Καθώς την προηγούμενη εβδομάδα διάβαζα το φιλόδοξο νομοσχέδιο για τους τηλεοπτικούς σταθμούς, ανέτρεξα στα βιβλία και τις σημειώσεις μου. Στα είκοσι πέντε και πλέον χρόνια που καταγράφω τις εξελίξεις του πεδίου στην Ελλάδα, διακρίνω (και προφανώς όχι μόνο εγώ), την ψήφιση αλλεπάλληλων νόμων από την εκάστοτε κυβέρνηση. Στην πράξη, κάθε κόμμα όταν καταλαμβάνει τη διακυβέρνηση επιζητά να λύσει τον «γόρδιο τηλεοπτικό δεσμό» της χώρας, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα.

Ενδεικτικά αναφέρω ότι από το 1995 έξι νόμοι έχουν αποπειραθεί να ελέγξουν το τηλεοπτικό πεδίο. Και χωρίς ιδιαίτερες νομικές γνώσεις εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι υπάρχει ένα πληθωρικό θεσμικό πλαίσιο (π.χ., ο Νόμος 1730 του 1987 για την ίδρυση του ενιαίου φορέα της κρατικής τηλεόρασης, ο Νόμος 1866 του 1989 για τη μη κρατική τηλεόραση και το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, ο Νόμος 2328 του 1995 για την ιδιωτική τηλεόραση ελεύθερης λήψης, ο Νόμος 2644 του 1998 για τη συνδρομητική και ψηφιακή τηλεόραση, ο Νόμος 2863 του 2000, καθώς και οι νόμοι 3021 του 2002 και ο νεότερος 3310 του 2005 για τον βασικό μέτοχο εταιρειών ΜΜΕ που αναλαμβάνουν συμβάσεις με το Δημόσιο, ο Νόμος 3051 του 2002 για τις ανεξάρτητες Αρχές, και τα συναφή Προεδρικά Διατάγματα). Αυτό το θεσμικό πλαίσιο που θεωρητικά καλύπτει πλήρως τα κενά της νέας τηλεοπτικής τάξης, στην ουσία δεν εφαρμόστηκε. Στην πράξη, τα τελευταία 25 χρόνια, οι περισσότεροι επιζητούν νόμους, για να προστεθούν και αυτοί στον μακρύ κατάλογο των νόμων που δεν εφαρμόζονται και αυτό φαίνεται πως το γνωρίζουν αρκετά καλά οι ενδιαφερόμενοι ένθεν κακείθεν.

Εν ολίγοις, το modus videndi του ελληνικού επικοινωνιακού πεδίου είναι ότι κάποιοι νόμοι εφαρμόζονται για συγκεκριμένες περιπτώσεις, καθώς επιβάλλονται από τις περιστάσεις και περνούν ως φωτοβολίδα προκαλώντας για ένα μικρό χρονικό διάστημα αρρυθμίες. Κι όλα ύστερα από λίγο, όπως καταδεικνύει η εμπειρία, επανέρχονται στην πρότερη «κανονικότητά τους». Στην περίπτωση της τηλεόρασης, είτε αναφερόμαστε στο ιδιοκτησιακό καθεστώς είτε ακόμη και στη δομή και τη λειτουργία του πεδίου, θα ήταν προτιμότερο να ζητούσαμε λιγότερους νόμους που θα μπορούσαν να εφαρμοστούν. Το πρόβλημα ξεκίνησε από την αρχή της ιδιωτικής τηλεόρασης στη χώρα. Επιτράπηκε η είσοδος των ιδιωτικών σταθμών χωρίς να υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος σχεδιασμός και πρωτίστως στόχος. Οι ιδιοκτήτες πολλών σταθμών, οι περισσότεροι με ελάχιστες γνώσεις για το πεδίο, επένδυσαν σημαντικά ποσά για τον εξοπλισμό και τη λειτουργία των καναλιών. Επόμενο ήταν να αποζητούν τη γρήγορη απόσβεση των χρημάτων τους με αποτέλεσμα τη μη τήρηση περιοριστικών και ενίοτε με προβληματικές ασάφειες και πολλά παράθυρα για διαφορετικές ερμηνείες νόμων.

Ποιο όμως έως σήμερα ήταν το αποτέλεσμα; Στη διαμόρφωση της πολιτικής υπάρχουν δύο δρόμοι: της πολιτικής που έχει αποφασιστεί και εκφραστεί με στόχο να εφαρμοστεί και της πολιτικής που δεν έχει αποφασιστεί αλλά έχει εκφραστεί με στόχο να μην εφαρμοστεί. Κοντολογίς, αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η περίπτωση της Ελλάδας, όσον αφορά το τηλεοπτικό πεδίο.