Πριν από χρόνια πολλά, όταν τα πρωινά ήταν λαμπερά κι ανέφελα και τα μεσημέρια

τύφλωναν κι έκαιγαν στο λιοπύρι τους, όταν οι μέρες ήταν ατέλειωτες και οι

νύχτες πολύβουες απ’ τον θαλασσινό αέρα και τα βήματα στα βότσαλα της

παραλίας, η Εύα κι εγώ αποτραβιόμασταν σε μια ρηχή σπηλιά ενός βράχου που

αγνάντευε τον κόλπο, ανάβαμε ένα τσίγκινο λαμπάκι πετρελαίου και ξαπλωμένοι

στον επίπεδο βράχο, λειώναμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, φιλιόμασταν και

κάναμε ό,τι δεν γινόταν κάτω απ’ το βλέμμα του ήλιου, με λίγα λόγια τα πάντα,

εκτός από έρωτα, γιατί αφού εγώ στα εννιά ήμουν ένα χρόνο μικρότερος από την

Εύα, με έπεισε να περιμένω ώσπου να έχω τη δική της ηλικία για να γίνει το

πράγμα σωστά.

Εκείνη ντυνόταν σ’ ένα σβησμένο μαύρο ή σκούρο γκρι για να κρύψει ένα πρώιμα

γεμάτο στήθος – την όποια γυναικεία καμπύλη. Ακριβής στις κινήσεις της κι όμως

ανάλαφρα ευκίνητη, διατηρούσε την ίδια χορευτική περπατησιά στα νοτισμένα βρύα

και στις πέτρες. Πνεύμα σπινθηροβόλο, μάτια μπλε (η ίριδα του αριστερού ματιού

της είχε μια πινελιά γαλανοπράσινη) και μύτη ίσια ελληνική, προέκταση του

τόξου των φρυδιών της, έδειχνε δύο χείλη, που το περίγραμμά τους δήλωνε (παρά

την τόση δίψα για φιλιά) ακρίβεια και σαφήνεια στη γλώσσα, ενώ τα μαλλιά της,

μαλλιά καλοκαιριού ανοιχτά, κυμάτιζαν δίχως πνοή ανέμου.

Λίγα απ’ αυτά που κλωθογύριζαν αμίλητα πάνω απ’ το πρόσωπο πιάνονταν ανάμεσα

στα χείλη της, κι όταν για πρώτη φορά φιληθήκαμε, ένα φιλί απαλό σαν σε χορδές

επάνω μουσικού οργάνου, έκλαψε από χαρά. Τα χείλη μου λοξοδρομώντας σύρθηκαν

ώς το αυτί της, όπου τα λόγια μου, σωσμένα απ’ τον πνιγμό της ταραχής, δεν

πήγαν ανώφελα, αφού έξαφνα μέσα της κάτι σκίρτησε, και στα μέλη της σηκώθηκε

αναπάντεχα ένα ρίγος μαζί με μια ανθοφορία μεθυστική – κόκκινες παπαρούνες κι

ανεμώνες, μη με λησμόνει, νεραγκούλες, κι άλλα ακόμη τέτοια, ανοιγμένα στους

λεπτούς τους μίσχους, διψασμένα μικρά στοματάκια πιεσμένα στα μέλη μου.

Έχοντας φιληθεί από την Εύα, και καταστραφεί, τα χείλη μου χωρίς αυτήν μόνο

λόγια μπορούν να ψελλίσουν, και την εκάστοτε άναρθρη άφθα. Πώς φιλούσε τόσο

εύγλωττα; Πώς η γλώσσα που μιλούσαμε στόμα με στόμα είχε τη συνοχή της

μουσικής; Κανένας απ’ τους δυο μας δεν είχε ακόμα φιληθεί από άλλον, ούτε φιλί

περίτεχνο, ούτε ισχνό, λαίμαργο ή συριστικό, ούτε με γεύση σκόνης, ούτε από

σαρκοβόρο αρπακτικό που η γλώσσα του είναι τόσο σφοδρά επιθετική και ανίκανη

να τραγουδήσει τη χαρά του έρωτα μη τύχει και διακινδυνέψει γονιμοποίηση. Όταν

άνοιξε τα χείλη της σ’ ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο, ζητώντας να ανασάνω την ανάσα

της πριν τη φιλήσω, έσβησα, χάνοντας κάθε αίσθηση τόπου και χρόνου. Πώς είχε

μάθει να φιλά τόσο εύγλωττα χωρίς εξάσκηση;

Αργός όπως ήμουν, σκέφτηκα πως χρειαζόμουν μόνο έναν ακόμη χρόνο για να φτάσω

τα δέκα, την ηλικία της, κι έτσι περίμενα όσο υπομονετικά μπορούσα. Το επόμενο

καλοκαίρι ήρθε και γι’ άλλη μια φορά αρχίσαμε να μένουμε έξω ως αργά,

παίζοντας κρυφτό και ξεστρατίζοντας για να κρυφτούμε στη σπηλιά μας, όπου κάτω

απ’ το φως της λάμπας που τρεμόπαιζε αγκαλιαζόμασταν, ανασαίναμε ο ένας τον

άλλον και φιλιόμασταν, και κάναμε τα πάντα εκτός απ’ το μοναδικό εκείνο πράγμα

για το οποίο ήμουν ακόμα μικρός, γιατί παρ’ όλο που είχα φτάσει πια στα δέκα,

και η Εύα είχε μεγαλώσει κατά ένα χρόνο, φτάνοντας στα έντεκα.

Ήμουν τόσο αργός στο να το καταλάβω, αλλά φαίνεται πως ήμουν αργός σχεδόν σε

όλα όσα συνέβαιναν γύρω μου: αργός στο να ζυγίζω αυτά που μου έλεγε ο κόσμος

(πόσο μάλλον το τι εννοούσε), αργός στο να βλέπω ακόμα και το προφανές, και

αργός στο να αντιλαμβάνομαι σε βάθος – τόσο αργόστροφος μάλιστα, που μέχρι να

συνειδητοποιήσω ότι κάποιος με κορόιδευε και γελούσε εις βάρος μου, ήταν αργά

για να αντιδράσω.

«Ναι, σίγουρα, είσαι λίγο αργός», συμφωνούσε η Εύα, «αλλά ταιριάζει με όλα τα

άλλα του χαρακτήρα σου, κι εκτός αυτού είναι χαριτωμένο».

Μπορεί να μη διαφωνούσε για το ότι ήμουν αργόστροφος, αλλά δεν συμφωνούσα

καθόλου μαζί της γι’ αυτό το «χαριτωμένο». Δεν ήταν χαριτωμένο. Ήταν μια πηγή

θλίψης και σύγχυσης, μια αντίληψη της έλλειψης αντίληψης, που τόσο συχνά με

εξανάγκαζε να αποφεύγω την παρέα των άλλων, και να δέχομαι την μοναξιά γι’

αντάλλαγμα.

Κι έτσι εκείνο το καλοκαίρι και το επόμενο παρέμεινε ένα χρόνο μεγαλύτερη από

μένα, ξεφεύγοντάς μου – μέχρι το 1948 όπου, χάρις στο ότι ήταν δίσεκτο,

γινόμουν δεκατεσσάρων και έφτανα επιτέλους την Εύα, που στο φως αυτής της

λάμπας πετρελαίου μού είχε υποσχεθεί τον κόσμο ολόκληρο.

«Σε παραδέχομαι», είπε, ξεκουμπώνοντας την μπλούζα της και αδειάζοντας πάνω

στο πέτρινο κρεβάτι μας χούφτες αγριολούλουδα που είχε μαζέψει νωρίτερα απ’ τα

χωράφια. Προφανώς, δεν είχα μόνο φτάσει την Εύα, αλλά με κάποιο τρόπο αυτό την

έκανε να φαίνεται ακόμα πιο μικρή απ’ ό,τι ήταν, αφού είχε κερδίσει μόνο μια

επιπλέον μέρα τον περασμένο Φεβρουάριο, και όχι έναν ολόκληρο χρόνο, όπως εγώ,

που είχα ερμηνεύσει την λέξη Δίσεκτο κυριολεκτικά. Όμως νομίζω ότι χρειαζόταν

μόνο μία πρόφαση για να ξεφορτωθεί αυτό το πλεονέκτημα τού επιπλέον χρόνου,

μαζί μ’ εκείνον τον άχαρο όρο που το συνόδευε – και για να έρθει εκείνη η

μοναδική στιγμή της θυσιαστικής τελετουργίας στη Θεά του Έρωτα.

Ωστόσο, έχοντας γίνει συνομήλικος της Εύας δεν μ’ έκανε αυτόματα λιγότερο

αργόστροφο στο να αντιλαμβάνομαι πώς λειτουργούσε ο κόσμος, ενώ η δική της

φαντασία και ευρηματικότητα συνέχιζαν να εξουσιάζουν τη σχέση μας.

«Τι κι αν είσαι λίγο αργόστροφος; Υπάρχουν τόσα στον κόσμο που κανείς πρέπει

να προτιμά να είναι αργός και σχολαστικός παρά γρήγορος και τσαπατσούλης».

«Παράδειγμα», την προκάλεσα.

Αμέσως απέδειξε το αντίθετο, σκαρώνοντας κάτι που εγώ εξέλαβα ως υπεκφυγή:

«Εξάλλου, όταν έρθει εκείνη η ώρα, θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να

ξεχάσουμε το γεγονός ότι είμαστε ξαδέρφια…».

Βόμβα! Ποιος είπε ότι ήμασταν ξαδέρφια;

«Ποιος λέει ότι δεν είμαστε;».

Μπαστουνιά! Κι ενώ δεν είχα διανοηθεί ποτέ ότι εγώ κι η Εύα ήμασταν ξαδέλφια,

από εκείνη τη στιγμή και μετά δεν μπορούσα να το βγάλω από τον νου μου.

«Όπως σου είπα, πρέπει να μάθουμε να το ξεχνάμε,» πρόσθεσε. «Με την εξάσκηση

θα γίνουμε τέλειοι».

Έτσι, όταν εκείνη η ώρα έφτασε επιτέλους, κι έπρεπε να παραδεχτώ ότι οι

προσπάθειές μου να ξεχάσω είχαν στεφθεί με αποτυχία, η Εύα ρούφηξε την ανάσα

μου, με φίλησε παθιασμένα, και απλώνοντας τα λουλούδια στο πέτρινο κρεβάτι

μας, είπε: «Απλά κάνε ό,τι σου λέω, αγάπη μου, και νομίζω ότι όλα θα πάνε

καλά».

Αρχίσαμε να φιλιόμαστε πάλι, και τότε η Εύα έγειρε με την πλάτη πίσω κι εγώ

χώθηκα ανάμεσα στα μπούτια της, χωρίς να αργήσω να αντιληφθώ, καθώς έγδερνα τα

γόνατά μου στην σκληρή επιφάνεια, ότι τα λουλούδια ήταν άχρηστα σαν στρώμα.

Αυτό και η έξαψη από την επαφή των κορμιών μας όντως έβγαλαν απ’ το μυαλό μου

τη σκέψη ότι ήμασταν ξαδέρφια, κι όταν η Εύα μού ψιθύρισε στο αυτί «φαντάσου

εμένα σαν ένα κήπο με λουλούδια και τον εαυτό σου σαν μια καταιγίδα», έκανα

ακριβώς ό,τι μου είπε και, μαζεύοντας δύναμη, έσπρωξα και διαπέρασα τον κήπο

της σαν αστραπή, βγάζοντας μια κραυγή όπως κι εκείνη καθώς γίναμε ένα, ένα

θηρίο με δύο πλάτες, σπαρταρώντας απ’ τον πόνο χωρίς να σταματάμε, ωστόσο,

θέλοντας με κάθε τρόπο να μείνουμε έτσι για πάντα.

Δεν θέλαμε να σταματήσουμε αλλά σύντομα έπρεπε, τουλάχιστον μέχρι το τσούξιμο

από τις αμυχές να ηρεμούσε κάπως και να το ξεχνάγαμε, μαζί με τη σκέψη ότι

ήμασταν συγγενείς, γεγονός που ο πόνος είχε υπενθυμίσει και στους δυο μας.

«Κάνε όπως σου λέω», είπε μετά από λίγο η Εύα, «φαντάσου εμένα σαν έναν αγρό,

κατακαλόκαιρο, ξεραμένο, γεμάτο ρωγμές, διψασμένο και τον εαυτό σου σαν μια

σιγανή βροχή».

Έκανα ακριβώς αυτό και ξεκινήσαμε πάλι, απαλά και αργά στην αρχή, πιο δυνατά

και αδιάκοπα στη συνέχεια, μέχρι που ξαφνικά η Εύα σείστηκε σύγκορμη και

γέμισε ολόκληρη λουλούδια και σοδειές, και ήταν έτοιμη να κλάψει πάλι, αλλά το

μόνο που άκουσα ήταν ένας πνιγμένος ήχος μέσ’ απ’ τον λαιμό της καθώς ο κορμός

της τράνταξε και στα μάτια της ανάβλυσαν δάκρυα. «Έλα, έλα, μη σταματάς», με

ενθάρρυνε. Για άλλη μια φορά είχα αργήσει να νιώσω τι συνέβαινε, και

χρειάστηκε λίγη ώρα μέχρι το σύννεφο να ξεσπάσει σε μπόρα μέσα μου και να

προφτάσω την Εύα με τον ίδιο σπαραγμό, με τον ίδιο λυγμό στον λαιμό μου.

Μας πήρε ώρα μέχρι να ηρεμήσει η αναπνοή μας καθώς κοιτούσαμε τη φλογίτσα της

λάμπας που τσιτσίριζε, και ύστερα η Εύα με κοίταξε κατάματα, χαμογελώντας, και

είπε: «Δεν σου αρέσει τώρα, που είσαι λίγο αργός σε όλα σου;».

Τέλη Ιουνίου, περασμένη η ώρα, φορώντας τα ρούχα μας στο λιτό φως της λάμπας,

παρατηρήσαμε ο ένας στον άλλον τους λεκέδες απ’ τις ανεμώνες και τις

παπαρούνες, και δεν τους ξεχωρίζαμε από τα αίματα και από τις μελανιές της

θυσίας στην πέτρα.

Πάνω ψηλά, τα άστρα τρεμόφεγγαν, στο νυχτερινό στερέωμα του Ιουνίου,

δικαιωμένα στην ευνοϊκή τους θέση.

Κάτω χαμηλά, η θάλασσα φωσφόριζε, αγκαλιάζοντας και σφίγγοντας τον βράχο στα

μέλη της, τρυφερά, μελανιάζοντάς τον.

Μτφ: Μαρία Δημητριάδου

Επιμέλεια: Μικέλα Χαρτουλάρη