Έβαλα την πολυθρόνα στην κατάλληλη θέση: μπρος στο παράθυρο. Κάθε χρόνο,

τέτοια μέρα, κάθομαι σε αυτήν την πολυθρόνα. Κάθε χρόνο, τέτοια μέρα, παρατηρώ

προς τον δρόμο. Τηρώ ευλαβικά αυτή τη συνήθεια. Μένω ακίνητος επί ώρες, καμιά

φορά μέχρι να βραδιάσει. Αλλά σήμερα, κάτι με περισπά. Κάτι με ενοχλεί ακριβώς

αυτή τη στιγμή, στο μεγάλο δάκτυλο του αριστερού ποδιού. Θα μπήκε στην

παντόφλα μου κανένα χαλίκι. Αλλά: χαλίκι μες στο σπίτι! Πού βρέθηκε; Βγάζω την

παντόφλα και την στρέφω έτσι, ώστε το ενοχλητικό πράγμα να πέσει. Περιμένω να

ακούσω «τσικ» στο ξύλινο πάτωμα. Κουνάω την παντόφλα, μάταια· βάζω το δεξί

χέρι μέσα στην παντόφλα. Δεν σιχαίνομαι: η παντόφλα είναι ολοκαίνουργια· την

χάρισα στον εαυτό μου σήμερα, που είναι τα γενέθλιά μου. Επέστρεψα πριν από

λίγο από το ειδικό μαγαζί που πουλάει νυχτικιές και παντόφλες. Αμέσως έκανα

μπάνιο, έβαλα το καθαρό μπουρνούζι και τις καινούργιες παντούφλες, προκειμένου

να στρέψω την προσοχή μου προς τον δρόμο, όπως κάνω κάθε χρόνο, την ημέρα των

γενεθλίων μου. Εφέτος αποδεικνύεται ότι, πριν καθήσω στην πολυθρόνα, πρέπει να

επιλύσω το πρόβλημα της παντόφλας. Υπάρχει κάτι σκληρό, ενσωματωμένο στο

ύφασμα ή, εν πάση περιπτώσει, ραμμένο – κάτα λάθος – στο εσωτερικό της

παντόφλας. Η κακοτεχνία δεν με αφήνει αδιάφορο. Γυρίζω την παντόφλα μέσα έξω,

σαν γάντι. Παρατηρώ από κοντά: είναι ένα αντικείμενο σε σχήμα μικρού κύβου.

Πρέπει να το αφαιρέσω, ειδεμή θα με πληγώσει.

Τα ραπτικά είναι στο ψηλότερο ράφι της βιβλιοθήκης, κλεισμένα σε ένα κουτί που

έχει μορφή χοντρού βιβλίου. Γράφει απ’ έξω – αντί για τίτλο -: «Ραπτικά». Το

γράφει και στη ράχη για να μην το χάνω. Ανεβαίνω λοιπόν στο μπράτσο της

πολυθρόνας, πατάω στην πλάτη της, (που βρίσκεται κοντά στη βιβλιοθήκη, κάτω

από το κουτί των ραπτικών) και πιάνω το ιδιόμορφο βιβλίο. Το ανοίγω. Βγάζω από

μέσα το ψαλίδι. Με επιμέλεια κόβω τις κλωστές: προσέχω να μη βλάψω το ύφασμα.

Απαλά, σπρώχνω τώρα το ενοχλητικό αντικείμενο· κατορθώνω να το αποσπάσω. Το

κρατάω στο χέρι. Δεν έχει σχήμα κύβου όπως νόμιζα: έκανα λάθος. Είναι οκτάεδρο

και σε κάθε πλευρά του είναι γραμμένος ένας αριθμός: 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8.

Είναι ένα παράξενο μαύρο ζάρι. Το κινώ στη χούφτα μου και το ρίχνω στο πάτωμα:

7.

«Γιατί επτά;» αναρωτιέμαι μεγαλόφωνα.

Η φωνή μου αντηχεί στο άδειο σπίτι. Μετά από καιρό, ακούστηκε ανθρώπινη φωνή

εδώ μέσα. Η φωνή χάραξε τον χρόνο· αντηχεί ακόμη στο μυαλό μου σαν να ήταν

φωνή ξένου.

«Θα μπορούσε να μην ήταν επτά», σκέπτομαι, μένοντας προσηλωμένος στον αραβικό

αριθμό.

Όμως είναι επτά, όπως σήμερα ο μήνας έχει επτά, αφού σήμερα είναι τα γενέθλιά

μου. Σηκώνομαι· πραγματοποιώ επτά βήματα στο μεγάλο σαλόνι. Σταματάω εκεί,

πάνω στην ψάθα. Γιατί όχι; «Επτά» σημαίνει «επτά βήματα». Σκύβω και κοιτάζω

την ψάθα στο σημείο που πατάω. Μου φαίνεται πως κάτι γυαλίζει εκεί.

Οπισθοχωρώ: ανασηκώνω την ψάθα.

Κάτω από το έβδομο βήμα μου βρέθηκε ένα δακτυλίδι. Ένας καθαρός κύλινδρος από

χτυπημένο ασήμι. Δοκιμάζω να το φορέσω στον μέσο του αριστερού μου χεριού,

αλλά δεν χωράει. Εξετάζω προσεκτικά το δακτυλίδι. Στο εσωτερικό του (αν είναι

δυνατόν) γράφει 777!

«Όχι!», μονολογώ δυνατά.

Στρέφομαι πάλι προς τη βιβλιοθήκη. Έχω χιλιάδες τόμους. Ας μετρήσω από

αριστερά προς τα δεξιά, ράφι ράφι, μέχρι το 777. Δεν χάνω χρόνο: 774, 775,

776, 777: Ξαβιέ Ντε Μαιστρ, Ταξίδι στο δωμάτιό μου. Τραβάω έξω το βιβλίο. Δεν

είναι χοντρό κι ωστόσο πίσω του εμφανίζεται μια ζωντανή αράχνη. Απορώ πώς

χώρεσε εκεί πίσω. Δεν με πειράζει, βεβαίως. Αντίθετα: αράχνη πίσω από κείμενα

της βιβλιοθήκης μου! Ενθουσιάζομαι. Κανείς δεν ξεσκόνισε εκεί πίσω, εδώ και

καιρό. Ανοίγω το βιβλίο: η αράχνη, που ισορροπούσε στη ράχη του τόμου,

περπατάει τώρα ανάμεσα στις λέξεις. Στέκεται. Διαβάζω μπροστά της: «Δεν είχα

το δικαίωμα εξόδου κατά βούληση». Ίσως το έντομο ξέρει ακριβώς πού να σταθεί,

προκειμένου να διαβάσω εγώ αυτή τη φράση.

Ύστερα η αράχνη περπατάει προς άλλη άκρη του βιβλίου. Γαντζώνεται από εκεί και

πραγματοποιεί το ειδικό άλμα της αράχνης που υποβοηθάται από την κλωστή της

αράχνης. Κρέμεται από την κλωστή που φτιάχνει, όσο διαρκεί η πτώση. Δεν μένω

ακίνητος. Προχωράω, μαζί με το βιβλίο και την αιωρούμενη αράχνη, μέχρι την

πολυθρόνα. Αφήνω την αράχνη να προσγειωθεί εκεί. Το έντομο κάθεται στην

πολυθρόνα, μένει μάλιστα ακίνητο· υποθέτω πώς επιχειρεί να προσαρμοστεί στις

νέες συνθήκες που αντιμετωπίζει μακριά από τη σκιά των βιβλίων. Έχουμε αλλάξει

θέσεις: εγώ κρατάω τώρα το βιβλίο, η αράχνη κάθεται στην πολυθρόνα. Ανάμεσα

στον αντίχειρα και τον δείκτη του αριστερού χεριού κρατάω το δακτυλίδι.

Τότε χτυπάει το κουδούνι. Οπισθοχωρώ, ανοίγω την πόρτα με τον αγκώνα,

προσπαθώντας να μην αποσπάσω την προσοχή μου από την αράχνη. Με την άκρη του

ματιού, βλέπω πρασινάδες στην πόρτα: μια ανθοδέσμη, νομίζω. Κάποιος στέλνει

ευχές; Όχι, πίσω από το μπουκέτο είναι εκείνη, μετά από τόσα χρόνια! Δεν

στρέφομαι προς το μέρος της. Καλύτερα να μείνω προσηλωμένος στην αράχνη. Δεν

ξέρω, άλλωστε, πώς να φερθώ. Αλλά το έντομο κατεβαίνει στο πάτωμα και χάνεται

πίσω απ’ την κουρτίνα.

– Τι συμβαίνει; ρωτάει εκείνη. Χαμογελάει ελαφρά και ακουμπάει τα φυτά στο

τραπέζι.

-Τίποτε. Ίσως τίποτε ιδιαίτερο.

– Γιατί κρατάς στο χέρι το βιβλίο; Διάβαζες; Και στο άλλο χέρι; Τι είναι; Ένα

δακτυλίδι;

– Ένα δακτυλίδι!

– Τι;

– Όχι οποιοδήποτε. Δεν θυμάσαι;

Τείνω το κόσμημα προς το μέρος της. Παίρνω το χέρι της και γλιστράω το

δακτυλίδι στον αντίχειρα. Εφαρμόζει τέλεια. Αναμενόμενο: σαν να την περίμενα,

επί χρόνια, με το δικό της δακτυλίδι στο χέρι. Αυτό θα μπορούσε να τη

συγκινήσει.

– Θα σε ρωτήσω κάτι τώρα, λέω.

– Τι;

– Κάτι σχετικό με την αράχνη.

– Την αράχνη που φτιάχνει ιστούς;

– Ξέρεις καμιάν άλλη;

– Ξέρω κι ένα φυτό που λέγεται «αράχνη» και βγαίνει στις σκιές ανάμεσα στα

πλατάνια. Εκεί που έχει πολύ νερό.

– Φυτό «αράχνη»;

– Το θυμάσαι αυτό το φυτό: ένα είδος φτέρης. Τα φύλλα του είναι λετπά και

μοιάζουν με ιστό, αν τα δει λοξά ο ήλιος. Σπάνια όμως τα ακουμπάει το φως·

γιατί το φυτό «αράχνη» ζει στη σκιά, στο σκοτάδι.

– Σωστά. Πες μου τώρα τι συμβαίνει: πες μου πώς βρέθηκε το έντομο «αράχνη»

πίσω από ένα βιβλίο για το δωμάτιό μου, όπου είμαι κλεισμένος – όπως πάντα –

την ημέρα των γενεθλίων μου;

– Δεν ξέρεις;

– Το μυαλό μου σκοτίστηκε, όπως είναι σκοτισμένο το φυτό «αράχνη» κάτω από τα

πλατάνια. Σκοτίστηκε από τη στιγμή που βρήκα το παράξενο ζάρι στην παντόφλα

μου.

– Ζάρι;

– Το οκτάεδρο εκείνο ζάρι. Μοιάζει με διπλή πυραμίδα. Οι έδρες μου είναι

αριθμημένες από το 1 μέχρι το 8.

– Και μετά;

– Έριξα μια ζαριά: έφερα επτά. Έκανα επτά βήματα και βρήκα το δακτυλίδι.

– Και κράτησες στο χέρι το δακτυλίδι. Μόλις το είχες βρει.

– Ναι. Έγραφε πάνω 777. Μέτρησα 777 βιβλία στη βιβλιοθήκη. Το 777ο ήταν το

Ταξίδι στο Δωμάτιό μου. Θυμάσαι το κείμενο;

– Φυσικά. Ευχάριστη περιήγηση στον τόπο του εγκλεισμού.

– Πίσω του βρήκα μιαν αράχνη.

– Η αράχνη ταιριάζει με το συγκεκριμένο κείμενο. Και μετά;

– Χτύπησε το κουδούνι· παρουσιάστηκες εσύ. Σου έβαλα το δακτυλίδι και το

φοράς.

– Θα το κρατήσω, αν επιτρέπεις.

– Κράτα το. Έχασα όμως το έντομο. Μου μίλησες για το φυτό «αράχνη» και για το

σκοτάδι. Άφησες στο τραπέζι τις πρασινάδες κι ούτε που φαίνονται στο σκοτεινό

σαλόνι. Σημείωσε: μαύρο ζάρι μέσα στην παντόφλα, δακτυλίδι κάτω από την ψάθα,

αράχνη πίσω από το βιβλίο, φυτό «αράχνη» στο σκοτάδι. Όλα κρυμμένα και μαύρα

τη μέρα των γενεθλίων μου, που ήθελα να κοιτάξω προς το φως: προς τον δρόμο.

Εκείνη σπρώχνει τη δεύτερη πολυθρόνα και την τοποθετεί δίπλα στη δική μου,

προς το παράθυρο.

– Θα κοιτάξουμε μαζί προς τα έξω αν θέλεις. Πρέπει όμως πρώτα να σου αποκαλύψω

ποιος έραψε το οκτάεδρο ζάρι στην παντόφλα: Εγώ. Ήξερα πως θα αγόραζες αυτές

τις παντόφλες. Φέτος ήταν η χρονιά της παντόφλας. Ήξερα πως θα αναζητούσες

παντόφλες. Θα τις έπαιρνες από το πιο κοντινό μαγαζί. Σίγουρα λευκές. Σίγουρα

από τα σχέδια που υπήρχαν στη βιτρίνα. Ασφαλώς εκείνες με τα ρομβοειδή

ραψίματα. Μπήκα στο μαγαζί, πήρα το μόνο ζευγάρι που ήταν στο νούμερό σου.

Ενσωμάτωσα το μαύρο ζάρι στην αριστερή παντόφλα. Όχι οποιοδήποτε οκτάεδρο

ζάρι: όποτε και να το ρίξεις θα δείξει 7· προσάρμοσα μέσα ένα κομμάτι μολύβι.

– Γιατί 7 όμως;

– Η μέρα των γενεθλίων σου.

– Κι ύστερα;

– Ύστερα σκέφτηκα ότι θα καθόσουν, όπως κάθε χρόνο, στην πολυθρόνα για να

κοιτάξεις έξω από το παράθυρο. Υπέθεσα πως αν έβλεπες τον αριθμό «7» θα

επιχειρούσες να τον περπατήσεις, εφόσον θα είχες μόλις αποκαταστήσει την

ελαττωματική παντόφλα. Μπήκα τη νύχτα στο σπίτι και άφησα το δακτυλίδι κάτω

από το έβδομο βήμα που υπέθεσα ότι θα έκανες. Διάλεξα αυτό το δακτυλίδι επειδή

έγραφε 777.

– Γιατί;

– Θα σε ξένιζε η επανεμφάνιση του 7. Θα σε κινητοποιούσε. Θυμάμαι πώς

τακτοποιείς τη βιβλιοθήκη σου: έτσι, ώστε το 1984 του Όργουελ να είναι πάντοτε

το 1984ο βιβλίο. Μέτρησα μέχρι το 1984 για να καταλάβω πώς μετράς. Μετακίνησα

έπειτα το «Ταξίδι στο δωμάτιό μου», εκτός σειράς, στο 777.

Δυσκολεύτηκα, αλλά κατάφερα να «φυτέψω» πίσω από το βιβλίο την κατοικία μιας

αράχνης. Ήξερα πως η εικόνα της πίσω από ένα βιβλίο θα σε ενθουσίαζε. Ακόμη

περισσότερο, το βιβλίο υπ’ αριθμόν 777: ταυτόχρονα κείμενο για τον εγκλεισμό

και σφραγίδα σε δικό μου δακτυλίδι.

Υπολόγισα τον χρόνο των αντιδράσεών σου στις εντυπώσεις που είχα σκηνοθετήσει

και χτύπησα το κουδούνι. Οι πρασινάδες που σου έφερα είναι από το φυτό

«αράχνη». Δεν ήταν δύσκολο να τις βρω. Σου θύμισα την ύπαρξη του φυτού.

Θυμήθηκες τη σκιά απ’ τα πλατάνια και το νερό που έτρεχε στο μέρος που σε

φίλησα.

Καθόμαστε στις πολυθρόνες. Την κοιτάζω στα μάτια. Ύστερα στρεφόμαστε και οι

δύο προς τα έξω. Όχι όμως για πολύ. Μπρος στο παράθυρο κατεβαίνει κιόλας,

κρεμασμένη απ’ την κλωστή της, η αράχνη μου.

Επιμέλεια: Μικέλα Χαρτουλάρη