Η 13η Φεβρουαρίου έχει οριστεί ως η Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου και αποσκοπεί στην εξύμνηση του ραδιοφώνου ως μέσου επικοινωνίας, τη βελτίωση της διεθνούς συνεργασίας μεταξύ των ραδιοφωνικών φορέων και την ενθάρρυνση τόσο των μεγάλων διεθνών δικτύων όσο και των τοπικών ραδιοφώνων να προωθήσουν την πρόσβαση στην πληροφόρηση και την ελευθερία της έκφρασης στα ερτζιανά.

Το ραδιόφωνο στην ουσία ήταν το μέσο μαζικής επικοινωνίας που γεννήθηκε, ήκμασε και εν μέρει παρήκμασε στον εικοστό αιώνα. Πριν από την έλευση της τηλεόρασης, το ραδιόφωνο αποτελούσε την κύρια μορφή μαζικής ψυχαγωγίας, ενημέρωσης και επιμόρφωσης προσφέροντας όχι μόνο μια συναρπαστική και καινούργια εμπειρία στον άνθρωπο, αλλά και έναν κόσμο γεμάτο ήχους, φωνές και μουσική. Ηταν το μέσο που εκμηδένιζε τις αποστάσεις, προσφέροντας ταυτόχρονα τεράστιες δυνατότητες στην πολιτιστική ανάπτυξη και σημαντικές ευκαιρίες στην ψυχαγωγία και την ενημέρωση των ανθρώπων. Αν και το ραδιόφωνο σε όλες τις χώρες αποτέλεσε τον προπομπό της τηλεοπτικής έκρηξης, η έκρηξη αυτή ήταν ο ανασταλτικός παράγοντας της ανάπτυξής του. Ομως, εάν εξετάσει κανείς την εξέλιξη του ραδιοφώνου θα δει να εμφανίζονται, τόσο στο εξωτερικό όσο και στη χώρα μας, πολλά κοινά στοιχεία με τα νέα σύγχρονα μέσα, όπως το Διαδίκτυο ή ακόμη και οι ψηφιακές –δορυφορικές ή επίγειες –πλατφόρμες.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1910 έως το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, διάφοροι ραδιοερασιτέχνες προκάλεσαν «νέο θόρυβο» στις γειτονιές, όπου συναρμολογούσαν τους πολύ απλούς για τα σημερινά δεδομένα ραδιοφωνικούς πομπούς και δέκτες. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος έδωσε τη μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη του ραδιοφώνου, κυρίως για στρατιωτικούς λόγους και για την εκπαίδευση των χειριστών της ασύρματης επικοινωνίας. Οραματιστές της εποχής εκείνης θεώρησαν τις δυνατότητες που διαφαίνονταν για την ασύρματη μετάδοση προγραμμάτων όχι μόνο μια συναρπαστική και καινούργια εμπειρία του ανθρώπου, αλλά και μια υπηρεσία προς όφελος του κοινού με τη δημιουργία ενός κόσμου γεμάτου ήχους, φωνές και μουσική.

Οι τηλεοράσεις όχι μόνον βασίστηκαν στην οργάνωση του ραδιοφώνου, αλλά κι «έκλεψαν» τους συντελεστές και συχνά το περιεχόμενό του. Η δεκαετία του 1980 χαρακτηρίστηκε από την απελευθέρωση του ευρωπαϊκού ραδιοφώνου από το κρατικό μονοπώλιο, αρχίζοντας σχεδόν παντού από τις συχνότητες των FM και αναδεικνύοντας έτσι τη δυναμική του μέσου για μια ακόμη φορά. Στη χώρα μας, όπως και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η απορρύθμιση των ερτζιανών εφαρμόστηκε πρώτα στις ραδιοσυχνότητες. Παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το ραδιόφωνο στον αιώνα της ψηφιακής εποχής, συνεχίζει να ανθίσταται. Είναι ο προπομπός όλων των σύγχρονων ηλεκτρονικών μέσων, παλαιών και νέων, και στην πράξη το μοντέλο που δείχνει πώς αυτά θα αναπτυχθούν. Σε στιγμές φυσικών καταστροφών, όπως οι σεισμοί, το ραδιόφωνο διατηρεί ακόμη την ασύγκριτη αμεσότητά του, ακόμη κι όταν το ηλεκτρικό έχει πέσει κι όλοι αναζητούν εναγωνίως ενημέρωση. Χώρες με υψηλό πολιτιστικό επίπεδο συνεχίζουν να δείχνουν στο ραδιόφωνο υψηλό βαθμό προτίμησης. Αλλωστε, το ραδιόφωνο σε αντίθεση με τα οπτικά μέσα, είναι ακόμα σε θέση ανά πάσα στιγμή να προκαλέσει, να τονώσει και να ερεθίσει τη φαντασία του κοινού και να δημιουργήσει στιγμές ανάλογες με εκείνες του 1938, όταν μεταδιδόταν η ραδιοφωνική προσαρμογή του βιβλίου του Oρσον Ουέλς «Ο Πόλεμος των Κόσμων». Οπως μελετητές έχουν επισημάνει, το ραδιόφωνο αναμένεται να αποτελέσει το μέσο που θα διατηρηθεί και στον γαλαξία του Διαδικτύου, καθώς κατόρθωσε να ανακαλύψει εκ νέου τον ρόλο του μέσα από αναλογικές και ψηφιακές τεχνολογίες.