«Είσαι ο Παπαδόπουλος», επέμενε ο γέρος αγρότης στο καφενείο του χωριού Τρία

Πηγάδια. Ευτυχώς για καλή μου τύχη ήμασταν μόνοι στο καφενείο. Ο ιδιοκτήτης

του μας είχε πει: «Ευχαρίστως να σας ψήσω τους καφέδες, να σας φέρω παγωμένο

νερό· να, καθήστε εδώ στον ίσκιο όση ώρα θέλετε, αλλά εγώ κλείνω, μεσημέρι

Ιούλιο μήνα με καύσωνα δεν δουλεύω άλλο…».

Έτσι τα έλεγα μόνος με τον γέρο σε μια απόμερη μικρή πλατεία στην άκρη του

χωριού.

Κι ο γέρος επέμενε: «Είσαι ο Παπαδόπουλος».

Βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου, δεν είμαι, αλλά αυτός ήταν ανένδοτος.

***

Ήταν νύχτα στην Καστέλλα. Μια νύχτα άγρια. Το σπίτι του εφοπλιστή Τυπάλδου

έβλεπε τη θάλασσα. Ακουγόταν η βοή της καταιγίδας και των κυμάτων που έσκαγαν

μανιασμένα στα βράχια. Ο ηλικιωμένος εφοπλιστής έβλεπε εφιάλτη. Τελευταία

έκανε παρέα στον ύπνο του με τα 217 θύματα από το ναυάγιο του πλοίου του

Φαιστός στη βραχονησίδα Φαλκονέρα μια αντίστοιχη νύχτα του χειμώνα του

1966. Τότε, στη δίνη της τραγωδίας, είχε παραμείνει ατάραχος. Θεωρούσε ότι

ήταν μέσα στους κινδύνους της δουλειάς να σου βουλιάξει πλοίο κι ήταν

αποδεδειγμένο ότι ο διάολος το έσπαγε το ποδάρι του στις θάλασσες.

Η κουρτίνα του σαλονιού του κουνήθηκε. Και δεν ήταν μόνο ο αέρας μέσα από τις

σκουριασμένες χαραμάδες της μπαλκονόπορτας που την ανασάλεψε. Κάποιος ήταν

κρυμμένος πίσω της. Ο άγνωστος μέσα από τις λάμψεις των κεραυνών προχώρησε με

κομμένη την ανάσα μερικά βήματα προς μια βιτρίνα του σαλονιού. Εκεί βρισκόταν

ένα αρχαίο αγγείο.

Ο Τυπάλδος στριφογύρισε μέσα στον ύπνο του. Ένας από τους πνιγμένους του

πλοίου του κάτι του έλεγε για το αρχαίο αγγείο, αλλά μέσα στη λαίλαπα των

κυμάτων δεν ακουγόταν.

Ο εφοπλιστής το είχε σπίτι του από το 1950. Το εύρημα ήταν από την Κρήτη. Του

το είχε κάνει δώρο ένας πλούσιος πολιτικός στον οποίο τοπικοί παράγοντες

έφερναν με το τσουβάλι αρχαιότητες από λαθρανασκαφές. Κι ο Τυπάλδος το είχε

φυλάξει. Ήταν όμορφο, καλά διατηρημένο και μεγάλης άξιας. Έδειχνε τον

Ποσειδώνα με την τρίαινα και τα κύματα.

Το θυμήθηκε στον ύπνο του γιατί ένα άτομο που έκανε πρόσφατα παρέα μαζί του

τον είχε ρωτήσει επίμονα μια μέρα για την προέλευση και την τιμή του. Τα

τελευταία χρόνια της ζωής του ζούσε μόνος του. Δεν είχε παιδιά. Η μόνη

συγγενής του ήταν η μικρή αδελφή του. Τον Τυπάλδο πλεύρισε σ’ ένα εστιατόριο

που έτρωγε κάθε Τετάρτη μεσημέρι στην Καστέλλα ο πενηντάρης που του συστήθηκε

ως μεσίτης και συμβολαιογράφος. Του συστήθηκε με το όνομα Παπαδόπουλος. Κι

άρχισε να του τακτοποιεί διάφορες μικροϋποθέσεις που είχε σε εκκρεμότητα και

δυσκολευόταν να τα βγάλει πέρα μόνος του. Του εισέπραττε τα νοίκια, του

πούλησε ένα οικόπεδο στην Κινέττα, θα του πουλούσε κι ένα γραφείο στο

Πασαλιμάνι. Ο Παπαδόπουλος, μια μέρα που ο Τυπάλδος είχε γρίπη, είχε πάρει τα

κλειδιά του σπιτιού για να κάνει τα ψώνια για την οικιακή βοηθό που θα ερχόταν

να του μαγειρέψει. Ο Τυπάλδος δεν ήθελε μέσα στο σπίτι του μόνιμο προσωπικό. Ο

Παπαδόπουλος έβγαλε τότε αντίγραφο των κλειδιών. Κι εκείνο το βράδυ τρύπωσε με

το αντικλείδι κατά τη μία μετά τα μεσάνυχτα στο διαμέρισμα του εφοπλιστή.

Ο Παπαδόπουλος κρυβόταν με κομμένη την ανάσα πίσω από την κουρτίνα του

σαλονιού, ενώ έξω άστραφτε. Όταν καταλάγιασε λίγο η καταιγίδα και σιγουρεύτηκε

ότι ο Τυπάλδος εξακολουθούσε να κοιμάται στην κρεβατοκάμαρά του, βγήκε από την

κουρτίνα, άνοιξε τη βιτρίνα, έχωσε το αγγείο σε μια σακούλα με βαμβάκι, το

τύλιξε προσεκτικά μην του σπάσει και βγήκε στις μύτες των ποδιών του από το

διαμέρισμα.

***

Συζητούσα μ’ έναν παλιό γνωστό μου, τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Γρηγορίου. Είχε

γίνει μεγάλο όνομα. Με γερές διασυνδέσεις με την αστυνομία, ευρύ δίκτυο

πληροφοριοδοτών και με την προβολή του από τον Τύπο, ήταν εύκολο να βρίσκει

πελάτες ή για την ακρίβεια οι πελάτες να τρέχουν σ’ αυτόν.

Έφτιαχνα ένα ντοσιέ με παράξενες υποθέσεις, πραγματικές. Η εικόνα που είχα για

το έγκλημα στην Ελλάδα δεν ήταν ειδυλλιακή, όχι πως αυτό με χαλούσε προσωπικά,

απλώς απορούσα με τις αντίθετες αφελείς απόψεις που διάβαζα καμία φορά στις

εφημερίδες, όπως ενός έγκυρου λογοτέχνη ο οποίος υποστήριζε ότι οι αστυνομικές

ιστορίες δεν ταιριάζουν με το φως της Ελλάδας, με τις αρχαιότητες που την

κατακλύζουν, με την ηρεμία του τοπίου, την έκσταση που σε υποβάλει το σκηνικό,

έτσι και ξεφύγεις λίγο από την ασχήμια της μεγαλούπολης. Για την ασχήμια της

μεγαλούπολης δεν το συζητάω, γι’ αυτό εξάλλου κι εγώ ζούσα χρόνια στην

επαρχία, κι ας ήταν αυτό εμπόδιο στη σταδιοδρομία μου.

Το 1987 ο Γρηγορίου έλαβε ένα τηλεφώνημα από την κυρία Τυπάλδου των παλαιών

Ακτοπλοϊκών Γραμμών. «Ήταν εβδομήντα επτά ετών. Η μικρή αδελφή του εφοπλιστή

που ήταν δέκα χρόνια μεγαλύτερός της. Τα είχε ψιλοχαμένα. Ήταν κι εκείνο το

ναυάγιο που τον στοίχειωνε. Ένας εφιάλτης είναι ο πνιγμός στη μαύρη

θάλασσα, ο χειρότερος θάνατος, μου είπε η μικρή αδελφή». Έτσι

εισήγαγε το θέμα ο Γρηγορίου. «Ζήτησε τη συνδρομή μου γιατί ο αδελφός της

ετοιμαζόταν, όπως έμαθε από τον οικογενειακό τους συμβολαιογράφο, να αλλάξει

τη διαθήκη του υπέρ κάποιου άγνωστου δικηγόρου Παπαδόπουλου. Επίσης η γυναίκα

μου μίλησε και για ένα σπάνιο αγγείο που είχε πρόσφατα χαθεί από το σαλόνι του

σπιτιού της Καστέλλας».

***

Ο αρχαιολόγος και λαθρέμπορος Λεόν Χαίρινγκ είχε το ψευδώνυμο φαντομάς, διότι

είχε φτιάξει ένα δίκτυο από ανθρώπους του στην επαρχία, τους έδινε υποδείξεις

για το τι ήθελε να του σκάψουν και περνούσε απροειδοποίητα μια με δυο φορές

τον χρόνο και μάζευε τα ευρήματα πληρώνοντας επιτόπου. Πληροφοριοδότης του

Γρηγορίου τού είχε πει ότι ένα σπάνιο αγγείο με τον Ποσειδώνα ετοιμαζόταν να

παραδοθεί στον αλλοδαπό αρχαιοκάπηλο κάπου σ’ένα χωριό έξω από τη Συκιώνα,

στην Πελοπόννησο.

Στο ακριανό καφενείο του χωριού θα περνούσε μια ορισμένη ημερομηνία ο

Παπαδόπουλος και ο σύνδεσμος χωρικός του Χαίρινγκ θα φρόντιζε να γίνει η

συναλλαγή. Ήταν ήδη κανονισμένο.

Έτσι ο Γρηγορίου κατέβηκε στα μέρη για κατόπτευση του χώρου.

Ο Παπαδόπουλος κινιόταν από καιρό στην περιοχή, διότι ήθελε χρόνο αυτή η επαφή

με τον λαθρέμπορο. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Παπαδόπουλος ήταν άπληστο άτομο.

Δεν τον έφθανε το μεγαλεπήβολο σχέδιο να κληρονομήσει τον Τυπάλδο ούτε η

πώληση του αγγείου. Δούλευε στην περιοχή και για ένα παράλληλο κόλπο. Έκανε

πάλι εκδουλεύσεις σε μια ηλικιωμένη στο χωριό Τρία Πηγάδια για να κληρονομήσει

το οικόπεδό της, που είχε πιθανά αρχαία, αλλά και για να βάλει χέρι στον

τραπεζικό λογαριασμό της. Είχε πλαστογραφήσει τη διαθήκη της και φρόντιζε να

επιταχύνει το πέρασμά της στην άλλη ζωή. Η γυναίκα έπασχε από γαστρορραγία.

Έτσι, τυχαία ο Γρηγορίου έπεσε πάνω στον Παπαδόπουλο. Θυμόταν μάλιστα και τη

συνάντησή τους στο καφενείο του χωριού, όπου ο ντετέκτιβ έκανε ότι

ενδιαφερόταν για την αγορά ενός κτήματος, αλλά άφηνε και κάτι υπονοούμενα για

αρχαία.

«Πήρε αμέσως μέρος στη συζήτηση που γινόταν στο καφενείο. Εγώ είχα ανοίξει

κουβέντα με έναν χωρικό που έκανε και τον κτηματομεσίτη. Ήταν ο σύνδεσμος με

τον αρχαιολόγο που σου ‘λεγα και είχε το παρατσούκλι φαντομάς. Ο Παπαδόπουλος

μού συστήθηκε για να πιάσει επαφή μαζί μου, είχε υπόψη του το κτήμα της

γυναίκας με τη γαστρορραγία. Ο σύνδεσμος του αλλοδαπού αρχαιολόγου ήταν

φιλοχουντικός: Ρε παιδάκι μου, ωραίο όνομα που έχεις, του λέει.

Ο Παπαδόπουλος, που πριν τρία χρόνια είχε βγει κάπου στον Νομό Θεσσαλονίκης

δήμαρχος με το ΠΑΣΟΚ, χαμογέλασε πιάνοντας το υπονοούμενο και του απάντησε:

Ναι, αλλά φίλε μου, μην το ξεχνάς ότι τώρα είναι που άνοιξαν

πραγματικά οι δουλειές για όλους μας».

Ο Γρηγορίου άρχισε να παρακολουθεί τις κινήσεις του Παπαδόπουλου. Κρυμμένος

πίσω από μια ξερολιθιά ο Γρηγορίου σήκωσε προσεκτικά το κεφάλι του για να δει

τι γινόταν στο πίσω μέρος της αυλής του σπιτιού της χωρικής όπου σύχναζε ο

περίεργος δικηγόρος. Εκείνη την ώρα ο Παπαδόπουλος έτριβε σπασμένα γυαλιά με

γουδοχέρι σ’ ένα ξύλινο σκεύος για σκορδαλιά!

Τα αλατισμένα κοφτερά τρίμματα τα έριχνε λίγα λίγα στον χυλό της ηλικιωμένης

φαφούτας και της επιτάχυνε τη γαστρορραγία. Έτσι η γυναίκα ήταν στα τελευταία

της.

Ο Παπαδόπουλος συνελήφθη την επομένη την ώρα που έτριβε ξανά γυαλιά.

Το ραντεβού για το αγγείο δεν έγινε ποτέ. Ο σύνδεσμος στα Τρία Πηγάδια

περίμενε χρόνια. Ο Παπαδόπουλος δεν έκανε καμία κίνηση από τη φυλακή. «Αλλά

είμαι βέβαιος», είπε ο Γρηγορίου, «ότι ο σύνδεσμος έμαθε κάποια στιγμή πού

βρίσκεται κρυμμένο το αγγείο, εκτιμάω όμως ότι πάντοτε φοβόταν να κινηθεί

γιατί ήξερε ότι του την είχα στημένη. Βέβαια από τότε έχουν περάσει χρόνια και

η υπόθεση έχει ξεχαστεί. Αλλά έτσι είναι με τα αρχαία. Υπάρχουν καλά κομμάτια

που περνάνε μέχρι και πενήντα χρόνια για να τα ξαναδείς στην κυκλοφορία».

***

Αυτή την μικρή ιστορία δεν την καταγράφω για τα αυτονόητα. Την καταγράφω για

τη χαμένη ευκαιρία: την συνάντησή μου στο έρημο καφενείο του χωριού Τα Τρία

Πηγάδια με τον γέρο που πριν δεκατέσσερα χρόνια περίμενε τον Παπαδόπουλο για

την τελική συναλλαγή γύρω από το αντικείμενο. Και δεν ήρθε. Από σύμπτωση η

εποχή ήταν ίδια. Και αυτός είχε κολλήσει ότι μεταξύ Αγίου Πνεύματος και

Δεκαπενταύγουστου, δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα έδινε σημεία ζωής ο

«Παπαδόπουλος»…

Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να του ανοίξω κουβέντα. Πιστεύω ότι ξέρει πού

βρίσκεται το αγγείο… και η ζήτηση για τα επόμενα δυο χρόνια θα είναι ακόμα

μεγάλη.

«Βρε είσαι ο Παπαδόπουλος, σου λέω», ξανάκανε ο γέρος με νεανική σπιρτάδα,

όπως συνηθίζεται στα φαινόμενα της γεροντικής άνοιας, πριν αυτά δώσουν το

τελειωτικό χτύπημα στον ασθενή… και σε μένα, που έχασα μέσα από τα χέρια μου

την ευκαιρία να μάθω αυτό που ήθελα και μαζί της τον πελάτη… γιατί ο παππούς

άλλαξε μετά θέμα συζήτησης, πέρασε σε άλλες υποθέσεις κι άρχισε να θυμάται

λεπτομέρειες από την εποχή που έψαχνε θαμμένες λίρες, πριν δηλαδή ανοίξουν

πραγματικά οι δουλειές.