Την Τρίτη 30 Αυγούστου, όπως είναι γνωστό, έχει οριστεί η διεξαγωγή του διαγωνισμού για τις τηλεοπτικές άδειες. Στο ενδιάμεσο συζητήθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας η αίτηση για την έκδοση προσωρινής διαταγής περί αναστολής του διαγωνισμού, ενώ, όπως είναι επίσης γνωστό, οι διαγωνιζόμενοι έχουν προσφύγει στο δικαστήριο ζητώντας λίγο ή πολύ ο ένας τον αποκλεισμό του άλλου από την όλη διαδικασία.

Προφανώς οι αντιδράσεις ήταν αναμενόμενες, γι’ αυτό ένας βασικός στόχος στη χάραξη οποιασδήποτε πολιτικής είναι όσο το δυνατόν περισσότερο να ακυρώνονται οι εντυπώσεις που συνδέονται με τις αντιδράσεις των θιγομένων. Ομως η αδειοδότηση αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση του πώς μια ορθή πρόθεση (νομιμοποίηση του τηλεοπτικού πεδίου) κινδυνεύει να μετουσιωθεί σε φωτοβολίδα και να σβήσει στο πέλαγος των εντυπώσεων.

Ανεξαρτήτως της αρκετά αμφιλεγόμενης μελέτης του Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου της Φλωρεντίας, θα έπρεπε να είχαν γίνει κάποια βήματα πριν ώστε να μην τίθεται σε αμφισβήτηση η διαδικασία. Το πρώτο που έπρεπε να γίνει θα ήταν να επικαιροποιηθεί ο χάρτης των συχνοτήτων με γνώμονα τις πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις. Με άλλα λόγια, όχι μόνον οι ενδιαφερόμενοι, αλλά και η κοινή γνώμη θα έπρεπε να γνώριζαν τον αριθμό των διαθέσιμων συχνοτήτων και των καναλιών που θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν.

ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ. Το επόμενο βήμα που έπρεπε να γίνει ήταν να δοθεί σε έναν ανεξάρτητο φορέα η εκπόνηση οικονομοτεχνικής μελέτης σχετικά με τον αριθμό των καναλιών που μπορούν να λειτουργήσουν στο πεδίο, όπου θα αναφέρονταν κριτήρια, προγραμματικές προϋποθέσεις και επιδιώξεις των ενδιαφερομένων σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, τόσο γενικού όσο και θεματικού περιεχομένου κανάλια, καθώς και σε συνδυασμό με τα διαδικτυακά.

Ευπρόσδεκτα είναι τα χρήματα που θα προκύψουν από την πλειοδοσία, αλλά στην πράξη δεν θα πλησιάσουν ούτε το ποσό μιας καλής μεταγραφής ενός ξένου ποδοσφαιριστή στις μεγάλες ομάδες εξωτερικού. Επειδή αναφερόμαστε στην τηλεόραση και τον κοινωνικό της αντίκτυπο, θα έπρεπε να αξιολογείται η ουσία των προτάσεων του κάθε διαγωνιζόμενου. Είναι αντιφατικό να μη λαμβάνεται υπόψη η τηλεοπτική πρόταση ή και εμπειρία του κάθε επίδοξου καναλάρχη παρά μόνον τα χρήματά του. Κι αν, για παράδειγμα, κάποιος προσανατολίσει όλους τους διαθέσιμους πόρους του για να αποκτήσει την άδεια και διαθέσει ελάχιστα για την παραγωγή περιεχομένου, τότε τι θα συμβεί, ποιος θα έχει εκτεθεί;

ΤΟ «ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ». Για να γίνει ένας διαγωνισμός ευρύτερα αποδεκτός χωρίς αμφισβητήσεις και τον παραδοσιακό μας αρνητισμό θα έπρεπε τόσο οι ενδιαφερόμενοι όσο και η κοινωνία να γνωρίζουν ποιο είναι το «τηλεοπτικό σχέδιο», δηλαδή πόσες άδειες προβλέπονται για τα κανάλια εθνικής εμβέλειας, πόσα περιφερειακής, πόσα τοπικής; Αντ’ αυτού έχει οριστεί ο περιβόητος αριθμός 4 για τα εθνικής εμβέλειας που κάποιες φορές γίνεται και 5, ίσως και παραπάνω, ενώ ήδη διαφαίνεται, αν αληθεύουν οι φήμες, ένα αλισβερίσι με περιφερειακής και τοπικής εμβέλειας κανάλια.

Εάν είχε η κυβέρνηση δημοσιοποιήσει το σχέδιό της για το τηλεοπτικό πεδίο θα υπήρχε πιθανότατα ευρύτερη αποδοχή. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1998 η τότε κυβέρνηση είχε προκηρύξει 6 άδειες πανελλαδικής εμβέλειας, 54 περιφερειακής και 57 τοπικής για σταθμούς αναλογικής εκπομπής. Προφανώς στην εποχή της ψηφιακής μετάδοσης και της συμπίεσης των συχνοτήτων χωρούν περισσότεροι ένοικοι στα ερτζιανά, αλλά αυτό έχει μικρότερη σημασία. Αλλωστε, μόνον τυχαία δεν είναι η πλήρης αδιαφορία ξένων επενδυτών στην ελληνική τηλεόραση.

Ετσι η αδειοδότηση, ενώ ως πολιτική πρόθεση είναι ορθότατη, χάνει τον νομιμοποιητικό της μανδύα. Το έχουμε ξαναπεί: λύση ακόμη και σήμερα υπάρχει. Κι αυτή είναι η επανενεργοποίηση σε πλήρη σύνθεση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, του μόνου αρμόδιου με βάση το Σύνταγμα να εξετάσει και να χορηγήσει τις τηλεοπτικές και αργότερα ραδιοφωνικές άδειες χωρίς φόβο και πάθος.