«Ο βίος στην Ελλάδα είναι υπαίθριος» Περικλής Γιαννόπουλος Διαβάζω τα πρόσφατα δημοσιεύματα περί ημιυπαίθριων χώρων και αναμένω την τελική διατύπωση του νομοθετικού πλαισίου, το οποίο θα περιλαμβάνει και άλλα τροποποιητικά άρθρα του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού (ΓΟΚ).

Όντας μέσα στη μελέτη και παραγωγή χώρων ζωής, διαπιστώνουμε καθημερινά τα αδιέξοδα στα οποία οδήγησε η ισχύουσα νομοθεσία την αρχιτεκτονική και τις επιπτώσεις της στην υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος.

Είναι όμως γεγονός ότι ο ΓΟΚ του 1985 με τους προτεινόμενους ημιυπαίθριους χώρους, προσέφερε- έτσι τουλάχιστον ελπίσαμε- κόμβους απαραίτητους για την αναβάθμιση της συνθετικής διαδικασίας και την οργάνωση των ενοτήτων του κτιρίου.

Οι ενδιάμεσες περιοχές, τόσο γνώριμες στη μεσογειακή αρχιτεκτονική, συμβάλλουν αποφασιστικά στην πολλαπλή χρήση του υπαίθρου και στην αμφίσημη λειτουργία του: στοές, λιακωτά, τόποι σκιεροί, που έφτασαν μέχρις εμάς από τα πολύ παλιά χρόνια, ουσιαστικοί φορείς της παράδοσης…

Οι ημιυπαίθριοι θα πρέπει να εντάσσονται στο σύνολο του στερεού του οικοδομήματος, να αποτελούν το συνδετήριο στοιχείο μεταξύ ανοιχτού και κλειστού χώρου και να αντιμετωπίζονται ως υπαίθρια δωμάτια, όταν το κλίμα αλλά και ο προσανατολισμός και η θέση τους στην κάτοψη και στην τομή και το κτιριολογικό πρόγραμμα το επιτρέπουν.

Ας θυμηθούμε τις κλειστές και ταυτόχρονα ανοιχτές τάξεις του σχολείου στα Πευκάκια όπως αρχικά τις σχεδίασε ο Δ. Πικιώνης. Το κτιριακό αυτό σύνολο ακολούθησε τη μοίρα του ξεπεσμού και άλλων αντίστοιχων έργων της νεώτερης ελληνικής αρχιτεκτονικής, μία ακόμα ευρηματική προσφορά στον πολιτισμό η οποία δεν εκτιμήθηκε. Με τους νέους περιορισμούς βάλλονται καίρια οι ημιυπαίθριοι χώροι, οι οποίοι θα κατανέμονται πλέον ισοδύναμα στους διαφορετικούς ορόφους του οικοδομήματος, με το μειωμένο ποσοστό ανά όροφο 15% αντί του ισχύοντος 20% στο σύνολο της οικοδομής.

ΑΥΤΗ Η ΒΟΥΛΙΜΙΑ

για την «αξιοποίηση» του οικοδομήσιμου χώρου παραπέμπει σε διαφορετικά κίνητρα για κάθε κατηγορία ενδιαφερομένων

Η τεχνοκρατική αυτή κατανομή αποκλείει επιλογές που προκύπτουν από τις ιδιαιτερότητες της περιοχής, του κλίματος, του προσανατολισμού, του προγράμματος.

Με τον ίδιο τρόπο άραγε θα αντιμετωπίζονται μονοκατοικίες, πολυκατοικίες, ξενοδοχεία, σχολεία και ειδικά κτήρια – ενώ θα έπρεπε να ενθαρρύνεται η κίνηση σε στοές και στεγασμένους χώρους ακόμα και για λόγους εξοικονόμησης ενεργείας;

Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις των τροποποιήσεων στον δομημένο ιστό της πόλης;

Οι περιοριστικές διατάξεις πρόκειται να εξασφαλίσουν πραγματικά τις προϋποθέσεις που οδηγούν σε ευρηματικές αρχιτεκτονικές προτάσεις ή θα λειτουργήσουν για μία ακόμη φορά ως τροχοπέδη, ενισχύοντας την κοινοτοπία του περιβάλλοντος των πόλεων και της υπαίθρου; Δεν υποστηρίζω ότι θα πρέπει οι νόμοι να παραπέμπουν σε εντυπωσιακά αυτάρεσκα κτίρια αγνοώντας τη συνολική εικόνα της πόλης· αντίθετα, θα έπρεπε να στοχεύουν στη διαμόρφωση τύπων με όλη την σημασία του όρου: οι τύποι οδηγούν σε παραλλαγές και ερμηνείες που περιλαμβάνουν τις διαφορετικές και ποικίλες ανάγκες των κατοίκων.

Αναγνωρίζουμε ότι στις προτεινόμενες αλλαγές η αφετηρία της διατύπωσης του νομοθετικού πλαισίου βρίσκεται στην αποφυγή της υπερεκμετάλλευσης του χώρου και στην απαγόρευση της παραβίασης του συντελεστή δόμησης.

Αυτή η βουλιμία για την «αξιοποίηση» του οικοδομήσιμου χώρου, παραπέμπει σε διαφορετικά κίνητρα για κάθε κατηγορία ενδιαφερομένων: ιδιοκτήτες οικοπέδων, αγοραστές ποσοστών ιδιοκτησίας, κατασκευαστές και πωλητές των κατοικιών.

Θα πρέπει να αναζητήσουμε τους λόγους αυτού του φαινομένου στην τάση για τη μέγιστη δυνατή επιφάνεια κλειστών χώρων: η αποθέωση της νοοτροπίας δυάρι, τριάρι, τεσσάρι, αλλά και μεζονέτα· ο κλειστός χώρος κύριο αντικείμενο της συναλλαγής, δωμάτια τετραγωνικά μέτρα, κλειστές επιφάνειες μονοσήμαντου κατοικήσιμου χώρου….

Νομοθεσία που βασίζεται μόνο στην πάταξη της κλοπής των ποσοστών ιδιοκτησίας οδηγεί σε νέες αυθαιρεσίες και αποκλείει κάθε απόπειρα για σωστή ερμηνεία του τόπου. Επιχειρώντας να εντάξουμε όλες τις οικοδομές στο ίδιο στενό καλούπι, ανεξάρτητα από ένα πλήθος παραγόντων που διαμορφώνουν το άμεσο και το έμμεσο περιβάλλον, αποθαρρύνουμε όσους αγωνίζονται για μια συνθετική διαχείριση του χώρου μακριά από τις κοινότοπες εφαρμογές ενός στεγνού οικοδομικού κανονισμού.

Η Σουζάνα Αντωνακάκη είναι αρχιτέκτονας.