«1949-1952. Τρία χρόνια πέρασα στο Μακρονήσι. Ο Εμφύλιος χώρισε την πατρίδα και τους Ελληνες σε καλούς και σε κακούς. Η Δεξιά στην εξουσία, κι εγώ, από τους κακούς πια, στο ξερονήσι. Ετσι όμως, μια το δικό τους και μια το δικό μας, συνεχιζόταν ο κλεφτοπόλεμος όταν εγώ έφυγα από το Μακρονήσι, τον Μάρτη του 1952, τόσο ύποπτος για το Εθνος όσο ήμουνα και όταν πήγα. Τρία χρόνια στον ξερόβραχο μού μάθανε ένα σωρό πράγματα, μα την πατρίδα δεν με κάνανε να την προσκυνήσω. Θες το σύστημα δεν ήτανε καλό, θες εγώ ήμουνα στουρνάρι, ποιος ξέρει». Ο Νίκος Κούνδουρος, που πέθανε χθες σε ηλικία 91 ετών, αφηγείται τα χρόνια της εξορίας, τα χρόνια που τον ενέπνευσαν και τον σημάδεψαν. Ολη η φιλμογραφία του, ένα μεγάλο ιστορικό παράπονο για την περιφρόνηση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, από την πρώτη ταινία μέχρι και τελευταία του. Καλλιτέχνης ανήσυχος, εφευρετικός, επίμονος.

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1926, αλλά οι γονείς του, πάππου προς παππού Κρητικοί, δεν ανέχονταν να πολιτογραφηθεί Αθηναίος, κι έτσι τον μετέφεραν στην Κρήτη, τυλιγμένο σε μια πάνα. Ως ενήλικος σπουδάζει ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από την οποία και αποφοιτεί το 1948. Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εντάσσεται στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.

Η γνωριμία με τον Βέγγο και η «Μαγική Πόλις»

«Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. «Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε» μου είπαν και το μόνο που ζήτησα ήταν να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και χωρίς νερό, ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν! Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια του και δυο – τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο! «Τι κάνεις;» τον ρωτάω. «Θα πεθάνεις εδώ πάνω» απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Ηταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα».

Η ζωή του στη Μακρόνησο, αλλά και η γνωριμία του με τον Βέγγο αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τον σκηνοθέτη που, λίγο αργότερα, θα σκηνοθετήσει την ταινία «Μαγική Πόλις» το 1954. Ο Κούνδουρος, ίσως και πρώτος απ’ όλους, βάζει την Ελλάδα στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη εμπνεόμενος από τον ιταλικό νεορεαλισμό. Στην Ελλάδα η ταινία παίρνει αρνητική κριτική από τη Ροζίτα Σώκου και ο Κούνδουρος, που βρίσκεται στο Φεστιβάλ Βενετίας τής στέλνει δώρο ένα δέμα με… εσώρουχα.

Σε σύγκρουση με την κουλτούρα της εποχής

Ακολούθησε ο «Δράκος» σε σενάριο Ιάκωβου Καμπανέλλη το 1956, κορυφαία στιγμή του ελληνικού σινεμά σύμφωνα με την Πανελλήνια Ενωση Κριτικών Κινηματογράφου. Κι όμως, εκείνα τα χρόνια λίγοι ήταν πρόθυμοι να του το αναγνωρίσουν. Οπως έχει δηλώσει ο ίδιος, «όταν η ταινία πρωτοπροβλήθηκε, λίγα χρόνια μετά τον Εμφύλιο, ο έλληνας θεατής ήταν ανέτοιμος να διαβάσει τις νύξεις και τους συμβολισμούς της ταινίας και αρνιόταν ένα είδος κινηματογράφου που ερχόταν σε σύγκρουση με την αμερικανική κινηματογραφική κουλτούρα που για χρόνια και χρόνια κατέκλυζε τις κινηματογραφικές αίθουσες», προσθέτωντας πως «χρειάστηκαν δέκα χρόνια σιωπής και ο σκοταδισμός που επέβαλαν οι συνταγματάρχες στον ελληνικό λαό για να ξεπηδήσει ο «Δράκος» σαν ένα σινιάλο αντίστασης στη σιωπή που είχαν επιβάλει».

Οι εφημερίδες της εποχής «Εστία» και «Αυγή», πάντως, κατηγόρησαν την ταινία ως ανθελληνική ζητώντας την επέμβαση του εισαγγελέα! Ακολούθησαν οι «Μικρές Αφροδίτες» του 1963 σε σενάριο του Βασίλη Βασιλικού, κέρδισαν Αργυρή Αρκτο σκηνοθεσίας στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βερολίνου, αν και το ερωτικό τους περιεχόμενο προκάλεσε αντιδράσεις στην Ελλάδα, όπου και πάλι το φιλμ ξεπέρασε τα εκατό χιλιάδες εισιτήρια.

Το ενδιαφέρον είναι πως, για τον ίδιο τον Κούνδουρο, ο «Δράκος» δεν ήταν και η καλύτερη στιγμή του. Μου το ‘χε πει καθαρά: «Για μένα η καλύτερη ταινία μου παραμένει το «Μπάιρον –Μπαλάντα για έναν δαίμονα» –εκεί τα έδωσα όλα. Τους ενόχλησε η βρωμιά του, αλλά μην ξεχνάς πωςδίπλα από τα σκατά είναι που θριαμβεύει το ανθρώπινο πνεύμα. Ισως πάλι να τους ενόχλησε και η ελευθερία του Μπάιρον, ο αναρχισμός του. Για μένα αυτός ο άνθρωπος παραμένει ένα ίνδαλμα. Και ήταν ίσως η μόνη φορά που είχα στη διάθεσή μου έναν μεγάλο προϋπολογισμό, που σημαίνει πως μπόρεσα να κάνω αυτή την ταινία ακριβώς όπως ήθελα να την κάνω».

Ο «Μπάιρον», μια πολυδάπανη συμπαραγωγή Ελλάδας και Ρωσίας, κέρδισε επτά βραβεία στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1992. Τα γυρίσματα έγιναν στην Κριμαία, έναν χρόνο πριν. Στο διάστημα αυτό, τον Αύγουστο, γίνεται το πραξικόπημα εναντίον του Γκορμπατσόφ και ακούει τα ελικόπτερα που τον ψάχνουν νύχτα στο δάσος. Ανάμεσα στα ντεκόρ της ταινίας γίνεται η ταφή, από τους κατοίκους του χωριού, ενός δεκαεπτάχρονου κοριτσιού άγνωστων γονιών που το σκότωσαν εγκληματίες. Γράφει στο ημερολόγιό του: «Απορώ καμιά φορά πώς μπορώ ακόμα να συντηρώ με τόσο πάθος το μίσος μου για τα ίδια πράγματα που πρωτομίσησα στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια, παιδί του πόλεμου και της Κατοχής και των στρατοδικείων και της τυφλής βίας, μεγαλωμένος με όνειρα και οράματα και πείσμα ατέλειωτο».

Η τελευταία ταινία του, «Το πλοίο για την Παλαιστίνη», παρουσιάστηκε στις αίθουσες το 2013.