Η συνεισφορά του στο Προσφυγικό είναι γνωστή. Ιδίως στην περιοχή της Θράκης. Αλλωστε τα τελευταία 18 χρόνια είναι ο άνθρωπος που έχει αναλάβει το δύσκολο έργο της αναγνώρισης των πτωμάτων τα οποία έχουν βρεθεί στα παγωμένα νερά του ποταμού Εβρου και όχι μόνο.

Την περασμένη Πέμπτη στο Δέλτα του Εβρου εντοπίστηκε η σορός άνδρα σε προχωρημένη σήψη. Η διαδικασία της αναγνώρισης είναι εξαιρετικά δύσκολη. Οι πρώτες εκτιμήσεις του επίκουρου καθηγητή Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας και διευθυντή του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης Παύλου Παυλίδη είναι πως ο νεκρός βρισκόταν στον βυθό του ποταμού ακόμη και οκτώ μήνες!

Η αύξηση των προσφυγικών – μεταναστευτικών ροών από τα χερσαία σύνορα της Ελλάδας το 2018 έφερε δυστυχώς και αύξηση στον αριθμό των νεκρών που φτάνουν στο Εργαστήριο Ιατροδικαστικής. Οι αριθμοί σοκάρουν: το 2017 οι νεκροί μετανάστες, που προσπάθησαν να περάσουν το ποτάμι, ήταν 9. Από τις αρχές του 2018 μέχρι και σήμερα ο αριθμός εκτοξεύθηκε στους 20. Ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στα «ΝΕΑ» ο καθηγητής Παυλίδης, αυτός ο αριθμός είναι απλώς η κορυφή του παγόβουνου, καθώς εκτιμάται πως ο αριθμός των νεκρών στον βυθό του ποταμού είναι πολλαπλάσιος. «Η δυσκολία έγκειται στο γεγονός ότι ο Εβρος είναι ένα ποτάμι με μεγάλο βάθος –περίπου 4 μέτρα -, με λασπώδη βυθό και πολλά κλαδιά. Αυτό, σε συνδυασμό με το γλυκό νερό που δεν επιτρέπει να αναδυθούν τα πτώματα στην επιφάνεια και επιταχύνει τη σήψη τους, έχει ως συνέπεια ο Εβρος να… κρατά μεγάλο αριθμό νεκρών. Η εκτίμηση είναι πως στα νερά του έχουν χαθεί περίπου 1.500 άνθρωποι από το 2000 και μετά. Από αυτούς, τόσο η ελληνική πλευρά όσο και η τουρκική έχουμε περισυλλέξει περίπου 800».

ΠΝΙΓΜΟΣ – ΝΑΡΚΕΣ. Η βασική αιτία θανάτου είναι, σύμφωνα με τον καθηγητή, ο πνιγμός. «Ξέρετε, όταν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες διασχίζουν το ποτάμι με τις βάρκες, έχουν εντολή από τους διακινητές να μην πάρουν μαζί τους πράγματα, βαλίτσες, με αποτέλεσμα να φορούν 3 – 4 παντελόνια και 3 – 4 μπλούζες μαζί, λόγω έλλειψης χώρου, αλλά και για να προστατευθούν από το κρύο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, όταν η βάρκα αναποδογυρίσει, οι άνθρωποι να πέφτουν σαν… βαρίδια στο νερό» εξηγεί ο καθηγητής Παυλίδης. Κι ενώ μέχρι το 2008 –οπότε και υπεγράφη η Συνθήκη της Οτάβας –η δεύτερη αιτία θανάτου ήταν οι νάρκες κατά προσωπικού, πλέον είναι η υποθερμία αλλά και τα τροχαία με θύματα μετανάστες.

«Από το 2000 έως και το 2012, επειδή ακριβώς τον δρόμο της μετανάστευσης έπαιρναν οι άνδρες, ηλικίας 20 – 25 ετών, για να βρουν δουλειά, το ποσοστό των γυναικών που βρίσκαμε στο ποτάμι ήταν εξαιρετικά χαμηλό. Από το 2012 και μετά έχουν ανασυρθεί 40 νεκρές γυναίκες, γεγονός που δείχνει ότι μετανάστες γίνονται πλέον ολόκληρες οικογένειες».

Μέχρι στιγμής, από τα περίπου 400 πτώματα που έχουν φτάσει όλα αυτά τα χρόνια στο Εργαστήριο, μόλις τα 103 έχουν αναγνωριστεί. «Κι αυτό γιατί εξαιτίας της πολύμηνης παραμονής τους στο νερό έχουν αλλοιωθεί τα χαρακτηριστικά τους. Το μόνο μας… όπλο –καθώς δεν βρίσκουμε στις περισσότερες περιπτώσεις ούτε καν χαρτιά –είναι τα αντικείμενα που μπορεί να έχουν πάνω τους και να έχουν διασωθεί. Πρόκειται κυρίως για δαχτυλίδια, βραχιόλια ή αλυσίδες στον λαιμό».

Τότε είναι που ξεκινά και η προσπάθεια του καθηγητή Παυλίδη, σε συνεργασία με την Αστυνομία και τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, για τον εντοπισμό των οικογενειών τους. «Πίσω από κάθε νεκρό, υπάρχει ένας συγγενής, μία μάνα που περιμένει να μάθει νέα για το παιδί της. Γι’ αυτό και οφείλουμε να τους βρίσκουμε και να τους ενημερώνουμε. Γινόμαστε οι συνδετικοί κρίκοι μεταξύ των μη αναγνωρισμένων και των οικογενειών τους. Μία φωτογραφία ενός προσωπικού αντικειμένου που είχε πάνω του ο νεκρός, μπορεί να αποδειχθεί αρκετή για να ξεκινήσει η διαδικασία της αναγνώρισης και της ταυτοποίησης».

Μάλιστα, όπως σημειώνει ο καθηγητής, όταν βρεθούν οι συγγενείς, τότε ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση αποφασίζουν τι θα κάνουν. «Υπάρχουν οικογένειες που έχουν την οικονομική ευχέρεια και στέλνουν τις σορούς πίσω στην πατρίδα για να γίνει η ταφή. Αλλοι όμως αποφασίζουν ελλείψει χρημάτων να θάψουν τους νεκρούς τους σε κάποιο νεκροταφείο –χριστιανικό ή μουσουλμανικό ανάλογα με τη θρησκεία τους –στη χώρα μας». Οι νεκροί που έχουν αναγνωριστεί είναι κυρίως από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, Κούρδοι αλλά και από αφρικανικές χώρες. «Τους τελευταίους μήνες, πολλοί είναι οι τούρκοι πολίτες που αναζητούν συγγενικά τους πρόσωπα. Μέχρι στιγμής, βέβαια, δεν έχουμε αναγνωρίσει Τούρκο». Ακόμη και στην περίπτωση όμως που δεν βρεθούν οι συγγενείς, υπάρχει η δυνατότητα μέχρι και επτά μήνες να κρατηθούν οι σοροί στο ειδικό κοντέινερ – ψυγείο, δωρεά του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. «Κρατάμε δείγμα DNA. Οταν πια δεν έχουν αποτέλεσμα οι προσπάθειες για εντοπισμό συγγενών, τους θάβουμε –κάθε σορός έχει έναν μοναδικό αριθμό –άρα ακόμη και ύστερα από χρόνια, μπορεί να γίνει η αναγνώριση».
«Μπορεί να είμαστε επαγγελματίες αλλά είμαστε και άνθρωποι»

Η δουλειά του ιατροδικαστή είναι δύσκολη, «ωστόσο επειδή είμαστε επαγγελματίες οφείλουμε να την κάνουμε όσο το δυνατόν καλύτερα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε άνθρωποι. Είναι γεγονός ότι υπάρχει ιδιαίτερη ευαισθησία, όταν όλη αυτή η κατάσταση αφορά παιδιά. Πριν από περίπου 15 ημέρες ένας πατέρας από το Πακιστάν αναζητούσε τη γυναίκα και τα παιδιά του, που χάθηκαν μπροστά στα μάτια του στον ποταμό. Αντίστοιχα, πριν από ενάμιση χρόνο ένας παππούς αναζητούσε στον Εβρο τα τρία εγγονάκια του».