Αμεση και συνεχή αξιολόγηση των σχολείων και των εκπαιδευτικών, αυτονομία στη διοίκησή τους, κίνητρα στους εκπαιδευτικούς και αναπροσαρμογή των εκπαιδευτικών συστημάτων με το «βλέμμα στο μέλλον» ζητά η Παγκόσμια Τράπεζα.

«Το να περιμένουμε για την κρίση στην εκπαίδευση δεν είναι μια στρατηγική νίκης» λέει στην πρώτη έκθεση που αφιερώνει ποτέ για τα θέματα εκπαίδευσης το επιτελείο της Παγκόσμιας Τράπεζας.

Το γεγονός μάλιστα ότι τα στελέχη του διεθνούς χρηματοπιστωτικού ιδρύματος, το οποίο παρέχει οικονομική και τεχνική βοήθεια σε αναπτυσσόμενες χώρες (πρόσφατα βέβαια ζήτησε τη βοήθειά της και η Ελλάδα), αφιερώνουν για πρώτη φορά μια ειδική έκθεση 240 σελίδων στα θέματα της εκπαίδευσης παγκοσμίως αποτελεί από μόνο του είδηση».

Η σωστή εκπαίδευση είναι κυρίως μια υπόσχεση, αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση. «Οταν πετύχεις σ’ αυτό τον στόχο, μόνο τότε μπορείς να δίνεις μεγάλες υποσχέσεις». Για να καταλήξει με τις φράσεις που θα έπρεπε να προβληματίσουν ιδιαίτερα τους πολιτικούς προϊσταμένους του τομέα της παιδείας στη χώρα μας: «Η εκπαίδευση χωρίς μάθηση είναι μια τρομερή σπατάλη. Ακόμη χειρότερα, όμως, είναι αδικία. Χωρίς μάθηση θα μείνουμε κλειδωμένοι σε συνθήκες φτώχειας. Η κρίση εκπαίδευσης είναι στην πραγματικότητα ηθική κρίση. Είναι μια κρίση αξιών».

Η έκθεση εκδόθηκε τις τελευταίες ημέρες. «Ο χρόνος για να το κάνουμε είναι εξαιρετικός» αναφέρει το επιτελείο της Παγκόσμιας Τράπεζας στην «Εκθεση για την παγκόσμια ανάπτυξη 2018», για να συνεχίσει: «Η εκπαίδευση είναι από καιρό κρίσιμη για την ανθρώπινη ευημερία, αλλά είναι ακόμη περισσότερο σε μια περίοδο ταχείας οικονομικής και κοινωνικής αλλαγής. Ο καλύτερος τρόπος να εξοπλίσετε τα παιδιά και τη νεολαία για το μέλλον είναι να τοποθετήσετε τη μάθησή τους στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός σας. Το 2018 θα διερευνήσουμε τέσσερα κύρια θέματα: την υπόσχεση της εκπαίδευσης, την ανάγκη να «λάμψει ένα φως» στη μάθηση, το πώς θα κάνουν τα σχολεία να δουλέψουν πραγματικά για τους μαθητές τους και το πώς να κάνουν τα συστήματα γενικότερα να δουλέψουν για τη γνώση».

Οπως αναφέρεται ακόμη στην έκθεση, «τα οικονομικά δεδομένα, η πολιτική και η κοινωνία διαμορφώνουν τις αποδόσεις στην εκπαίδευση. Τα εκπαιδευτικά συστήματα δεν λειτουργούν σε κενό».

Στην έκθεσή της η Παγκόσμια Τράπεζα αναφέρει ότι «η εκπαίδευση είναι σήμερα ένα βασικό ανθρώπινο δικαίωμα και έχει καίρια σημασία γιατί απελευθερώνει τις ανθρώπινες δυνατότητες. Εχει επίσης τεράστια σημασία στην οργανική αξία. Η εκπαίδευση αυξάνει το ανθρώπινο κεφάλαιο, την παραγωγικότητα, τα εισοδήματα, την απασχολησιμότητα και την οικονομική ανάπτυξη. Αλλά τα οφέλη της ξεπερνούν αυτά τα νομισματικά κέρδη: η εκπαίδευση επίσης κάνει τους ανθρώπους πιο υγιείς και τους δίνει μεγαλύτερο έλεγχο στη ζωή τους. Και αυτό δημιουργεί εμπιστοσύνη, ενισχύει το κοινωνικό κεφάλαιο και δημιουργεί θεσμούς που προάγουν την ένταξη και την κοινή ευημερία».

Βήματα πίσω. Δεν είναι έτσι παράλογο ότι σε περίοδο που η Ελλάδα έχει κάνει αρκετά βήματα πίσω στα θέματα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού έργου (η «νέα» μορφή αξιολόγησης που σχεδιάζεται δεν θα έχει να κάνει με τους μάχιμους εκπαιδευτικούς, αλλά μόνο με τα στελέχη της εκπαίδευσης), όλος ο υπόλοιπος κόσμος τοποθετεί τη… γνώση στο κέντρο των πολιτικών του.

Τα εκπαιδευτικά συστήματα πρέπει να είναι έτοιμα να κατανοήσουν ταχύτατα και αποτελεσματικά το ποιοι μαθητές είναι ασθενέστεροι και ποιοι ισχυρότεροι, ποιες πληθυσμιακές ομάδες καθυστερούν και με ποιους παράγοντες σχετίζονται οι επιτυχίες ή οι αποτυχίες τους. «Δεν υπάρχει αποτελεσματικός τρόπος για τη συγκέντρωση των αποτελεσμάτων του εκπαιδευτικού επιπέδου στην τάξη εκτός από την αξιολόγηση» αναφέρει η έκθεση. «Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο τα συστήματα χρειάζονται αξιολογήσεις αντιπροσωπευτικών δειγμάτων και τέτοιες εκτιμήσεις μπορεί να είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την πρόοδο όλου του συστήματος ή κάθε συστήματος που δεν θέλει να παραμείνει αγκυροβολημένο στις προσωπικές του προσδοκίες».

Αλματα προόδου

Σκιαγραφώντας τα αλματώδη βήματα που έγιναν τις τελευταίες δεκαετίες στα θέματα εκπαίδευσης παγκοσμίως, η Παγκόσμια Τράπεζα αναφέρει ότι το 1970 το ακαθάριστο ποσοστό εγγραφής μαθητών στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση ήταν 68% στην Υποσαχάρια Αφρική και 47% στη Νότια Ασία. Το 2010, το ποσοστό αυτό υπερέβαινε το 100% και στις δύο περιοχές.