«Ο νεκρός εγκωμιάζεται διότι σαν άλλος Οδυσσέας μετέρχεται ως «τέχνασμα»

(εξαπατώντας τον Άδη) την κακουχία του θανάτου προκειμένου να γλιστρήσει εντός

του και να ελευθερώσει τον Αδάμ, αλαφρωμένο από το προπατορικό αμάρτημα, και

να τον εγκαταστήσει με το γένος όλο των ανθρώπων στον Παράδεισο…»

Ανάκατος ο θρήνος με την ανάμνηση του κάλλους και την πρόγευση της επερχόμενης

νίκης κατά του Άδου. Το ειδος της ωδής αρχαίο, κατατάσσεται στα εγκώμια.

Ο Αθήναιος υποστηρίζει ότι: «Πίνδαρος τε το μεν πρώτον έγραψεν τις αυτόν

(Ξενοφώντα) εγκώμιον». (Ο Πίνδαρος πρώτος έγραψε γι’ αυτόν – τον Κορίνθιο

Ολυμπιονίκη Ξενοφώντα – εγκώμιο).

Αντί λοιπόν ωδής θρηνητικής επί του σκηνώματος του Θεανθρώπου, εξελίσσεται ωδή

επινίκιος. Επί νίκης μη τελεσθείσης άρτι. Επί νίκης όμως αναμενομένης.

«Η ζωή, πώς θνήσεις;

Πώς και τάφω οικείς;

Του θανάτου το βασίλειον

Λύεις δε, και του Άδου τούς

Νεκρούς εξανιστάς».

Το πρωθύστερον της αφήγησης μάς παραπέμπει σε θεατρικές αφηγηματικές πρακτικές

παρόμοιες με αυτές που απαντώνται στο αρχαίο δράμα… (εδώ κατά τον θρήνο

προαναγγέλλομε την εγνωσμένη νίκη την κατ’ έτος επαναλαμβανομένη).

Ο ενταφιασμός του Υιού του Θεού, του από αιώνων αναμενομένου

κεχρισμένου, του ενσαρκώσαντος Θεού, συνοδεύεται από ωδή που μας διαβεβαιώνει

για τη νικηφόρο έκβαση.

«Ο Δεσπότης πάντων καθοράται νεκρός

και εν μνήματι καινώ κατατίθεται

ο κενώσας τα μνημεία των νεκρών…»

Ο Ιησούς όπως ιστορείται στην εις «Άδου κάθοδον» του Ρωμανού του Μελωδού

κατέρχεται στα σπλάγχνα του Άδου, τον πολεμά, τον νικά και τον υποχρεώνει να

εμέσσει το γένος των ανθρώπων, δημιουργώντας έτσι τη διαδικασία της αέναης

εξόδου των βροτών (προς την αθανασία) από τα έγκατα του Άδη. Η αφήγηση και οι

εικόνες που την συνθέτουν άκρως υπερρεαλιστικές.

Απολύτως μη ρεαλιστική και η συμπεριφορά του ποιμνίου, που με τη διαβεβαίωση

της Ανάστασης, δοξάζει τον προσωρινώς ηττηθέντα.

Τον θανόντα «τον ωραίον κάλλη παρά πάντας βροτούς» που «ως ανίδεος νεκρός

καταφαίνεται». Αυτός που ομόρφυνε τη φύση όλη. («Ο την φύσιν ωραίσας του

παντός…»).

Ο νεκρός εγκωμιάζεται διότι σαν άλλος Οδυσσέας μετέρχεται ως «τέχνασμα»

(εξαπατώντας τον Άδη) την κακουχία του θανάτου προκειμένου να γλιστρήσει εντός

του και να ελευθερώσει τον Αδάμ, αλαφρωμένο από το προπατορικό αμάρτημα, και

να τον εγκαταστήσει με το γένος όλο των ανθρώπων στον Παράδεισο, συγκληρονόμο

της αιωνιότητας. Μόνη, ανυποψίαστη η μητέρα του Χριστού θρηνεί και λέγει:

«Ον ως βασιλέα γαρ ήλπιζον

κατάκριτον νυν βλέπω εν σταυρώ».

«Ω γλυκιά άνοιξή μου

γλυκύτατο παιδί μου

πού έδυσε η ομορφιά σου».

Ο Χριστόδουλος Χάλαρης είναι συνθέτης και ερευνητής.