Ετήσια άδεια: όλοι οι εργαζόµενοι οι οποίοι συνδέονται µε σύµβαση ή σχέση εργασίας ορισµένου ή αορίστου χρόνου (ιδιωτικός τομέας) δικαιούνται να λάβουν ετήσια άδεια µε αποδοχές από την έναρξη της απασχόλησής τους σε συγκεκριµένη υπόχρεη επιχείρηση. Η άδεια αυτή χορηγείται από τον εργοδότη αναλογικώς (ποσοστό) µε βάση το χρονικό διάστηµα που απασχολήθηκε ο εργαζόµενος στον εργοδότη αυτόν. Η αναλογία της χορηγούµενης αδείας υπολογίζεται βάσει ετήσιας αδείας 20 εργάσιµων ηµερών επί πενθηµέρου εβδοµαδιαίας εργασίας και 24 εργάσιµων ηµερών επί εξαηµέρου, η οποία αντιστοιχεί σε 12 µήνες συνεχούς απασχόλησης. Παράλληλα, διευκρινίζεται πλήρως και συµπληρώνεται η διαδικασία λήψης της αδείας κατά τα δύο πρώτα ηµερολογιακά έτη της εργασιακής σχέσης του μισθωτού.

Η ετήσια άδεια µε αποδοχές καθώς και το επίδοµα αδείας διέπονται και από τις λοιπές οικείες διατάξεις της εργατικής νοµοθεσίας. Ως εκ τούτου, εξασφαλίζεται η συνέχεια της ισχύος των κειμένων διατάξεων που αφορούν τον µηχανισµό και τον τρόπο χορήγησης της αδείας και του επιδόµατος αδείας. Σε περίπτωση µη χορήγησης από τον εργοδότη λόγω υπαιτιότητάς του (άρνηση, πταίσµα, αµέλεια) της αδείας που δικαιούται ο εργαζόµενος εντός του ηµερολογιακού έτους, υποχρεούται να καταβάλει σ’ αυτόν τις αντίστοιχες αποδοχές αδείας µε προσαύξηση 100%, όχι όμως και του επιδόματος αδείας.

Ηδη καθιερώθηκε για το πρώτο ηµερολογιακό έτος –εντός του οποίου προσελήφθη ο μισθωτός, υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί μέχρι την 31η Δεκεµβρίου αναλογία –ποσοστό των ηµερών αδείας που δικαιούται ο μισθωτός, βάσει του χρονικού διαστήµατος απασχόλησης στο έτος αυτό. Η αναλογία της αδείας, η οποία υπολογίζεται επί των 20 (επί πενθηµέρου) και των 24 (επί εξαηµέρου) ηµερών, θα πρέπει να χορηγείται από τον εργοδότη έως την 31η Δεκεµβρίου του ηµερολογιακού έτους πρόσληψης, ακόµη και αν δεν έχει ζητηθεί από τους εργαζοµένους. Κατά το δεύτερο ηµερολογιακό έτος, ο μισθωτός δικαιούται να λάβει τµηµατικά την άδειά του, η οποία αναλογεί στον χρόνο απασχόλησής του στο δεύτερο αυτό έτος, στον οικείο εργοδότη. Η αναλογία της αδείας υπολογίζεται εκ νέου, όπως και κατά το πρώτο ηµερολογιακό έτος, µε βάση τις 20 ηµέρες επί πενθηµέρου και τις 24 ηµέρες επί εξαηµέρου. Κατά τη διάρκεια του έτους αυτού και κατά το χρονικό σηµείο συµπληρώσεως 12 µηνών από την ηµεροµηνία πρόσληψης, η άδεια επαυξάνεται κατά µία εργάσιµη ηµέρα. Ως εκ τούτου, η άδεια κατά το δεύτερο ηµερολογιακό έτος, η οποία θα πρέπει να χορηγηθεί από τον εργοδότη αναλογικώς ή ολόκληρη στο τέλος, έως την 31η Δεκεµβρίου του έτους αυτού, φθάνει στο ύψος των 21 επί πενθηµέρου και 25 επί εξαηµέρου εργάσιµων ηµερών.

Κατά το τρίτο ηµερολογιακό έτος, καθώς και τα επόµενα, ο µισθωτός δικαιούται να λάβει ολόκληρη την ετήσια άδειά του και σε κάθε χρονικό σηµείο του έτους αυτού. Η άδεια αυτή θα φθάσει τις 22 ηµέρες επί πενθηµέρου και τις 26 επί εξαηµέρου, εάν έχουν συµπληρωθεί δύο έτη απασχόλησης εντός του τρίτου αυτού ηµερολογιακού έτους.

Τονίζεται ότι στην άδεια υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Δεν συμπεριλαμβάνονται οι Κυριακές, οι αργίες και οι ημέρες ασθενείας (κατά τις οποίες ο μισθωτός παρέμεινε στο σπίτι του ή νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο), που εμπίπτουν στο διάστημα της αδείας. Για τους μισθωτούς πενθήμερης εργασίας δεν περιλαμβάνεται στον αριθμό ημερών αδείας η ημέρα της εβδομάδας κατά την οποία δεν παρέχουν εργασία λόγω πενθημέρου.