Κι αν σας μιλώ με παραμύθια και παραβολές είναι γιατί η αλήθεια είναι πικρή, δεν καταπίνεται, λέει ο ποιητής.

Τώρα που κατακάθισε ο ορυμαγδός από τους σεναριογράφους προ και μετά τις εκλογές για την ανάδειξη του νέου Αρχιεπισκόπου, η Χρυσοπηγή με τα πολύχρονα συνωμοτικά σενάρια δεκαετιών, η Αλληλεγγύη με τόνους ψόφια κοτόπουλα, τα συμφέροντα που λέει ο λαός και η αποδραμούσα Δεξιά του Κυρίου…

Τώρα που στοιχήθηκαν ως φίλοι, αλλοτινοί του εχθροί σπρώχνοντας δεξιά- αριστερά για μια αποκλειστική πόζα μαζί του, ξεχώρισαν δυο λιγόλογα άρθρα, στα «ΝΕΑ» του μαθητή του στη Λεόντειο Παύλου Τσίμα («Ο δάσκαλός μου Ιερώνυμος») και του μελίρρυτου Λευτέρη Παπαδόπουλου («Περάστε»).

Αναδύθηκαν αργά αργά τα λόγια τους όπως το λαδάκι στο καντήλι που άναψε πριν από πολλά χρόνια, το 1938, δίπλα μας στα Οινόφυτα Βοιωτίας.

Έγραφα πριν από πολλά χρόνια, το 1998 θαρρώ, για το νέο εκκολαπτόμενο «Σοβέζο» της Ελλάδας. Ριγμένο στην κοίτη του Ασωπού ποταμού. Έμελλε να το αναδείξει ο σημερινός δήμαρχος Γιώργος Θεοδωρόπουλος, από τον άμεσο οικογενειακό περίγυρο του Μακαριωτάτου Εξασθενές χρώμιο με πολυσθενή ανθρωποκτόνο δράση.

Γιάννης Λιάπης. Από μια σκληροτράχηλη αγροτική οικογένεια. Μεγάλωσε δίπλα στον αδελφό του Αλέξανδρο που έδωσε με απλά και σταράτα λόγια το περίγραμμα: συγκίνηση, βουρκωμένα μάτια, ηλιοκαμένο πρόσωπο, η δικαίωση για τον αδελφό του που «τον μαχαίρωσαν πισώπλατα πριν δέκα χρόνια», ιεράρχες σκοτεινών σεναρίων. Αυτήν καλωσόρισε στα λόγια του ο Αλέξανδρος και κάνα δυο μέρες αργότερα αιφνιδίασε τους δημοσιογράφους λέγοντάς τους: «Ακούστε, εγώ είμαι άνθρωπος της δουλειάς, στα χωράφια… με χασομεράτε με τις ερωτήσεις σας. Ό,τι είπαμε, είπαμε». Τους έκοψε την φόρα με την απλή γλώσσα του Μακρυγιάννη.

Ποιος νοιάστηκε, τότε, για τους δικούς του ανθρώπους, τα ανίψια του, το ποίμνιό του στη Βοιωτία, τους ιερείς, τους μοναχούς και τις μοναχές;

Καταχράστηκε, λέγανε, 4 δισ.! Από το συρτάρι της Εκκλησίας. Ένας άνθρωπος που τον ταπεινό του μισθό τον διεμοίραζε τις πρώτες δέκα ημέρες του μήνα και τις υπόλοιπες του αγόραζε την εφημερίδα ο πιστός του οδηγός, ο Βλάσης. Ένας λυγμός, τσουνάμι αιφνίδιο μας παρέσυρε όλους. Καταμεσής της θλίψης. Σιωπή απέραντη. Δεν ήταν ήττα. Παρεκτός η λάσπη.

Επειδή, όσα χρόνια ζυμώνανε τη λάσπη- από το 1981, ως Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας, ίσαμε τα τώρα- είχε στήσει ένα απέραντο εργοτάξιο. Αναστήλωσης και ανάδειξης βυζαντινών μνημείων. Χαϊδεύοντας τις μισογκρεμισμένες πέτρες, με τα ευαίσθητα δάχτυλα του αρχαιολόγου, έχτισε έναν διάλογο με την Ιστορία. Την κατέγραψε. Πρωτοποριακά προγράμματα επανένταξης ψυχοπαθών της Λέρου από το 1991. Συνεδριακό κέντρο. Ίδρυμα χρονίων πασχόντων. Ακούραστος τριγυρνούσε με σκονισμένα ράσα με το μοναδικό περιουσιακό του στοιχείο. Ένα

Η ΕΚΚΟΣΜΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ

Εκκλησίας μπήκε στο χρονοντούλαπο. Τέλος στις υπερβολές. Στον ρεβανσισμό. Τα ιερολάβαρα στη θέση τους

Volkswagen, το σκαθάρι που έχει συμπληρώσει θαρρώ τα σαράντα του χρόνια. Ο ίδιος απομονώθηκε σ΄ ένα κοντινό μοναστήρι, στη Λυκούρεση. Εναπέθεσε τις ελπίδες του στον Θεό και στην κοσμική δικαιοσύνη όπου προσέφυγε αυτοβούλως. Με βαριά χαρτιά. Δικαιώθηκε σε όλα τα επίπεδα. Γιατί ποτέ του δεν συμμετείχε στην επιτροπή Οικονομικών της Εκκλησίας και τα επίμαχα 4 δισ, ήταν κατατεθειμένα σε λογαριασμό της Εκκλησίας. Όπου και παραμένουν. Το μόνο που ζήτησε ήταν η εκκλησιαστική δικαιοσύνη να αποκαταστήσει την αλήθεια.

Να του πούνε απλά οι συκοφάντες: «Αδελφέ μου κάμαμε λάθος. Συγχώρα μας». Τίποτε άλλο. Δεν έγινε ποτέ, Θεός σχωρέσ΄ τον τον μακαριστό Χριστόδουλο. Αν ενεργοποιούσε τα στοιχεία του, ήσαν ικανά να στείλουν στο ικρίωμα πολλούς. Ιεράρχες και λαϊκούς. Γραμματείς και Φαρισαίους.

Δεν το ΄καμε. «Είμαι παπάς, μου ΄λεγε, δεν κάμει!» Συνέχισε απλά το δημιουργικό του έργο. Γράφτηκαν όλα. Το τελευταίο του όραμα, με πρωτοποριακή πάντα ροπή οικολογική, ένα σύστημα διαχείρισης της ηλιακής ενέργειας, για να υπάρχει ένα εισόδημα και αυτόνομη ηλεκτρική ενέργεια στα μοναστήρια. Υλοποιήσιμο όταν ωριμάσει η διαδικασία ένταξής του.

Θα ΄ταν χρήσιμο να τονιστεί πως η πλειονότητα των ιεραρχών που εγνώριζαν, του συμπαραστάθηκαν γιατί ποτέ δεν πίστεψαν την κατηγορία. Για τη Βοιωτία ολάκερη ήταν ένας απλά από μας που ξεχώριζε. Κι όπως λέει ο ποιητής, «δεν γεννήθηκε για να ξεχωρίσει από μας, αλλά να ΄ναι ίσος με μας». Αριστούχος σε Δημοτικό, Λύκειο, Πανεπιστήμιο. Λαμπρές σπουδές στην Αρχαιολογία. Θεολογία. Υποτροφίες. Αριστεία. Νιάτα. Λεβεντιά. Φυσική ομορφιά. Χαμηλωμένα βλέφαρα. «Ήταν καλός, ήταν γλυκός, είχε τις χάρες όλες», περιγράφει τον καθηγητή του στη Λεόντειο ο μαθητής του Παύλος Τσίμας. Ο πιο αγαπητός καθηγητής στην τάξη. Χωρίς γκριζάδα του κατηχητικού. Δύο χρόνια μετά αιφνιδιάζει τους πάντες και αφοσιώνεται στον μοναχικό βίο. Μια ασήμαντη είδηση για τον καθένα μας. Από πολλούς σχολιάστηκε περίεργα. Η οικογένεια στάθηκε σιμά του. «Προχώρα», τον ορμήνεψε η μητέρα. «Αν είναι θέλημα Θεού και επιθυμία σου. Ας γίνει». Μια μεγάλη και ριζική αλλαγή στη ζωή του. Αυτό κι αν δεν είναι μια επανάσταση. Στην ψυχή και το σκίρτημά της, στο σώμα, στις φιλοδοξίες, στον μικροαστισμό. Στα υλικά αγαθά. Πίστεψε απλά τον Μέγα Επαναστάτη, τον Χριστό. Αυτόν υπηρέτησε και υπηρετεί.

Γράφει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στις «Ματιές»: «Φύσηξε ένας άνεμος ζεστός κι αναδύθηκε μυρωδιά μύρου». Σιγανή φωνή. Χαμηλωμένα βλέφαρα. Τα χέρια ανοιχτά συγκλίνουν στο μέρος της καρδιάς. Κι όταν κατακάθισε η ανεμοζάλη, φάνηκε στο βάθος μια ροζιασμένη ξύλινη πόρτα. Είναι πίσω της ο Ιερώνυμος π΄ ακούγεται απλά να λέει «περάστε» πριν ακόμα τη χτυπήσουμε. Για να λογαριάσουμε καθώς προχωρούμε οι κανόνες και η Συνοδική τάξη αποκαθίστανται. Ρrimus inter pares. Τα λευκά περιστέρια ταξίδεψαν το μήνυμα στον Βόσπορον, στο πολιορκημένο Πατριαρχείο. Ελήφθη.

Σε μια νύχτα εκτονώθηκε η θύελλα μιας δεκαετίας. Η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας μπήκε στο χρονοντούλαπο. Τέλος στις υπερβολές. Στον ρεβανσισμό. Τα ιερολάβαρα στη θέση τους. Τα τελευταία λόγια του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας: «Όποιος βάζει το χέρι στο αλέτρι προχωράει μπροστά και δεν κοιτάζει πίσω».

Έτσι απλά, σαν παραμύθι.

Ο Τάσος Βούτσας είναι διδάκτωρ Καρδιολογίας