Νέα σκληρή απάντηση του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου στον υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη και σε όσα υποστηρίζει τις τελευταίες ημέρες ο υπουργός περί ανύπαρκτης δράσης της Εκκλησίας την περίοδο της Χούντας και της Κατοχής:

Ο Ιερώνυμος έστειλε επιστολή την Παρασκευή στον υπουργό στην οποία του επισημαίνει πως «η υπόθεση της Εκκλησίας είναι υπόθεση ενός λαού και όχι βεβαίως ενός υπουργού» και κάνει λόγο για ιδεοληπτικές ερμηνείες του κ.Φίλη.

Ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρει πως «ο επίσημος ρόλος της Εκκλησίας στην περίοδο της Δικτατορίας ήταν συνεπής και αδιάβλητος για την αποστολή της, γι’ αυτό αποκλείει πλήρως τις οποιεσδήποτε ιδεοληπτικές ερμηνείες των οποιωνδήποτε επικριτών ή πολεμίων της».

Ο Αρχιεπίσκοπος εξηγεί μεταξύ άλλων πως αν η Εκκλησία είχε συνεργαστεί με την Χούντα τότε δεν θα είχε απαγορευτεί η συνέλευση της Συνόδου της Ιεραρχίας εκείνη την περίοδο και δεν θα είχε συγκροτηθεί «αριστίνδην» η Σύνοδος.

Όλη η επιστολή του Αρχιεπισκόπου

Κύριε Ύπουργέ,

Ή ύπόθεση Τής Έκκλησίας είναι ύπόθεση ένός Λαού καί όχι βεβαίως ένός Ύπουργού, όταν μάλιστα παραθεωροϋνται θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις (άρθρο 13) καί διατάξεις τοϋ έκτελεστικοϋ νόμου τοϋ Ισχύοντος Συντάγματος (άρθρο 2, ν. 590/1977).

Ό έπίσημος ρόλος Τής Έκκλησίας στήν περίοδο Τής Δικτατορίας ήταν συνεπής καί άδιάβλητος γιά Τήν άποστολή της, γι’ αύτό άποκλείει πλήρως Τίς όποιεσδήποτε ίδεοληπτικές έρμηνεΙες Τών όποιωνδήποτε έΠΙΙφΙΤών ή πολεμίων της. «Αλλωστε, άν ‘ίσχυαν οί παντελώς άβάσιμες καί πλασματικές έπικρίσεις, δτι δήθεν ή Έκκλησία συνεργάσθηκε μέ Τή Δικτατορία, Τότε θά πρέπει νά άπαντηθοϋν άπό τούς έΠΙ}φΙΤές της Τά έστόμενα σοβαρά έρωτήματα, ήτοι, άν είχε συνεργασθή ή Έκκλησία μέ Τή Δικτατορία, Τότε:

1. γιατί ένθρονίστηκε αύθαιρέτως, παρανόμως καί άντικανονικώς ό σθεναρώς άρνηθείς νά παραιΤηθ(Ι γηραιός Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος;

2. γιατί άπαγορεύθηκε ή συνέλευση Τής Συνόδου Τής Ίεραρχίας Τής Έκκλησίας Τής Έλλάδος καί γιατί συγκροτήθηκε μία όλιγομελής

«άριστίνδην» Σύνοδος έκλεκτών της Άρχιερέων Τόσο γιά Τήν έκλογή νέου Άρχιεπισκόπου, όσο καί γιά Τή διοίκηση Τής Έκκλησίας, άντί ΤήςΊεραρχίας;

3. γιατί έκδιδόταν άνά έξάμηνο μία νέα νομοθετική παράταση γιάΤήν άπαγόρευση τής συνελεύσεως Τής Συνόδου Τής Ίεραρχίας μέχρι Τό1970;

4. γιατί σέ όλόκληρη Τήν έπταετία άπαγορεύθηκε όποιοσδάποτε διορισμός έστω καί ένός θεολόγου στή Μέση Έκπαίδευση;

5. γιατί δέν συνδέθηκε Τό πλασματικό σύνθημα «Έλλάς Έλλήνων Χριστιανών» μέ Τίς θεσμικές έκφράσεις μιας πρόθυμης σέ συνεργασία, όπως ύποστηρίζουν σκοπίμως οί έπικριτές της, έκκλησιαστικής ήγεσίας;

Και η απαντητική επιστολή Φίλη

«Τα θέματα αυτά αποτελούν αντικείμενο επιστημονικού διαλόγου καθώς και ευρύτερου δημόσιου διαλόγου που πρέπει να γίνεται νηφάλια και ψύχραιμα και με στόχο να διδασκόμαστε όλοι από τα λάθη μας», αναφέρει στην απαντητική του επιστολή προς τον Αρχιεπίσκοπο ο υπουργός Παιδείας και προσθέτει:

«Ως προς τα θεσμικά ζητήματα όπως με το μάθημα των Θρησκευτικών, είναι ωφέλιμο να συζητούνται όχι με ανταλλαγή επιστολών αλλά στο πλαίσιο της θεσμικής συνεργασίας μεταξύ της Πολιτείας και της Εκκλησίας, όπως αυτή υλοποιήθηκε και υλοποιείται και με τη σειρά τακτικών συναντήσεων μεταξύ του Αρχιεπισκόπου και του υπουργού Παιδείας, Έρευνας & Θρησκευμάτων».

«Γνωρίζετε» καταλήγει ο Ν.Φίλης, «ότι είμαι πάντοτε ανοιχτός στο διάλογο και βεβαίως για συνάντηση μαζί σας».