Μ’ αρέσει εδώ. Μ’ αρέσει κυρίως αυτήν την ώρα. Ο ήλιος έχει δύσει και το

σκοτάδι πέφτει σιγά σιγά. Οι ιέρειες και οι βοηθοί κάνουν τις τελευταίες

δουλειές. Σε λίγο θ’ ανάψουν τα λυχνάρια και η σιωπή θα σκεπάσει τα πάντα.

Καμία τους δε μ’ ενοχλεί όταν με βλέπουν να κάθομαι εδώ. Το ξέρουν ότι το έχω

ανάγκη. Έτσι ησυχάζω. Τα κοριτσάκια, οι μικρές αρκουδίτσες, έχουν ξαπλώσει και

προσπαθούν να κοιμηθούν. Προσπαθούν. Γιατί είναι βέβαιο ότι θυμούνται και

νοσταλγούν τα σπίτια τους, τους γονείς τους, τ’ αδέλφια τους. Τους λέμε ότι

πρέπει να είναι υπερήφανες που ήρθαν εδώ ταγμένες. Που θα μείνουν σχεδόν δέκα

χρόνια μέχρι να ενηλικιωθούν και να φύγουν. Ότι είναι τιμή τους που

διαλέχτηκαν να υπηρετήσουν τη Βραυρωνία Αρτέμιδα. Μικρή παρηγοριά, το ξέρω.

Έτσι κι εγώ έζησα απαρηγόρητη και μέσα στη νοσταλγία. Στην Κριμαία, έκλεινα τα

μάτια, κι έβλεπα το παλάτι μας στο λόφο των Μυκηνών. Τις ήσυχες πλαγιές

έβλεπα, πράσινες την άνοιξη, και κίτρινες καμένες απ’ τον ήλιο το καλοκαίρι.

Τη μάνα μου έβλεπα, που της άρεσε ν’ απλώνει τα κοσμήματά της και να διαλέγει

τα περιδέραια ή τα ενώτια που ταίριαζαν με το ένδυμα της ημέρας. Εκείνη

προτιμούσε τα χρυσά με τις μέλισσες ή τους ρόδακες. Εγώ της πρότεινα τα άλλα,

εκείνα με το μπλε λάπι και τη διάφανη ορεία κρύσταλλο. Η μάνα μου. Ο πατέρας

μου. Οι προσφιλείς μου. Που πήγαν από βίαιο θάνατο, δοσμένο από χέρι δικού

τους ανθρώπου. Πριν γεράσουν.

Εγώ πάλι πάντα ονειρευόμουνα να γεράσω. Τότε, στην αμμουδερή Αυλίδα, ενώ

καταγής σπαρταρούσε η ελαφίνα και το αίμα της πιτσιλούσε τους ιερείς, εγώ

σκεφτόμουνα ότι να, τώρα θα έρθει η σειρά μου και τι κρίμα που δεν θα γεράσω,

να δω τα παιδιά και τα εγγόνια μου γύρω απ’ το κρεβάτι μου να μ’ αποχαιρετούν,

ώριμη για θάνατο και βόλτες στα λιβάδια με τους ασφόδελους. Όμως αλλιώς τα

λογάριαζε η θεά. Μ’ άρπαξε, με σήκωσε στον αέρα, με πέρασε πάνω από θάλασσες,

το Αιγαίο, την Προποντίδα, τον Εύξεινο και με πήγε στη χώρα των Ταύρων, την

Κριμαία. Εκεί μ’ ακούμπησε απαλά, στην αυλή του ναού της. Ιέρεια. Ιέρεια.

Στη σκληρότητα έζησα. Οι βάρβαροι Ταύροι θυσίαζαν όποιον Έλληνα ή ξένο ξέπεφτε

στα μέρη τους. Άλλοι έκαναν το σφάξιμο. Εγώ όμως προετοίμαζα τα θύματα. Τα

καθαγίαζα, τα ράντιζα μ’ αγιασμένο νερό και παρακολουθούσα ψύχραιμη τα

υπόλοιπα. Χρόνια έμεινα εκεί. Με τη νοσταλγία στην ψυχή. Τις Μυκήνες, τις

χρυσές Μυκήνες ονειρευόμουνα. Το σπίτι μου. Τ’ αδέλφια μου. Τον άνδρα που ποτέ

δεν μ’ άγγιξε. Στην Αυλίδα πήγα για γάμο. Ο Αχιλλέας ήταν όμορφος. Τον ήθελα.

Είχαμε κατεβάσει τα προικιά απ’ την άμαξα και εγώ πάτησα χαμογελαστή τη γη της

Αυλίδας και καμάρωνα τις σκηνές και το στράτευμα, και τον πατέρα αρχιστράτηγο.

Αυτόν τον πατέρα, το αξιοθρήνητο, άβουλο πλάσμα. Πάντα μετέωρο, ταλαντευόμενο

και δίβουλο, να υπόσχεται και να παίρνει το λόγο του πίσω, να γράφει γράμματα

και να τα σβήνει. Να τον παρακαλάω να μη μου δώσει θάνατο πρόωρο. Ότι είναι

γλυκό να βλέπεις το φως του ήλιου. Να μη με πιέσει ν’ αντικρύσω τις αυλές του

κάτω κόσμου. Τρέλα είναι ο πόθος του θανάτου. Καλύτερα ζωή άθλια παρά θάνατος

ωραίος. Του έλεγα. Εκείνος όμως έβλεπε πέρα, τα καράβια που έστεκαν με

κρεμασμένα τα πανιά, περιμένοντας. Περιμένοντας τη δική μου θυσία… Μετά πήρα

την απόφαση. Με την πλάτη στον τοίχο ήμουνα. Αλλιώς δεν μπορούσα να κάνω.

Θυμήθηκα την καταγωγή μου και τη ντροπή που θα μ’ ακολουθούσε. Από μένα

κρέμονταν όλοι και με κοιτούσαν. Ο θάνατός μου θα έφερνε τη λύτρωση, τη

σωτηρία. Το κορμί μου στην πατρίδα θα δώσω, αποφάσισα. Είπα της μάνας μου να

μην κόψει ούτε μια πλεξίδα απ’ τα μαλλιά της και να μην μαυροφορεθεί. Θα

τιμούσα τη θυσία μου. Δάκρυ απ’ τα μάτια μου δεν θα έβλεπαν. Κρίμα που δεν θα

γεράσω, πρόλαβα να σκεφτώ και το σύννεφο της θεάς με τύλιξε. Στην Ταυρίδα που

με πήγε, οι μέρες και οι νύχτες περνούσαν ίδιες. Σ’ εκείνου του πόντου τ’

αφιλόξενα μέρη – τα άγονα ­, ξένη μέσα σε ξένους κατοικούσα, χωρίς άντρα,

παιδιά, φίλους, πατρίδα, εξόριστη και λησμονημένη. Άγαμος, άτεκνη, άπολις,

άφιλος. Όταν είχαμε όμως να κάνουμε θυσία ανταριαζόμουνα. Αλλά πάλι με την

πλάτη στον τοίχο ήμουνα.

Όταν είδα το όνειρο φοβήθηκα. Από το πατρικό μου σπίτι, λέει, μετά από δυνατό

σεισμό, μόνο ένας στύλος είχε απομείνει και είδα κατάπληκτη να φυτρώνουν ξανθά

μαλλιά στην κορυφή του και να μιλάει ο στύλος μ’ ανθρώπινη μιλιά. Και εγώ,

λέει, του έριχνα αγιασμό θρηνώντας σίγουρη για τη σφαγή που θα ακολουθούσε.

Και είχα εξηγήσει το όνειρο: Ο Ορέστης, ο Ορέστης μας, είχε πεθάνει. Γιατί

στύλοι των σπιτιών είναι τ’ αρσενικά παιδιά. Θα έβαζα μαύρα και θα πενθούσα,

γιατί ο αδελφός μου κάπου είχε πεθάνει. Όταν έφεραν μπροστά μου τους δύο

ξένους αλυσοδεμένους, καθόλου δεν υποψιάστηκα. Τους ρώτησα αν ήταν αδέλφια,

γιοι μιας μάνας. Ο ένας πήρε θάρρος και μου απάντησε πως ήταν αδέλφια στην

αγάπη αλλά όχι στο αίμα. Πάλι δεν πήγε ο νους μου. Όταν μετά από μακριά

συζήτηση κατάλαβα κι έγινε η αποκάλυψη, όλα ήταν πάνω από θαύματα και λόγια.

Μπροστά μου είχα τον Ορέστη τον αδελφό μου και τον Πυλάδη τον παιδικό του

φίλο. Έπρεπε να τους γλιτώσω. Να τους γλιτώσω και να σωθώ κι εγώ αν γινόταν.

Αν όχι, ας χανόμουν εγώ κι ας γλίτωνε εκείνος, ο Ορέστης. Ο βασανισμένος, ο

τυραννισμένος, ο μητροκτόνος. Ας χανόμουν εγώ, πίσω όμως δεν θα έκανα.

Αποζητιέται ο άντρας, σα λείψει, ενώ η γυναίκα όχι και τόσο. Ο Ορέστης, ο

Ορέστης μου, όμως είπε ότι δεν θα γινόταν φονιάς και της μάνας μας και δικός

μου. Έφτανε εκείνης το αίμα. Ή θα με πήγαινε κι εμένα πίσω στο σπίτι μας μαζί

του ή μαζί μου νεκρός θα έμενε. Ο φίλτατος. Ο αγαπημένος μου. Τότε ήρθε,

θεόσταλτο λέω, το σχέδιο στο μυαλό μου. Με τη βοήθεια των γυναικών το

κατάφερα. Οι γυναίκες κράτησαν το μυστικό, γιατί στο φύλο το δικό μας, το

γυναικείο, η μία αγαπά την άλλη κι έχουμε εμπιστοσύνη. Τις ικέτεψα, είναι

αλήθεια. Τις όρκισα σ’ ό,τι πιο ιερό είχαν. Στο δεξί τους χέρι, στο μάγουλό

τους το γλυκό, στα γόνατά τους, στη μάνα, στον πατέρα, στα παιδιά τους, σ’

ό,τι πιο ακριβό είχαν. Κι αυτές κράτησαν τον όρκο. Είπα στο βασιλιά Θόα, ότι

οι ξένοι μιάσματα ήτανε. Φονιάδες απ’ τον τόπο τους μας ήρθαν. Ότι το άγαλμα

της θεάς, το ξύλινο αρχαίο ξόανο, γύρισε απ’ την άλλη, να μην τους βλέπει. Κι

ότι το άγαλμα έπρεπε να το εξαγνίσω στη θάλασσα. Κάθε ανθρώπινο κακό η θάλασσα

το πλένει, του είπα. Και δώσε διαταγή, του είπα, να κλειστούν όλοι στα σπίτια

τους, μπροστά στο μίασμα να μη βρεθούνε, γιατί κολλάει σ’ όλους. Και τότε

εμφανίστηκε η θεά βοηθός μας, – όχι η Άρτεμη, μα η αδελφή της η Αθηνά – και

είπε του Ορέστη να πάρει το άγαλμα αλλά κι εμένα την αδελφή του και να φύγει.

Να φτάσει στην Αττική του είπε, απέναντι απ’ το ακρωτήρι της Καρύστου, εκεί

που ο λαός ονομάζει τον τόπο Αλές, κι εκεί να χτίσει ναό, που οι θνητοί θα

ονομάζουν της Ταυροπόλου Αρτέμιδος. Κι εσύ, Ιφιγένεια – μου είπε – θα γίνεις

ιέρεια στους ιερούς Βραυρώνιους λόφους. Εκεί θα μείνεις, κι εκεί θα σε θάψουν,

σαν πεθάνεις. Κι όσα υφαντά ρούχα μένουν στα σπίτια των γυναικών που θα τύχει

να πεθάνουν στη γέννα τους απάνω, σε σένα θα τα προσφέρουν.

Κάναμε όπως είπε η θεά. Το ξόανο της Άρτεμης ησυχάζει τώρα εδώ, μέσα στο ναό.

Πλήθος τα ρούχα των γυναικών που πέθαναν στη γέννα και τ’ αφιέρωσαν σε μένα.

Προστάτιδα της ευτοκίας με ονομάζουν, όταν λένε τ’ όνομά μου. Παρηγοριά μου τα

κοριτσάκια που τάζουν οι Αθηναίοι στη θεά και φτάνουν εδώ με τους κροκωτούς

χιτώνες τους, φοβισμένα που θα μείνουν δέκα χρόνια στην ερημιά, μακριά από

τους δικούς τους. Τα καταλαβαίνω και τα συμπονώ. Αλλά έτσι είναι αυτά που

προστάζουν οι θεοί. Χωρίς οίκτο. Χωρίς έννοια για τ’ ανθρώπινα. Τώρα οι μικρές

θα προσπαθούν να κοιμηθούν και να μη θυμούνται. Οι κίτρινοι χιτώνες θα

κρέμονται πλάι στα κρεβάτια τους. Μικρές αρκουδίτσες μου, αγάπες μου, παιδιά

μου, παρηγοριά μου. Μόνο αν φουσκώσει το ποτάμι, ο Ερασίνος, και μας σκεπάσει

όλες, μόνο τότε θα γλιτώσουμε. Δεν κρατάω κακία σε κανέναν. Ούτε σε θνητό ούτε

σ’ αθάνατο. Όλα τα τακτοποίησαν οι θεές, μεγάλο τ’ όνομά τους. Ο Ορέστης, ο

Ορέστης μου, ησύχασε απ’ τις Ερινύες και βασιλιάς στο Άργος έγινε. Δίκαιος.

Δίκαιος και μεγαλόκαρδος. Όπως όλοι όσοι ταλαιπωρήθηκαν στη ζωή τους. Μ’

αρέσει που γέρασα. Από μικρή ονειρευόμουνα να γεράσω. Τότε νόμιζα ότι θα

καθόμουνα στις αυλές του παλατιού και θ’ αγνάντευα τους λόφους των Μυκηνών. Κι

εδώ όμως είναι ωραία. Μ’ αρέσει που έχουν πια καταλαγιάσει μέσα μου τα πάθη.

Ευλογία τα γηρατειά που έρχονται γαλήνια, ήσυχα, χωρίς πόνους και ασθένειες.

Μου αρέσει που είμαι ήρεμη και η αρμονία τρέχει μέσα μου σαν ρυάκι απαλό. Και

δεν με νοιάζει πια που εξακολουθώ να είμαι άγαμος, άτεκνη, άπολις, άφιλος. Με

την πλάτη στον τοίχο είμαι πάντα.

Επιμέλεια: Μικέλα Χαρτουλάρη