Έναν από τους πιο διαδεδομένους μύθους αποτελεί ο ισχυρισμός ότι η γρίπη δεν μπορεί να προληφθεί. Ασπίδα προστασίας ενάντια στη νόσο αποτελεί ο ετήσιος αντιγριπικός εμβολιασμός, ο οποίος είναι το μοναδικό μέτρο που μπορεί αποδεδειγμένα να προφυλάξει σε ικανό βαθμό, σύμφωνα με την Παθολόγο-Λοιμωξιολόγο, επιμελήτρια Α’ στο «Ιπποκράτειο» Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης, Αθηνά Πυρπασοπούλου.

Σύμφωνα με την ίδια, το ποσοστό προφύλαξης επηρεάζεται από το επικρατές στέλεχος του ιού ανά εποχή και σε συνάρτηση με την ηλικία και την ανοσιακή κατάσταση του οργανισμού κυμαίνεται από 40%-60%. «Το επιχείρημα ότι «δεν χρειάζομαι εμβολιασμό γιατί δεν έχω νοσήσει ποτέ» ακούγεται το ίδιο παράλογο με το «δεν φοράω ζώνη στην οδήγηση γιατί δεν έχω τρακάρει ποτέ»», τονίζει.

Με αφορμή την ομιλία της με τίτλο «Γρίπη: Θεωρίες συνωμοσίας και αλήθειες για τη νόσο και τον εμβολιασμό» στο 17ο φαρμακευτικό συνέδριο-έκθεσηPHARMA pointπου διοργανώνει οΦαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης (14-15 Οκτωβρίου), στο συνεδριακό κέντρο «Ι. Βελλίδης», η κυρία Πυρπασοπούλου υπογραμμίζει ότι η εποχική γρίπη είναι το πιο συχνό νόσημα, αλλά και το πιο συχνό αίτιο θανάτου από νόσημα που προλαμβάνεται με εμβολιασμό.

Προκαλεί επιδημίες κάθε έτος με 250.000 – 500.000 θανάτους ετησίως. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου κατ’ εκτίμηση νοσεί το 3%-5% του πληθυσμού κάθε χρόνο, αναμένονται περίπου 40.000 θάνατοι/έτος.

«Η παρανόηση ότι η γρίπη δεν αποτελεί επικίνδυνη και σοβαρή νόσο πηγάζει από την κατάχρηση του όρου για κοινά σύνδρομα, όπως το κοινό κρυολόγημα ή η γαστρεντερίτιδα. Η κλινική βαρύτητα της νόσου, βέβαια, ποικίλει και εξαρτάται από την ηλικία, την προηγηθείσα έκθεση/ανοσοποίηση ή την παρουσία συννοσηροτήτων ή γενικότερα επιβαρυμένης κλινικής κατάστασης. Οι επιπλοκές της κυμαίνονται από την εκδήλωση παραρρινοκολπίτιδας και πνευμονίας έως επιπλοκές από το καρδιαγγειακό σύστημα, σηψαιμία, εγκεφαλοπάθεια, ακόμη και θάνατο», εξηγεί η Παθολόγος-Λοιμωξιολόγος.

Σύμφωνα με την ίδια, ο ετήσιος αντιγριπικός εμβολιασμός είναι το μοναδικό μέτρο που μπορεί αποδεδειγμένα να προφυλάξει από τη νόσο με το ποσοστό προφύλαξης να κυμαίνεται από 40%-60%. Ακόμα, όμως, και στην περίπτωση νόσησης σε εμβολιασθέντα άτομα, η κλινική εικόνα είναι ηπιότερη και αποτρέπεται στη συντριπτική πλειοψηφία η ανάγκη για νοσηλεία.

Εξάλλου, από την επιδημιολογική ανάλυση των περιστατικών που νοσηλεύονται σε μονάδες αυξημένης φροντίδας αποδεικνύεται περίτρανα ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των ασθενών που νοσούν βαριά κάθε έτος είναι ασθενείς που δεν εμβολιάστηκαν, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις ανήκαν σε ομάδες υψηλού κινδύνου.

Σύμφωνα με την κ. Πυρπασοπούλου, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η αποτελεσματικότητα των αντιικών φαρμάκων στην πρόληψη των επιπλοκών είναι αμφιλεγόμενη, με μόνο αποδεδειγμένο όφελος από τη χρήση τους την ελάττωση της μέσης διάρκειας νοσηλείας των ασθενών, χωρίς όμως ουσιαστική επίδραση στην έκβαση της νόσου.

«Ο εμβολιασμός αποτελεί απαράβατη ιατρική οδηγία, ειδικά για συγκεκριμένες ομάδες ασθενών. Θα πρέπει να διενεργείται την κατάλληλη εποχή (Οκτώβριο-Νοέμβριο) σε μία εφάπαξ δόση (πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων όπου συνιστάται επανάληψη μετά 3μήνου), καλύπτει ανοσιακά για περίοδο τουλάχιστον 6 μηνών, δηλαδή όλη την περίοδο έξαρσης της νόσου στο Βόρειο ημισφαίριο και θα πρέπει να επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο λόγω της ικανότητας του ιού να παρεκκλίνει αντιγονικά και να μεταβάλλεται η επιδημιολογία των επικρατούντων κατά περιοχή στελεχών», επισημαίνει η κ. Πυρπασοπούλου.

Παράλληλα τονίζει ότι το αντιγριπικό εμβόλιο, στην φαρμακοτεχνική μορφή που κυκλοφορεί εδώ και χρόνια στην Ελλάδα, είναι αποδεδειγμένα ασφαλές εμβόλιο, με ελάχιστες πιθανότητες εμφάνισης ανεπιθύμητων ενεργειών. Παρ’ όλα αυτά, ασθενείς με ιστορικό σοβαρών αλλεργικών αντιδράσεων ή νευρολογικών επιπλοκών από προηγηθέντες εμβολιασμούς θα πρέπει να απευθύνονται στον ιατρό τους για οδηγίες.

«Και για τη φετινή χρονιά, λοιπόν, ας εστιάσουμε στο «ενημερώνομαι έγκυρα, και εμβολιάζομαι, για να προστατέψω όχι μόνο τον εαυτό μου αλλά και τον οικογενειακό και κοινωνικό μου περίγυρο»», μας προτρέπει η κ. Πυρπασοπούλου.