Δύο ξενικά είδη με δηλητηριώδη αγκάθια, ένας αχινός και ένα ψάρι, που εισήλθαν στην ανατολική Μεσόγειο από τη Διώρυγα του Σουέζ, εντοπίστηκαν σε θαλάσσιες περιοχές της Ρόδου.

Τα είδη αυτά, για τα οποία ο Υδροβιολογικός Σταθμός Ρόδου του Ελληνικού Κέντρου Θαλασσίων Ερευνών, εφιστά την προσοχή των αλιέων και του κόσμου, έρχονται να προστεθούν στα περισσότερα από 1000 είδη που έχουν μεταναστεύσει προς την ανατολική Μεσόγειο και τις ελληνικές θάλασσες τις τελευταίες δεκαετίες, διαταράσσοντας σε κάποιες περιπτώσεις τα εγχώρια οικοσυστήματα.

Μάλιστα, όπως σημειώνει σε ανακοίνωσή του ο ΥΣΡ, είναι η πρώτη φορά που στα ρηχά νερά της Ρόδου καταγράφεται η παρουσία του ξενικού αχινού (Diadema setosum) και του χωροκατακτητικού ξενικού ψαριού, λεοντόψαρο (Pterois miles) τα οποία κατάγονται από την Ερυθρά Θάλασσα.

Και τα δύο είδη – κυρίως δε το λεοντόψαρο – φέρουν μακρόστενα δηλητηριώδη αγκάθια και για τον λόγο αυτό, οι επιστήμονες του ΥΣΡ καλούν όποιον συλλέγει κάποιο δείγμα του λεοντόψαρου, να το διατηρήσει σε ψυγείο ή σε κατάψυξη και να ενημερώσει τον Σταθμό ο οποίος θα προχωρήσει στην άμεση περισυλλογή του, λόγω ανάγκης για περαιτέρω μελέτες.

Οι επιστήμονες που ασχολούνται με τη Βιολογία Θαλάσσης, εκτιμούν ότι τις τελευταίες δεκαετίες, τα ξενικά είδη που έχουν εισβάλλει στη Μεσόγειο και τις ελληνικές θάλασσες, μπορεί και να υπερβαίνουν τα 1.000.

Τα είδη αυτά είναι σε ένα μικρό ποσοστό ψάρια, περίπου 90 με 100 είδη, και τα υπόλοιπα είναι φύκια, μαλάκια, καρκινοειδή, ασπόνδυλα, σουπιές, χταπόδια. Τα ξενικά είδη εισβάλλουν είτε από τη Διώρυγα του Σουέζ είτε μεταφέρονται από το εκλυόμενο έρμα των πλοίων που εισέρχονται στη Μεσόγειο και από το Γιβραλτάρ.

Σε πολλές περιπτώσεις, τα ξενικά είδη δεν μπορούν να προσαρμοστούν στο καινούργιο περιβάλλον και εξαφανίζονται.

Υπάρχουν όμως και άλλα που όχι μόνο προσαρμόζονται, αλλά προκαλούν ζημιές στα τοπικά οικοσυστήματα καθώς αναπτύσσονται ανενόχλητα επειδή δεν έχουν εχθρούς. Μια τέτοια περίπτωση, αφορά ένα επικίνδυνο είδος φυκιού που ονομάζεται Caulerpa racemosa.

Το φύκι αυτό έχει εξαπλωθεί σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως στον Σαρωνικό Κόλπο, στο Ιόνιο, στη Ρόδο, στο Βόρειο Αιγαίο, στον Μεσσηνιακό Κόλπο, και έχει εντοπιστεί σε βάθη από λίγα εκατοστά έως και 75 μέτρα.

Εξαιτίας μιας τοξίνης που έχει δεν μπορεί να καταναλωθεί από ψάρια ή από οργανισμούς όπως ο αχινός. Καθώς δεν έχει εχθρούς στις δικές μας θάλασσες, εξαπλώνεται εύκολα, με μεγάλο ρυθμό, καταστρέφοντας οικοσυστήματα όπως τα λιβάδια ποσειδωνίας, οι τραγάνες, οι ύφαλοι των ρηχών νερών.

Η Caulerpa racemosa έφθασε στη χώρα μας από την Αυστραλία, όπως εκτιμάται. Αλλα φύκια μεταφέρθηκαν στο έρμα πλοίων από τον Ινδικό Ωκεανό και την Ερυθρά Θάλασσα. Περισσότερα από 30 είδη αλλόχθονων φυκιών έχουν εντοπιστεί στις ελληνικές θάλασσες, τα οποία στην πλειονότητά τους δεν αποτελούν κίνδυνο για το οικοσύστημα.

Αντίθετα με τα φύκια, που όπως και πλήθος ασπόνδυλων οργανισμών ταξίδεψαν στη Μεσόγειο από διάφορες γωνιές της γης μέσα στο έρμα των καραβιών, τα περισσότερα από τα ξενικά είδη ψαριών ήρθαν από τη Διώρυγα του Σουέζ ή το Γιβραλτάρ.

Για παράδειγμα, ένα από τα ψάρια που εισέβαλαν πρώτα από ξένες θάλασσες στη χώρα μας, και συγκεκριμένα από την Ερυθρά Θάλασσα, είναι ο γερμανός. Λέγεται ότι εμφανίστηκε εδώ τη δεκαετία του 1940.

Το ψάρι αυτό τρέφεται με φύκια. Επειδή και οι σάλπες τρέφονται με φύκια, σε ορισμένες περιοχές ο γερμανός εκτόπισε τους πληθυσμούς από σάλπες. Οι ψαράδες όμως το αλιεύουν επειδή το κρέας του είναι εύγευστο.

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με δύο είδη μπαρμπουνιών, που επίσης ήρθαν από μακριά και τα οποία ανταγωνίζονται με το δικό μας το μπαρμπούνι και την κουτσομούρα. Ο λοχίας και ο καρβουνιάρης, όπως είναι τα ονόματα των δύο μπαρμπουνιών, δεν προκάλεσαν ζημιά στην αλιεία καθώς ψαρεύονται και τρώγονται.

Αντιθέτως, ένα άλλο ξενικό είδος που φθάνει σε μήκος το ενάμισι μέτρο και είναι ίσως το μεγαλύτερο που έχει εισβάλει στη Μεσόγειο, μπορεί να προκαλέσει ζημιά στο ιχθυοαπόθεμα.

Το ψάρι αυτό λέγεται τρομπέτα λόγω της μορφολογίας του και τρέφεται με γόνους ψαριών που έχουν εμπορική αξία. Η τρομπέτα (Fistularia commersonii) φθάνει έως και 1,5 µέτρο μήκος και είναι ιχθυοφάγο.

Επιπλέον, ο γνωστός λαγοκέφαλος, που εμφανίστηκε στην ανατολική Μεσόγει στις αρχές της δεκαετίας του 2000, απαγορεύεται να καταναλωθεί επειδή έχει µια τοξίνη στ’ αναπαραγωγικά όργανα και το έντερο ικανή να προκαλέσει µυϊκή παράλυση σε όποιον τον φάει, καταβροχθίζει µεγάλες ποσότητες από σουπιές και χταπόδια.