Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να είναι κανείς επιφυλακτικός απέναντι στην προοπτική ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων στην Ελλάδα. Έχει σημασία όμως να εντοπιστούν ποιοι είναι αυτοί οι λόγοι και ποιοι δεν είναι.

Οι περισσότεροι θα συμφωνούσαμε με την ιδέα ότι θέλουμε καλή- δωρεάν- δημόσια πανεπιστημιακή εκπαίδευση για όσους την επιθυμούν. Όσοι δεν την επιθυμούν είναι ελεύθεροι να βρουν άλλη λύση. Δεν δικαιούμαστε να τιμωρήσουμε τα παιδιά τους επειδή το έκαναν. Είναι σημαντικό να μη συγχέονται δύο πράγματα: η αφοσίωση στο δημόσιο πανεπιστήμιο δεν συνεπάγεται απαγόρευση των εναλλακτικών λύσεων σε αυτό. Μια πραγματική απαγόρευση θα ήταν καταστροφική για το ίδιο το δημόσιο σύστημα και θα αποδεικνυόταν ανεφάρμοστη.

Θα ήταν καταστροφική γιατί αποτελεί εκδήλωση ακραίου προστατευτισμού στον κατ΄ εξοχήν χώρο που δεν τον «σηκώνει». Το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο θα ήταν πολύ χειρότερο εάν δεν υπήρχε η άμιλλα με τα ξένα πανεπιστήμια.

Θα ήταν ανεφάρμοστη γιατί πραγματική απαγόρευση δεν υπήρξε ποτέ. Το ελληνικό πανεπιστήμιο ήταν εκτεθειμένο στον ανταγωνισμό από τη γένεσή του. Απλώς, ο ανταγωνισμός ήταν λιγότερο ορατός γιατί προερχόταν από τα ξένα πανεπιστήμια. Λιγότερο ορατός αλλά σκληρότατος. Η ελληνική κοινωνία, πάντα, προμηθευόταν το πλείστο των στελεχών πρώτης γραμμής που χρειαζόταν από το εξωτερικό. Δεδομένου ότι οι σπουδές στο εξωτερικό ήταν, εν πολλοίς, προνόμιο των ευπορότερων στρωμάτων, η κατάσταση αυτή ήταν μια από τις βαθύτερες πηγές αναπαραγωγής της ανισότητας στην Ελλάδα. Και όμως, δεν ξέρω κανέναν που θα υποστήριζε την απαγόρευση της αναγνώρισης όλων των πανεπιστημιακών τίτλων από το εξωτερικό. Κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο από νομική άποψη, αδιανόητο από πολιτική, καταστροφικό από οικονομική και ολέθριο από εκπαιδευτική.

Το συμπέρασμα είναι ότι η ύπαρξη ανταγωνισμού από εγχώρια ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν δημιουργεί θέμα αρχής. Για όσους πράγματι θέλουν να μειώσουν την ανισότητα, η λύση είναι η βελτίωση του δημόσιου πανεπιστημίου, όχι η κατάργηση της άμιλλας στην εκπαίδευση.

Πέρα από το θέμα αρχής όμως η προοπτική των ιδιωτικών πανεπιστημίων δημιουργεί φόβους. Ορισμένοι από αυτούς είναι ανυπόστατοι.

1. Ο ένας φόβος είναι ότι ο ανταγωνισμός από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα υποβαθμίσει τα δημόσια. Αν υπάρξει σοβαρός ανταγωνισμός θα μας κάνει περισσότερο καλό παρά κακό. Δεν νομίζω όμως ότι θα υπάρξει. Ο ιδιωτικός τομέας θα επικεντρωθεί σε «sexy» αντικείμενα που δεν απαιτούν

Η ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΗ

κοινότητα δεν πρέπει να χάσει την μπάλα από τα μάτια της: το πρόβλημά μας είναι η αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου

μεγάλες δαπάνες σε εξοπλισμό. Ανταγωνισμός όμως σε ευρύ μέτωπο δεν θα υπάρξει στο ορατό μέλλον.

2. Ο άλλος φόβος είναι ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα αυξήσουν υπέρμετρα τον αριθμό των πτυχιούχων. Υπό τον όρο ότι το ρυθμιστικό καθεστώς που θα θεσπιστεί θα έχει τις ίδιες απαιτήσεις τόσο από τα δημόσια όσο και από τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, η ύπαρξη των δεύτερων δεν θα αυξήσει σημαντικά τον συνολικό αριθμό των πτυχιούχων. Ο αριθμός αυτός προσδιορίζεται κυρίως από τη ζήτηση, όχι από την προσφορά. Και η ζήτηση της ελληνικής οικογένειας για ανώτατη εκπαίδευση είναι ακόρεστη και ανελαστική. Εκείνοι που θα μπορούν να πληρώσουν τα δίδακτρα των εγχώριων ιδιωτικών πανεπιστημίων είναι σε θέση να βρουν τους πόρους για να στείλουν τα παιδιά τους σε αναγνωρισμένες σχολές του εξωτερικού. Τα πτυχία αυτά είμαστε υποχρεωμένοι να τα αναγνωρίσουμε. Εκείνο που κυρίως θα συμβεί είναι μια υποκατάσταση ανάμεσα σε πτυχία του εξωτερικού και πτυχία εγχώριων ιδιωτικών πανεπιστημίων. Οι συνολικοί αριθμοί δεν θα είναι πολύ διαφορετικοί από αυτούς που θα ήταν υπό άλλες συνθήκες.

Οι βάσιμες επιφυλάξεις απέναντι στα ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι δύο:

Πρώτον, ορισμένα από αυτά μπορεί να είναι τόσο μέτρια που να ισοδυναμούν με «πώληση» πτυχίων. Κάτι τέτοιο, όντως, θα αποτελούσε αθέμιτο ανταγωνισμό για τους πτυχιούχους των δημόσιων πανεπιστημίων. Συνεπώς το κεντρικό θέμα είναι το ρυθμιστικό καθεστώς που θα διέπει τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Είναι όμως σε θέση η ελληνική πολιτεία να εποπτεύσει ένα καθεστώς που να εξασφαλίζει ισότιμους όρους λειτουργίας για τους δύο τύπους ιδρυμάτων;

Δεύτερον, η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων μπορεί να χαλαρώσει την πίεση πάνω στους πολιτικούς και να τους ενθαρρύνει να συνεχίσουν την υποχρηματοδότηση των δημόσιων πανεπιστημίων. Τούτο θα ήταν τραγωδία. Το δημόσιο πανεπιστήμιο χρειάζεται χρήματα. Χρήματα υπό όρους, χρήματα με ανταλλάγματα (τα δέχομαι αυτά) αλλά χρειάζεται πόρους.

Το «ναι» ή το «όχι» στα ιδιωτικά πανεπιστήμια εξαρτάται από το αν θα διασκεδαστούν οι παραπάνω επιφυλάξεις. Εάν υπάρξουν πειστικές εγγυήσεις ότι δεν θα μπορεί να «αγοραστεί» πτυχίο στην Ελλάδα και ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια δεν θα αποτελέσουν το άλλοθι για τον υποσιτισμό των δημόσιων, τότε δεν θα είχα αντίρρηση. Μπορούν όμως να εκπληρωθούν αυτές οι προϋποθέσεις;

Σε κάθε περίπτωση, η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν πρέπει να χάσει την μπάλα από τα μάτια της: το πρόβλημά μας είναι η αναβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου. Ο στόχος αυτός δεν προάγεται από μάχες μέχρις εσχάτων που αρθρώνονται γύρω από συνθήματα. Μια τέτοια τακτική είναι κατάλληλη για να δώσει ένα μάθημα σε κείνους που το χρειάζονται. Μεσοπρόθεσμα όμως παγιδεύει την πανεπιστημιακή κοινότητα σε αγώνες χωρίς ορατό τέλος που, τελικά, θα φθείρουν μόνο την ίδια και θα την αποκλείσουν από την επί της ουσίας συζήτηση. Είναι αναγκαίο να επιλεγούν λεπτότερα μέσα πίεσης που δεν συνεπάγονται την παρατεταμένη παράλυση του δημόσιου πανεπιστημίου. Πάνω από όλα είναι αναγκαίο να συζητήσουμε τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, σημείο προς σημείο.

Ο Χρ. Ιορδάνογλου διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.