Ο Γιάννης Καψής, που πέθανε χθες σε ηλικία 88 χρόνων, ήταν, πρωτίστως, δημοσιογράφος. Εμπειρος πολιτικός συντάκτης ήδη, στα χρόνια της δικτατορίας χαλυβδώθηκε, αφού έμαθε να πολεμά τους εχθρούς της ελευθερίας του Τύπου. Επειτα από ένα διάστημα που το πέρασε στη φυλακή, τα τελευταία χρόνια της δικτατορίας, μετά την απόπειρα «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, διατέλεσε διευθυντής του περιοδικού «Ταχυδρόμος», το οποίο σύντομα μετέτρεψε σε αιχμηρό πολιτικό περιοδικό αντίστασης στο χουντικό καθεστώς.

Ηταν δύσκολα χρόνια για τη δημοσιογραφία. Ελευθερία δεν υπήρχε και ό,τι γραφόταν ανά πάσα στιγμή υπήρχε κίνδυνος να πέσει στα βράχια της λογοκρισίας. Ο Γιάννης Καψής απέκτησε εξειδίκευση στην υπέρβαση της λογοκρισίας. «Μάθαμε γρήγορα το μάθημα των ύπουλων τίτλων», διηγιόταν συχνά αναφερόμενος στην περίοδο εκείνη, ενώ δεν παρέλειπε να αναφέρεται στα τεχνάσματα τα οποία επινοούσε προκειμένου η δημοσιογραφία που ασκούνταν τότε να είναι ενοχλητική στο ανελεύθερο καθεστώς. Ενα ανώδυνο συμβάν, όπως π.χ. η δημοσίευση Πρακτικών του αμερικανικού Κογκρέσου, μπορούσε να γίνει εκρηκτικό δημοσίευμα με τη χρήση αποσιωπητικών σε κρίσιμα σημεία που αναφέρονταν στην Ελλάδα. Οι υποψιασμένοι αναγνώστες οδηγούνταν «να σκεφτούν πράγματα χειρότερα από αυτά που γράφονταν».

Ο δημοσιογράφος

Η δημοσιογραφία των υπαινιγμών ήταν απαραίτητη τα δύσκολα χρόνια της δικτατορίας. Αλλά, προφανώς, κάθε δημοσιογράφος θα επιθυμούσε συνθήκες ελευθερίας για να ασκήσει με όσο το δυνατόν καλύτερο τρόπο το επάγγελμά του. Ο Γιάννης Καψής δεν μπορούσε να είναι εξαίρεση.

Αλλωστε, από την είσοδό του στο επάγγελμα, λίγο καιρό μετά την αποφοίτησή του από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και ένα μικρό διάστημα όπου άσκησε τη δικηγορία, έμαθε ότι η ελευθερία ήταν η προϋπόθεση άσκησης της δημοσιογραφίας.

Τη δημοσιογραφία άρχισε να υπηρετεί γύρω στα 1955. Αρχικά, ως μαθητευόμενος στο αστυνομικό ρεπορτάζ, ιδιαίτερα δημοφιλές στον λαϊκό Τύπο της εποχής. Οι γνώσεις του, τα ενδιαφέροντά του και η εργατικότητά του, ωστόσο, σύντομα τον οδήγησαν στο πολιτικό – διπλωματικό ρεπορτάζ, και μάλιστα από επιτελικές θέσεις. Ηδη, το 1958, και ενώ παρέμενε μαχόμενος ρεπόρτερ, είχε προαχθεί στην αρχισυνταξία της εφημερίδας «Εθνος», όπου παρέμεινε ώς το 1970, οπότε και συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε από ειδικό στρατοδικείο του στρατιωτικού καθεστώτος. Με την αποφυλάκισή του, εργάστηκε στο «Βήμα», στον «Ταχυδρόμο» και, αμέσως μετά την πτώση της χούντας, το 1974, ανέλαβε τη διεύθυνση των «ΝΕΩΝ».
Ηταν μια μεταβατική εποχή για τον Τύπο. Ο Γιάννης Καψής έλαβε τα μηνύματα των καιρών και, σύντομα, συνέβαλε ώστε η εφημερίδα να μετατραπεί σε ζωντανή κυψέλη ζωής. Η δημοσιογραφική ταυτότητα της εφημερίδας χτίστηκε μέσω της έμφασης στο κοινωνικό και πολιτικό ρεπορτάζ, αλλά και στην ανάπτυξη των υπόλοιπων τμημάτων της εφημερίδας. Αναβαθμίζοντας το πολιτιστικό ρεπορτάζ και τις σελίδες με τα διεθνή, η εφημερίδα ήταν ο καθρέφτης της καθημερινότητας στη χώρα και, ταυτόχρονα, ένα παράθυρο στον κόσμο. Παράλληλα, οι επιφυλλίδες, οι στήλες γνώμης, καθώς και οι στήλες κριτικής των τεχνών και του βιβλίου μετέτρεψαν την εφημερίδα σε απαραίτητο εφόδιο κάθε πολίτη ο οποίος ήθελε να γνωρίζει τι συμβαίνει γύρω του. Η σφραγίδα του Γιάννη Καψή στα «ΝΕΑ», η λαϊκή δημοσιογραφία ταυτόχρονα με την πληρότητα και την εγκυρότητα των πληροφοριών και των σχολίων που δημοσίευε, είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα και στην κυκλοφορία. Περίπου 250.000 φύλλα ημερησίως, σε καθημερινή βάση, πουλούσε η εφημερίδα εκείνη την περίοδο, γεγονός που πιστώθηκε σε μεγάλο βαθμό στον Γιάννη Καψή.

Ο πολιτικός

Λέγεται ότι η δημοσιογραφία είναι ένα επάγγελμα που ανοίγει δρόμους στους λειτουργούς της. Ο Γιάννης Καψής, που έζησε επαγγελματικά την πολιτική, κάποια στιγμή, μετά το 1982, άφησε τη δημοσιογραφία για να στρατευθεί στα κοινά. Η συμπάθειά του για τον Ανδρέα Παπανδρέου, από τον Απρίλιο του 1982, τον οδήγησε στις κυβερνήσεις του, αρχικά στη θέση του υφυπουργού Εξωτερικών, θέση την οποία κράτησε ώς το 1987. Στη συνέχεια, διατέλεσε υφυπουργός Προεδρίας της Κυβέρνησης και Εξωτερικών, ενώ σύντομα προήχθη σε αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών έως τον Ιούλιο του 1989. Ο Γιάννης Καψής εκπροσωπούσε μια γραμμή σύγκρουσης με τις επιδιώξεις της Τουρκίας, που, μετά την κρίση στις σχέσεις των δύο χωρών το 1987, οδήγησε στη συνάντηση και τη συμφωνία του Νταβός, όπου η Τουρκία δεσμεύτηκε να εφαρμόζει το δόγμα του «μη πόλεμος» στις όποιες ελληνοτουρκικές διαφορές θα προέκυπταν εφεξής.
Ο Γιάννης Καψής, επηρεασμένος και από τη μικρασιατική καταγωγή του, παθιαζόταν με τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Οι θέσεις του έχουν καταχωριστεί στα συνολικά 14 βιβλία του που εκδόθηκαν (οι «Χαμένες πατρίδες», που πρωτοκυκλοφόρησαν το 1960, έχουν πουλήσει περισσότερα από 100.000 αντίτυπα). Αλλωστε, το γράψιμο και η δημοσιογραφία ήταν, πάντα, η μεγάλη αγάπη του.

Και η έρευνα. Στο βιβλίο του «Κουβεντιάζοντας με τον Ανδρέα» (2013), σε πολλά σημεία, περιγράφει πώς η δημοσιογραφική του ταυτότητα καθόριζε τις πολιτικές επιλογές του. Ενδεικτική είναι η περιγραφή εκ μέρους του της προσπάθειας κατάρτισης του Φακέλου της Κύπρου.

Οταν του ανέθεσε ο Ανδρέας αυτή τη δουλειά, συγκέντρωσε όλους τους φακέλους του τμήματος Κύπρου στο γραφείο του. «Στοιβάχθηκαν γύρω γύρω στους τοίχους του γραφείου μου φθάνοντας μέχρι το ταβάνι», περιγράφει. Το ξεσκαρτάρισμα του υλικού δεν του πήρε πολύ χρόνο. Η δημοσιογραφική προπαίδεια, η ικανότητα να διαβάζει διαγωνίως, όπως λέει, απεδείχθη επίσης πολύτιμη. Τα έγγραφα περνούσαν με την ταχύτητα φαξ.

«Την προκαθορισμένη ημερομηνία 6 ογκώδη ντοσιέ –ο Φάκελος της Κύπρου –κατετέθησαν στο προεδρείο της Βουλής. Θα πρέπει να έχουν πνιγεί στη σκόνη. Κανείς δεν τους έριξε, ποτέ, ούτε μια ματιά… Αλλά υπάρχουν», καταλήγει ο Γιάννης Καψής –περιγράφοντας ίσως τη μόνη ερευνητική δουλειά του που δεν συνάντησε τους αποδέκτες της.