– Η ΖΩΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΑΝΘΡΩΠΗ, σκληρή, έλεγε και ξανάλεγε η Κλέλια, γερμένη στον ώμο

του Μιχάλη. Έτρεμε ολόκληρη από το κρύο και την υγρασία που επικρατούσε μέσα

στο σπήλαιο της Αλιστράτης Σερρών, ενώ έξω η ζέστη του Αυγούστου ίδρωνε τα

πάντα.

– Δεν είναι απάνθρωπη, καρδούλα μου, την έσφιγγε στο στήθος του εκείνος στην

προσπάθειά του να την παρηγορήσει, τρίβoντας τους λοβούς των αυτιών της. Έτσι

είναι φτιαγμένη, αντιφατική. Χωρίς σκληρότητα δεν θα υπήρχε ευγένεια. Χωρίς

θάνατο, ζωή.

Η Κλέλια τραβήχτηκε αγανακτισμένη. Δεν της χρειαζόταν υποθετικές ευγένειες και

επίπλαστες παρηγορίες. Το πένθος της ήταν ακόμη νωπό, ενώ η κοινωνική

κατρακύλα της οικογενείας της μετρούσε ήδη ένα χρόνο.

Πριν από ένα μήνα οι γιατροί διέγνωσαν ότι η μητέρα της τελικά δεν έπασχε από

την κακιά αρρώστια, όπως αρχικώς είχαν πιστέψει, και μόλις τρεις εβδομάδες

αργότερα εντόπισαν στον πατέρα της καρκίνο που δεν επιδεχόταν καμιά θεραπεία.

Ο δεύτερος υπέκυψε, μέσα σε φρικτούς πόνους.

– Έφυγε ντροπιασμένος, αναλύθηκε σε αναφιλητά η Κλέλια για την ντροπή

του πατέρα της.

***

Αξιωματικός της Εβδόμης Μεραρχίας ο Ηλίας Γουναρόπουλος, ήταν από τους πρώτους

μεταξύ εκείνων που είχαν εισχωρήσει στο βασιλικό αντιπραξικόπημα εναντίον της

Χoύντας τον Δεκέμβριο του 1967. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος και το στενό του

επιτελείο, σκοπεύοντας να προετοιμάσουν το κίνημα κατά των

Συνταγματαρχών, πρωτοπήγαν στο Αρχηγείο της Λάρισας. Από κει ήρθαν στο

αεροδρόμιο της Καβάλας. Ο Κωνσταντίνος σκόπευε να συναντηθεί με τους

στρατηγούς του Τρίτου Σώματος Στρατού, να καταλάβουν τη Θεσσαλονίκη και να

δώσουν διαταγές σε όλα τα στρατεύματα να στηρίξουν το βασιλιά και το Σύνταγμα.

Υπολόγιζαν ότι οι Αμερικάνοι θα τους επέτρεπαν να χρησιμοποιήσουν τους πομπούς

των βάσεων του ΝΑΤΟ στην Ελλάδα. Τον ρόλο κλειδί είχε αναλάβει ο στρατηγός

Έσσερμαν, αρχηγός της μεραρχίας τεθωρακισμένων του Βορρά. Η αιφνίδια άφιξη του

Κωνσταντίνου στην Καβάλα συνδέθηκε με την ανάληψη από τον ίδιο της Αρχηγίας

των Ενόπλων Δυνάμεων. Όλες οι τοπικές εφημερίδες της επoμένης ανήγγελλαν την

άφιξη, εκτός του βασιλιά Κωνσταντίνου, της βασίλισσας Άννας Μαρίας, της

πριγκίπισσας Ειρήνης, του πρίγκιπα Διαδόχου Παύλου και της πριγκίπισσας

Αλεξίας. Της Βασιλομήτορος, μητέρας λαού και στρατού, βασίλισσας

Φρειδερίκης. Σύσσωμος ο Βασιλικός Οίκος, πανηγύριζαν, κάνοντας λόγο για

εθνοσωτήριο κίνημα, υπό την ηγεσία του Ανωτάτου Άρχοντος.

ΖΗΤΩ ΤΟ ΕΘΝΟΣ – ΖΗΤΩ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ, ζητωκραύγαζε ο Ταχυδρόμος πάνω από την

πρωτοσέλιδη φωτογραφία του Μεγαλειότατου, φορτωμένου με τιμητικά εμβλήματα:

Τον Μεγαλόσταυρο του Βασιλικού Τάγματος του Σωτήρος, το Περιδέραιο του

Βασιλικού Τάγματος Αγίων Γεωργίου και Κωνσταντίνου, τον Μεγαλόσταυρο της

Λεγεώνος της Τιμής της Γαλλίας και πλήθος άλλων.

Η Α. Μ. Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΠΡΟΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

πανηγύριζε η Πρωινή. Η Ακριτική του Βορρά Γαλάζια Πολιτεία μας, από

χθες κατέστη η αφετηρία μιας εθνικής εξορμήσεως, η οποία με επί κεφαλής

την Α.Μ. τον λαοφιλή Βασιλέα Κωνσταντίνον, αποσκοπεί εις την

αποκατάστασιν της ελευθερίας και της Δημοκρατίας.

Το διάγγελμα του επαναστάτη Βασιλιά δέσποζε στις πρώτες σελίδες των

εφημερίδων:

Κρίσιμαι στιγμαί μου επιβάλλουν να απευθυνθώ προς τον Ελληνικόν Λαόν διά να

ζητήσω την αμέριστον συμπαράστασίν του προς αντιμετώπισιν εθνικής κρίσεως!

Έλληνες, επέστη η στιγμή να ακούσετε την φωνήν του Βασιλέως

σας…

Ο Κωνσταντίνος, από τον «Αστέρα» στον οποίο είχαν καταλύσει, τηλεφωνούσε

συνεχώς στη Μεραρχία τεθωρακισμένων στην Κομοτηνή, ζητώντας τον Μέραρχο

Έσσερμαν, έγκλειστο ήδη από τους αξιωματικούς του σε ένα τεθωρακισμένο. Στον

Κωνσταντίνο που πήγε να τον συναντήσει δεν επέτρεψαν ούτε καν να τον δει. Οι

βασιλικοί επισκέπτες έφυγαν από την πόλη ξημερώματα όπως είχαν έρθει: σαν

κλέφτες. Πέταξαν για τη Ρώμη, καθιστώντας την Καβάλα τον τελευταίο εν Ελλάδι

σταθμό της Δυναστείας.

Αφήνοντας πίσω τους τον Ηλία Γουναρόπουλο εκτεθειμένο ανεπανόρθωτα.

***

-Δεν αντέχω άλλο, επαναλάμβανε με αναφιλητά η Κλέλια. Σιχάθηκα τα πάντα. Θα

δώσω σ’ όλα μια κλωτσιά και θα φύγω. Οι λέξεις, τα πάντα και

όλα, χτύπησαν τον Μιχάλη όπως θα τον χτυπούσε ένας κεραυνός ή κάποιο

φινλανδικό μαχαίρι.

– Ίσως φταίει η αλαζονεία μου, ψέλλισε με εξομολογητική διάθεση εκείνη. Το ότι

προσδοκούσα χαρές και συγκινήσεις. Έκανα μεγάλα σχέδια. Να γυρίσω, για

παράδειγμα, όλη τη γη. Αποδείχθηκε ότι δεν μου ήταν γραφτό. Η τύχη όρισε να

βλέπω μόνο το ασήμαντο κομμάτι αυτής της σφαίρας, επάνω στο οποίο έτυχε να

βρίσκεσαι καρφωμένος εσύ.

Κοίταξε τον Μιχάλη με αληθινή συμπόνια.

– Πού θα πας; τη ρώτησε εκείνος με ύφος θιγμένου, ενώ δεν ήταν.

– Στην Αμερική.

– Με τι θα ασχοληθείς εκεί;

– Θα επιδοθώ σε ό,τι μ’ ευχαριστεί, σε κάτι που έχω απωθημένο, είπε χωρίς να

κατονομάσει τι την ευχαριστεί και τι έχει απωθημένο.

Το σκοτάδι του σπηλαίου έκρυβε τις σκέψεις και των δύο. Μαζί και τα μυστικά

τους.

Η Κλέλια ζήτησε να βγουν από το σπήλαιο. Κατέβαλε προσπάθεια να αποφύγει ένα

μικρό λόφο στο έδαφος από σιχαμερούς μαύρους σβώλους που μύριζαν άσχημα. Ένα

σμάρι από εκατοντάδες νυχτερίδες, κρεμασμένες μέχρι πρότινος ανάποδα στους

σταλακτίτες, άρχισαν να πετούν με λυγμικά κρωξίματα. Ένας ιπτάμενος εφιάλτης

τούς κύκλωσε, φράζοντάς τους την έξοδο. Η Κλέλια ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Ο

Μιχάλης την προστάτεψε με το σώμα του. Τα αλαφιασμένα χειρόποδα τούς άγγιζαν

με τις τεράστιες φτερούγες τους ή γαντζώνονταν από τα ρούχα τους τρομαγμένα.

Ένα προσγειώθηκε στο κεφάλι του Μιχάλη. Μπλέχτηκε στα μαλλιά, σέρνοντας τα

νύχια του στην επιδερμίδα.

– Αντώνηηη, κάλεσε, εις μάτην, βοήθεια από τον φίλο του που είχε παραμείνει

έξω.

Η νυχτερίδα, στην προσπάθειά της να απελευθερωθεί, μπερδευόταν όλο και

περισσότερο. Όταν κατάφεραν να βγουν, ο Μιχάλης εξακολουθούσε να σκεπάζει την

Κλέλια και η νυχτερίδα να παραμένει στο κεφάλι του παγιδευμένη.

Είδαν τον Αντώνη που η αντίθεση σκότους-φωτός τον καθιστούσε διάφανο.

– Θα τρελαθώ; τον ρώτησε με απόγνωση ο Μιχάλης.

Είχε ακούσει πως, όταν μια νυχτερίδα καθήσει στο κεφάλι κάποιου ή μπλεχτεί στα

μαλλιά του και τον ματώσει, του παίρνει τα λογικά. Τον τυφλώνει με κάποιο

πάθος και τον κάνει άβουλο του βασιλείου της νύχτας.

– Γιατί προχωρήσατε τόσο βαθιά; τους μάλωσε ο Αντώνης. Δεν συναντήσατε τους

τεράστιους λόφους των γκουανό;

Έτσι ονομάζουν τα περιττώματα των νυχτερίδων, εξήγησε στην Κλέλια, που ακόμη

δεν είχε συνέλθει από την ταραχή. Στην επιστροφή δε μιλούσε κανένας.

«Θα φύγει», συμπέρανε ο Μιχάλης για την Κλέλια. Επικέντρωνε την προσοχή του

στη φύση και στους αγρότες που εργάζονταν στα χωράφια. Οι κορυφές των

δεντροστοιχιών ενώνονταν σε μια συνεχόμενη αψίδα. Κρατώντας ακόμη το κεφάλι

του, ξάπλωσε στο πίσω κάθισμα του οχήματος. Του άρεσε να βλέπει τα κλαδιά των

δέντρων να φεύγουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, όσο ο ίδιος θα παρίστανε τον

τραυματισμένο.

Η Κλέλια κι ο Αντώνης ήταν προσηλωμένοι στα μακεδονίτικα τραγούδια του

ραδιοφωνικού προγράμματος. Στις ειδήσεις που ακολούθησαν πρώτο θέμα ήταν

κάποια «εγκληματική ενέργεια». Συνελήφθησαν, έλεγε η εκφωνήτρια, οι

κλέφτες της τύρφης των Φιλίππων. Εκείνοι που συστηματικά εγκληματούσαν εις

βάρος της αγροτικής παραγωγής των Τεναγών. Αφαιρούσαν τύρφη από τις

παρατενάγιες περιοχές, την οποία στη συνέχεια ανακάτευαν με χώμα για την

καλύτερη και άμεση αξιοποίησή της.

Και ενώ θα ακολουθούσαν τα ονόματα των συλληφθέντων δραστών, η φωνή στο

ραδιόφωνο σίγησε. Οι εκδρομείς κοιτάχτηκαν απορημένοι. Σε λίγο, η ίδια

γυναικεία φωνή ανακοίνωνε, ως έκτακτο δελτίο, άλλη μία «εγκληματική

ενέργεια». Την απόπειρα δολοφονίας του ενός εκ της τριανδρίας των

συνταγματαρχών, Γεώργιου Παπαδόπουλου, από τον Αλέξανδρο Παναγούλη. Ο δράστης,

έλεγε, είχε συλληφθεί και ήδη υποβαλλόταν σε βασανιστήρια για την αποκάλυψη

συνενόχων.

Κάτι πήγε να σχολιάσει η Κλέλια. Άντ’ αυτού, αναζήτησε με το βλέμμα τον

Μιχάλη. Εκείνος εξακολουθούσε να σκεπάζει το κεφάλι του.

Τρεις μέρες αργότερα ο Βασιλιάς των Ελλήνων, Κωνσταντίνος Β΄, θα στείλει από

τη Ρώμη συγχαρητήριο τηλεγράφημα στον Γεώργιο Παπαδόπουλο, «επί τη διασώσει

του». Μετά δε από ένα χρόνο, με μήνυμά του προς τον ίδιο θα «λυπείται

διότι από έτους η Κυβέρνησις έχει διακόψει πάσαν μετ’ αυτού επαφήν και δεν του

απέστειλε τηλεγράφημα κατά την ονομαστικήν του εορτήν».

***

Στο σπίτι περίμενε τον Μιχάλη μια ειδοποίηση της αστυνομίας που τον όριζε

εφορευτική επιτροπή στο εκλογικό τμήμα του δημοτικού σχολείου της Αγίας

Βαρβάρας, για το Δημοψήφισμα που θα επέβαλλε το νέο σύνταγμα στη χώρα.

Εκείνο του συνταγματάρχη Γεώργιου Παπαδόπουλου.

Έντρομος, απέδωσε την απρόσμενη εμπλοκή του με την πολιτική στην επικάθιση της

νυχτερίδας στο κεφάλι του.

– Γρουσουζιά, γρουσουζιά, επαναλάμβανε. Άβουλος θα καταντήσω στο βασίλειο της

νύχτας.

Τα έβαζε με όλους και με όλα.

Την ημέρα της ψηφοφορίας – ένα, σχεδόν, μήνα αργότερα – και μετά τη δύση του

ηλίου, στο εκλογικό τμήμα του Μιχάλη έκανε την εμφάνισή του κάποιος ανώτερος

στρατιωτικός που, από τον τρόπο συμπεριφοράς και ομιλίας του, έδειχνε

Πελοποννήσιος. Ήταν σκαιός και φερόταν στα μέλη της εφορευτικής επιτροπής

περίεργα. Εκείνοι, όσο κι αν αισθάνονταν προσβεβλημένοι, δεν τολμούσαν να

αντιδράσουν. Πολύ περισσότερο όταν την επομένη, τα «ΝΑΙ» του αποτελέσματος

άγγιζαν, πανελληνίως, το ενενήντα δύο τοις εκατό και τα «ΟΧΙ» το οκτώ.

«Έλληνες, ενικήσαμεν», ωρυόταν από το ραδιόφωνο ο θριαμβευτής του

δημοψηφίσματος, συνταγματάρχης. «Είμεθα ελεύθεροι να προβώμεν…»

***

Τον Ιούλιο του 1973 ο Μιχάλης ξαναβρέθηκε στο εκλογικό τμήμα της συνοικίας

του. Το πολίτευμα της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας ετίθετο προ δημοψηφίσματος. Ο

πρώτος των συνταγματαρχών, Γεώργιος Παπαδόπουλος, είχε ήδη προαναγγείλει την

εγκαθίδρυση «Κοινοβουλευτικής Προοδευτικής Δημοκρατίας».

Όταν, με τη δύση του ηλίου, έκλεισαν οι κάλπες, εμφανίστηκε ο ίδιος

στρατιωτικός. Συμπεριφέρθηκε με τον ίδιο προσβλητικό τρόπο, αλλά ποιος είχε το

σθένος να αντιδράσει, και για ποιο λόγο.

Στον Μιχάλη είχαν αναθέσει να τρυπάει με μια μεγάλη βελόνα τις ταυτότητες των

ψηφοφόρων, προς αποφυγή διπλής ψηφοφορίας και πάσης νοθείας.

Ο αξιωματικός διέταξε να βγουν όλοι, πλην δύο στρατιωτών, στον διάδρομο του

σχολείου, κλειδώνοντας από μέσα την πόρτα. Κάποιος θαρραλέος της επιτροπής

αναρριχήθηκε σε ένα από τα, βαμμένα με στουπέτσι, παράθυρα. Ήταν σπασμένο σε

μία γωνία, επιτρέποντάς του να βλέπει. Οι στρατιώτες αναποδογύρισαν την κάλπη,

αδειάζοντας το περιεχόμενο σε ένα στρατιωτικό σάκο. Την ξαναγέμισαν με

φακέλους που είχαν φέρει μαζί τους. Σφραγισμένους, με σφραγίδα και υπογραφή.

Αντικατέστησαν την κορδέλα ασφαλείας με άλλη του ίδιου χρώματος. Ο αξιωματικός

έσταξε στον κόμπο βουλοκέρι. Όταν οι έφοροι του εκλογικού τμήματος επέστρεψαν

στην αίθουσα, τα πάντα ήταν τακτοποιημένα. Ο Πελοποννήσιος, με υπεροπτικό

ύφος, έδωσε εντολή να προβούν στην προσεκτική και ανόθευτη καταμέτρηση

των ψήφων.

– Κοιτάχτε μη βγάλετε από μέσα κανέναν αράπη, γέλασε και τους έκλεισε

το μάτι με νόημα.

Την επομένη, όλα τα εγχώρια μέσα μαζικής ενημέρωσης πανηγύριζαν για το

εβδομήντα εννέα τις εκατό των «ΝΑΙ» και το είκοσι ένα των «ΟΧΙ». Σε αντίθεση

με τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία που κατήγγειλαν την τεκμηριωμένη χάλκευση

του αποτελέσματος, αλλά ποιος έδινε σ’ αυτά σημασία.

***

Η Κλέλια άκουγε τα αποτελέσματα από το ραδιόφωνο. Κλεισμένη μέρες στο μικρό

διαμέρισμα που είχε νοικιάσει, πνιγόταν. Η Αθήνα της φαινόταν ανυπόφορη.

– Η ζωή είναι απάνθρωπη, σκληρή, μηρύκασε μια παλιά της πεποίθηση.

Σήκωσε το ακουστικό και ακούμπησε το δεξιό δείχτη της στο μηδέν.

Επιμέλεια: Μικέλα Χαρτουλάρη