Τον κώδωνα του κινδύνου για την πρόσβαση των ελλήνων ασθενών στις καινοτόμες θεραπείες κρούουν οι φαρμακευτικές θεραπείες, καθώς η νοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη βαίνει μειούμενη λόγω των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας. Πάντως, την ίδια στιγμή η Ελλάδα διακρίνεται για το εξής παράδοξο: παρά τις οριζόντιες περικοπές στις δαπάνες υγείας την τελευταία πενταετία, οι Έλληνες εξακολουθούν να έχουν καλύτερη πρόσβαση στα φάρμακα συγκριτικά με χώρες που βρίσκονται οικονομικά σε ευνοϊκότερη θέση. Φυσικά, το ποσοστό συμμετοχής των ασφαλισμένων έχει αυξηθεί, όπως και η επιβάρυνση των φαρμακευτικών εταιρειών μέσω των rebate και clawback.

Όπως είναι ήδη γνωστό, σύμφωνα με το άρθρο 15 του νόμου 4346/2015 η ενδονοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη έχει καθοριστεί στα 570 εκατομμύρια ευρώ για το 2016, στα 550 εκατ. ευρώ για το 2017 και στα 530 εκατ. ευρώ για το 2018, συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ. Οποιαδήποτε φαρμακευτική δαπάνη υπερβαίνει τα προαναφερόμενα όρια επιστρέφεται από τις φαρμακευτικές εταιρείες και καταβάλλεται σε ειδικό λογαριασμό που ορίζει το υπουργείο Υγείας ή συμψηφίζεται με ισόποσες οφειλές των εταιρειών.

Ωστόσο, οι φαρμακευτικές εταιρίες υποστηρίζουν ότι συνολικά για το 2016 η πραγματική δαπάνη θα ανέλθει σε 853 εκατ. ευρώ, δηλαδή 49,6% (283 εκατ. ευρώ) υψηλότερα από το όριο του κλειστού προϋπολογισμού και 16,2% υψηλότερα από τη δαπάνη του 2015. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο προϋπολογισμός του 2016 αρκεί για την κάλυψη των αναγκών των οκτώ πρώτων μηνών του έτους.

Παράλληλα, από το 2015 μέχρι και σήμερα εισήχθησαν στα ελληνικά νοσοκομεία 34 νέες δραστικές ουσίες χωρίς να ληφθεί μέριμνα για την επίδραση τους στον προϋπολογισμό για την ενδονοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη. Παράλληλα, δεν έχει αυξηθεί σημαντικά, όπως προέβλεπαν οι μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας μας, η διείσδυση των γενοσήμων αφού μένει καθηλωμένη στο 20%, όταν στη Γερμανία αγγίζει το 80% και στις ΗΠΑ το 90%. Την ίδια στιγμή, με αργό βηματισμό εκ μέρους των φαρμακευτικών εταιρειών και του υπουργείου Υγείας γίνεται και η διαπραγμάτευση για τις τιμές των νέων φαρμάκων για την Ηπατίτιδα C (που πετυχαίνουν ίαση της νόσου), που θα μπορούσαν να ανακουφίσουν το σύστημα Υγείας, μειώνοντας το κόστος νοσηλείας αλλά και τον αριθμό των ασθενών μακροπρόθεσμα.

Το ελληνικό παράδοξο

Πάντως παρά την ομολογουμένως βίαιη προσαρμογή που αναγκάστηκε να κάνει η χώρα μας λόγω μνημονίων και την υπερβολή των 8 δισεκατομμυρίων ευρώ που δαπανούσε κάποτε για φάρμακα, οι Έλληνες ακόμα και σήμερα εξακολουθούν να έχουν καλύτερη πρόσβαση στο φάρμακο και ειδικά σε καινοτόμες θεραπείες, συγκριτικά με χώρες της ΕΕ που βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση, σύμφωνα με τον καθηγητή του Τομέα Οργάνωσης και Διοίκησης Υπηρεσιών Υγείας της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας (ΕΣΔΥ), Νίκο Μανιαδάκη.

«Όλα τα συστήματα Υγείας χαρακτηρίζονται από σπατάλη, εκτός ίσως απ’ αυτό της Αυστραλίας και της Ελβετίας. Η Ελλάδα όμως κατείχε τη δεύτερη θέση πανευρωπαϊκά, προ κρίσης, καθώς δαπανούσε 23 δισ. ευρώ, δηλαδή το 10% του ΑΕΠ της για τον τομέα της Υγείας» εξηγεί ο κ. Μανιαδάκης.

Ωστόσο, ο Αθανάσιος Βοζίκης επίκουρος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Πειραιά συμπληρώνει ότι την«από το 2009 έως το 2014, μειώθηκε η δημόσια χρηματοδότηση στην Υγεία, αυξήθηκε κατά 132% το ποσοστό συμμετοχής των ασφαλισμένων και κατά 25% η επιβάρυνση των φαρμακευτικών εταιρειών μέσω των rebate και clawback».

Αύξηση φαρμακευτικής δαπάνης ζητούν οι φαρμακευτικές εταιρίες

Για την καθολική και ισότιμη πρόσβαση των ασθενών στα φάρμακα και τον αποτελεσματικότερο έλεγχο της φαρμακευτικής δαπάνης, οι εταιρίες του κλάδου ζητούν τη σταδιακή οριακή διαχρονική αύξηση του προϋπολογισμού για τα ενδονοσοκομειακά και εξωνοσοκομειακά φάρμακα, βάσει των δημογραφικών χαρακτηριστικών της χώρας.

Συγκεκριμένα, προτείνουν μια σταθερή ενδονοσοκομειακή φαρμακευτική δαπάνη, στα 750 εκατ. ευρώ για την επόμενη τριετία, ο νοσοκομειακός προϋπολογισμός να περιλαμβάνει αμιγώς νοσοκομειακά φάρμακα και φάρμακα για νοσηλευόμενους και την εξαίρεση των αντιρετροϊκών, των αυξητικών ορμονών και των αιμοποιητικών παραγόντων, ξεχωριστό προϋπολογισμό για τους πρόσφυγες και τους ανασφάλιστους, την εξαίρεση της νοσοκομειακής δαπάνης από το καθεστώς ΦΠΑ και η υπέρβαση και το clawback να υπολογίζεται στο σύνολο της αποζημιούμενης και πραγματικής δαπάνης και όχι σε κάθε κανάλι διανομής ξεχωριστά (νοσοκομεία και ΕΟΠΥΥ).

«Επιπλέον, θα πρέπει να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις, όπως η αύξηση της διείσδυσης των γενοσήμων, ώστε μακροπρόθεσμα να φτάσει στο 60% της αγοράς, η σωστή διαχείριση των διαθέσιμων πόρων βάσει αποτελεσματικότητας στη λογική της επένδυσης και όχι της δαπάνης, η σύσταση της Επιτροπής Αξιολόγησης της Τεχνολογίας Υγείας, όπως συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη, και η επέκταση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης συνδυαστικά με τα Μητρώα Ασθενών» σημειώνει ο κ. Μανιαδάκης.