεις. H συμπεριφορά σου είναι

αχαρακτήριστη

– Μα…

– Μπορείς να επανορθώσεις και θα το κάνεις: θα φέρεις ξύλα και καλάμια και θα

στήσεις μια σκηνή εδώ πάνω.

– Στη νησίδα;

– Ναι, θα στήσεις μια σκηνή επάνω στη νησίδα»

– Μα πώς;

– Δεν ξέρω. Βρες εσύ τον τρόπο.

– Το έδαφος είναι ανώμαλο…

– Δεν με ενδιαφέρει. Ίσιωσέ το. Ύστερα θα μεταφέρεις όλα μου τα πράγματα εδώ.

– Τα πράγματα!

– Ναι, τα δικά μου πράγματα. Τα θέλω εδώ. Θα περάσω το φετινό καλοκαίρι στη

νησίδα. Με βολεύει ο συγκεκριμένος βράχος· λες και αποτυπώθηκε πάνω του το

ίχνος της δικής μου πλάτης.

– Αλλά μόλις τέλειωσα. H καλύβα είναι έτοιμη. Θα χρειαστεί κιόλας να την

χαλάσω;

– Όχι. Ποιος είπε να την χαλάσεις; H καινούργια θα γίνει από νέα υλικά. Όσο

για την πρώτη που έφτιαξες, μην ανησυχείς. Δεν θα πάει χαμένη. Θα την

χρησιμοποιήσει ο κύριος, προσθέτει και δείχνει ευγενικά τον άλλον.

Ο ντυμένος άντρας κοιτάζει παγερά τον γυμνό. Έχει κάμψει το σώμα του, έχει

λυγίσει, είναι έτοιμος να σωριαστεί κατάχαμα. Ο γυμνός εισπνέει βαθιά τον

θαλασσινό αέρα.

– Νομίζω πως ο κύριος έχει κάθε δικαίωμα να μείνει εκεί. Το ξέρεις καλά. Και

όταν τελειώσεις, μπορείς να φύγεις.

– Να φύγω;

– Ακριβώς. Θα ειδοποιήσω, αν σε χρειαστώ».

H γυναίκα κοιτάζει ξανά τον γυμνό άντρα, που γνώρισε προ ολίγου. Χαμογελάει.

– Θα είμαστε λοιπόν γείτονες, λέει εκείνος.

– Θα γίνουμε γείτονες, όταν υπάρξει δεύτερη καλύβα.