Ο πρέσβης έφτασε στην Αθήνα το 1834. Η υποδοχή που συνάντησε ήταν πέρα των προσδοκιών του. Ο διορισμός του πρώτου αυστριακού προξένου στο νεοσύστατο Βασίλειο της Ελλάδας δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητος και το γεγονός γινόταν ακόμη πιο ιδιαίτερο από το ότι ο Αντον Πρόκες φον Οστεν έφερνε μαζί του την αίγλη των ευρωπαϊκών αυλών και την αύρα της εξουσίας των Μεγάλων Δυνάμεων. Τα δύο πρώτα χρόνια ο αυστριακός διπλωμάτης διέμεινε σε ένα μικρό σπίτι. Οι ανάγκες που απέρρεαν από την κοινωνική του θέση δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν.

Ετσι το 1835 επιλέγει ένα κτήμα 10 στρεμμάτων έξω από τα τότε όρια της πόλης, όμως σχετικά κοντά στα ανάκτορα και εκεί, επί της σημερινής οδού Φειδίου στον αριθμό 3, χτίζει ένα κλασικιστικό οίκημα με ιδιόκτητο κήπο, ο οποίος εκτείνεται ανάμεσα στιςοδούς Πανεπιστημίου, Χαριλάου Τρικούπη, Εμμανουήλ Μπενάκη και την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Τότε οι δρόμοι δεν είχαν ακόμη χαραχθεί…

Το οίκημα εντυπωσιάζει όποιον περνά το κατώφλι του. Χτισμένο σε σχέδια του Βιεννέζου Carl Roesner,αποκτά ένα κοσμικό σαλόνι στο οποίο ο αυστριακός διπλωμάτης θα δεχτεί μερικές από τις σπουδαιότερες προσωπικότητες της Ευρώπης με την άνεση της βιεννέζικης αριστοκρατίας.

Ολόφωτο τις καλοκαιρινές νύχτες το σπίτι με τα ζωγραφισμένα ταβάνια φιλοξενεί χοροεσπερίδες, από το ταρατσάκι του θαυμάζει κανείς την ερημιά της Αθήνας ενώ οι γύρω κήποι μοσχοβολούν και από τα παράθυρά του ακούγονται νότες κάθε Τρίτη που η σύζυγος του πρεσβευτή, Ιρένε Κιζεβέτερ,κάθεται στο πιάνο.

Το παλαιότερο κτίριο της Αθήνας

Σήμερα το Μέγαρο Πρόκες Οστεν κινδυνεύει. Για την ακρίβεια αποτελεί μια εκκρεμότητα μέχρι να καταρρεύσει. Είναι το παλαιότερο κτίριο της Αθήνας εκτός Πλάκας και ένα από τα λίγα εναπομείναντα δείγματα βαυαρικής αρχιτεκτονικής. Είναι ένα από αυτά τα κτίρια που σε άλλες πρωτεύουσες του κόσμου συγκεντρώνουν την προσοχή, αναδεικνύονται και κοσμούν το αστικό περιβάλλον. Στην Ελλάδα εδώ και χρόνια η ιστορική του παρουσία έχει πέσει σε ανυποληψία και βαθιά παρακμή.

Η στέγη του έχει πλέον τρυπήσει, το ισόγειο είναι βρώμικο, τα ανοίγματά του χάσκουν χωρίς τζάμια, γκραφίτι λερώνουν τους ιστορικούς τοίχους του, το κτίριο πήρε δύο φορές φωτιά ενώ μπροστά του στοιβάζονται τα σκουπίδια των περιοίκων σε μια συμβολική εικόνα που γεννά θλίψη.

Για την απομάκρυνση των σκουπιδιών έχει στείλει επιστολή στον Δήμο Αθηναίων και η οργάνωση Monumenta. Για ακόμη μια φορά αποδεικνύεται πως ο χαρακτηρισμός ενός κτιρίου ως διατηρητέου από το υπουργείο Πολιτισμού δεν συνεπάγεται τη διάσωσή του.

Το 1934 το κτίριο αγοράστηκε από το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού της Εθνικής Τραπέζης και της Κτηματικής Τραπέζης της Ελλάδας, το οποίο αδράνησε για την προστασία του, ενώ το 2008 περιήλθε στην κατοχή του ΙΚΑ.

Ο σημερινός ιδιοκτήτης δεν έχει δώσει κανένα δείγμα ότι προτίθεται να συντηρήσει το κτίριο ή να το αξιοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο. Οι ερωτήσεις που έχουν γίνει την τελευταία 20ετία στη Βουλή για την τύχη του αξιόλογου οικοδομήματος που θεωρήθηκε από τους ειδικούς «σημείο αναφοράς» για την ιστορία της Αθήνας φαίνεται να έχουν πέσει στο κενό…

Γράµµα στον Μέτερνιχ

Δέκα χρόνια μετά την κατασκευή του και λίγο πριν φύγει από την Αθήνα ο Αντον Πρόκες φον Οστεν προσπαθεί να πουλήσει το σπίτι στην αυστριακή κυβέρνηση προτείνοντάς της να το χρησιμοποιήσει ως έδρα της αυστριακής πρεσβείας στην πόλη. Για τον σκοπό αυτό θα γράψει στον Μέτερνιχ: «Το σπίτι καλύπτει 540 τ.μ. και έχει τρεις ορόφους. 27 δωμάτια, 2 αποθήκες με αψίδα, 2 υπόγεια, 2 κουζίνες, ένα μπάνιο. Τα εξωτερικά κτίρια καλύπτουν 344 τ.μ. και περιλαμβάνουν: Στάβλους για 8 άλογα, χώρο για άμαξα, διαμέρισμα για τον κηπουρό και πλυσταριό. Ο στάβλος και το πλυσταριό έχουν δική τους περιφραγμένη αυλή με αποθήκη ξύλου και κάρβουνου, χώρο πάγου, κοτέτσι και περιστερεώνα. Στον κήπο υπάρχει θερμοκήπιο και τέσσερις στέρνες…».

Το Μέγαρο, για το οποίο έγραψε ενθουσιώδεις περιγραφές ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν όταν επισκέφθηκε την Αθήνα, λατρεύτηκε από τον αρχαιολόγο Ερρίκο Σλήμαν, ο οποίος και το αγόρασε το 1887. Νωρίτερα είχε ζήσει σε αυτό η Ελένη Τοσίτσα, σύζυγος του εθνικού ευεργέτη, ενώ κατά τη διάρκεια των χρόνων πέρασε από τα χέρια μεγάλων οικογενειών της Αθήνας, όπως Μελά και Πεσματζόγλου. Στη συνέχεια το αρχοντικό θα «ντυθεί» με τα αυστηρά γραφεία του Υποθηκοφυλακείου Αθηνών που λειτουργεί στις εγκαταστάσεις του. Το 1919 και για περισσότερο από μισό αιώνα η οδός Φειδίου θα αντηχεί μελωδίες, καθώς στο Μέγαρο Πρόκες Οστεν ιδρύεται το Ελληνικό Ωδείο με διευθυντή τον θρυλικό Μανώλη Καλομοίρη. Πολλοί Αθηναίοι γνωρίζουν το μέγαρο ως «Το Ωδείο». Ακόμη στην πρόσοψή του είναι κρεμασμένη η σκουριασμένη επιγραφή «Ελληνικό Ωδείο» που πλέον διαβάζεται μετά δυσκολίας.

Την εποχή που το αρχοντικό της οδού Φειδίου έχει μετατραπεί σε Τέμενος των Μουσών, καλοντυμένοι μαθητές καταφτάνουν στις επιδείξεις του. Κάποιοι από αυτούς θα διαπρέψουν, όπως ο μουσικοσυνθέτης Δημήτρης Τερζάκης, γιος του Αγγελου Τερζάκη, και ο Θόδωρος Αντωνίου, σήμερα καθηγητής Σύνθεσης στο Πανεπιστήμιο της Βοστώνης.

«Στην πράξη υπάρχει αδιαφορία»

Τη δεκαετία του ’90 εκδηλώθηκε ενδιαφέρον για την τύχη του κτιρίου όχι από την Ελλάδα –όπως θα περίμενε κανείς –αλλά από το εξωτερικό. «Κοντά στο 1995 είχα επισκεφθεί το Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού της Εθνικής και Κτηματικής Τράπεζας για να δούμε τι μπορεί να γίνει με το κτίριο. Δεν έγινε τίποτα» διηγείται στα «ΝΕΑ» ο Μάνος Μπίρης, ομότιμος καθηγητής της Αρχιτεκτονικής Σχολής του ΕΜΠ και πνευματικός κληρονόμος του γνωστού αθηναιογράφου Κώστα Η. Μπίρη. «Λίγο νωρίτερα είχε ενδιαφερθεί το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο το οποίο στεγάζεται επί της οδού Φειδίου και υπήρχε η σκέψη να μεταφέρει τη βιβλιοθήκη του στο Μέγαρο Οστεν. Επίσης είχε ενδιαφερθεί το υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού της Αυστρίας, το οποίο είχε στείλει επιστολές διερευνώντας τη δυνατότητα που υπήρχε να φτιάξει το αυστριακό κράτος ένα μουσείο εκεί. Τίποτε από αυτά δεν έγινε. Το υπουργείο Πολιτισμού γύρω στο 2005 – 2006 προσπάθησε να το αγοράσει αλλά η προσπάθεια ναυάγησε» εξηγεί. «Για αυτό το κτίριο εγώ έγραφα άρθρα από το 1974, μετά την πτώση της χούντας. Οταν έγινε η νομοθεσία για τη διατήρηση νεότερων μνημείων κηρύχθηκαν πολλά κτίρια διατηρητέα. Ομως είναι διαφορετικό το να είναι ένα κτίριο διατηρητέο και διαφορετικό το να είναι διατηρημένο ή αξιοποιημένο. Αυτά τα κτίρια θα μπορούσαν κάλλιστα να ενταχθούν στην ανάπτυξη, να ενταχθούν σε μια διαχείριση που να αποφέρει κέρδος. Είτε ιδιώτες είτε νομικά πρόσωπα είτε ο δήμος θα μπορούσαν να κάνουν αυτό που λέμε μια δυναμική προστασία, δηλαδή προστασία που αποφέρει χρήμα και αυτό το χρήμα να αποδίδεται πάλι στην προστασία του κτιρίου. Δυστυχώς στην πράξη υπάρχει αδιαφορία…».

Ιστορία και µουσική

«Ο σημερινός θεατής είναι αδύνατο να φαντασθεί πόση ελληνική Ιστορία και πόση μουσική έζησε εκεί μέσα». Με τα λόγια αυτά προσπάθησε να περιγράψει το βαρύ φορτίο που φέρει ο ερειπωμένος σκελετός της οδού Φειδίου ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βιέννης Πολυχρόνης Ενεπεκίδης. Το ίδιο εξηγεί αναλυτικά μιλώντας στα ΝΕΑ ο Μάνος Μπίρης. «Ολοι οι λόγοι για τους οποίους ένα κτίριο κηρύσσεται διατηρητέο μνημείο συντρέχουν στο Μέγαρο Οστεν. Πρώτος λόγος είναι η ιστορικότητά του, το σπίτι ήταν πόλος έλξης και διαβουλεύσεων για την πολιτική και κοινωνική ζωή της Αθήνας. Επομένως υπάρχει πολύ ισχυρός ιστορικός ρόλος. Δεύτερος λόγος είναι ότι αποτελεί δείγμα της εξέλιξης του αστικού αθηναϊκού κτιρίου. Οταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα άρχισαν να χτίζονται σπίτια με διαφορετικό ρυθμό από ό,τι πριν. Αυτό το κτίριο και τυπολογικά και μορφολογικά είναι ένα από τα πρωιμότερα κτίρια της αθηναϊκής αστικής αρχιτεκτονικής. Αρα υπάρχει και πολιτιστικός λόγος. Τρίτο στοιχείο είναι ότι στη συνέχειά του αυτό το κτίριο έγινε το Ωδείο Λόπνερ και έπειτα το Ελληνικό Ωδείο στο οποίο θριάμβευσε ο Μανώλης Καλομοίρης, του οποίου οι οπερέτες και τα τραγούδια παίζονταν ακόμη όταν ήμουν μικρός. Αρα ήταν ένα στοιχείο πολεοδομικής αναφοράς, όσοι το ήξεραν έλεγαν «πάμε στο Ωδείο». Οταν περίπου το 1900 χαράχτηκε η οδός Φειδίου, στον δρόμο αυτό χτίστηκε το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο. Μπορούμε να πούμε ότι το Μέγαρο αποτελεί έναν συνδετικό κρίκο μεταξύ της πρώτης χαραγμένης πόλης και της επέκτασής της. Αρα είναι ορόσημο και για την πολεοδομική ιστορία της πόλης…».
«Εδώ μέσα η Αθήνα είναι στο ίδιο επίπεδο με τη Βιέννη»

Ο Χανς Κρίστιαν Αντερσεν για το Μέγαρο Οστεν: «Εδώ μέσα η Αθήνα είναι στο ίδιο επίπεδο με τη Νεάπολη, τη Βιέννη και την Κοπεγχάγη»

«Ενα από τα κτίρια στην άκρη της Αθήνας προς την Πάρνηθα είναι μια απλή, γεμάτη αρχοντιά βίλα… Νομίζεις, βλέποντας την καλογυαλισμένη σκάλα με το χαλί από πάνω ώς κάτω, πως βρίσκεσαι σ’ έναν εξοχικό πύργο κοντά στην αυτοκρατορική πόλη του Δούναβη. Οταν μπεις μέσα στα καλόγουστα δωμάτια, θα δεις σύγχρονες rococo κουνιστές καρέκλες, θαυμάσιους καθρέπτες και ζωγραφιές…Βρισκόμαστε στο σπίτι του Πρόκες Οστεν και της καλλιεργημένης και πανέξυπνης γυναίκας του. Τίποτε δεν θυμίζει εδώ πως η Αθήνα γεννιέται τώρα. Εδώ μέσα η Αθήνα είναι στο ίδιο επίπεδο με τη Νεάπολη, τη Βιέννη και την Κοπεγχάγη».